Αν ο χρόνος είναι κάτι σχετικό για τον υπόλοιπο πλανήτη τότε για την Ιρλανδία του 19ου αιώνα είναι κάτι το εντελώς απροσδιόριστο. Λιμοί, επαναστάσεις, μετανάστευση, είναι σχεδόν απίστευτο πως μπόρεσαν να χωρέσουν τόσα πολλά ιστορικά γεγονότα μέσα στα στα τόσο στενά γεωγραφικά όρια ενός νησιού και μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Είναι απόλυτα λογικό να είναι τόπος που ποτέ δεν ησυχάζει και κάνει τους κατοίκους του να ζουν κάθε τους μέρα σαν να είναι η τελευταία. Ακόμα και μια φαινομενικά ήσυχη βραδιά μπορεί να γίνει ταραχώδης και μια ταραχώδης βραδιά, να γίνει αφορμή για γλέντι, γιατί κανείς δεν ξέρει τι θα ξημερώσει την επόμενη.
Μια τέτοια βραδιά ήταν και αυτή της 18ης Ιουνίου του 1875 στο Δουβλίνο. Οι πυρκαγιές εκείνη στην εποχή στις πόλεις δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Οι ξύλινες κατασκευές των κτιρίων, οι στενοί δρόμοι και οι πυροσβέστες με πρωτόγονα και πενιχρά μέσα ήταν παράγοντες οι οποίοι συχνά πυκνά τέτοιες καταστροφές. Επίσης αποθήκες με εύφλεκτα υλικά ήταν εντός του αστικού ιστού μπορούσαν να γίνουν ακόμα και εστία εκρήξεων, όπως άλλωστε ξέρουμε κι από δικές μας ιστορίες όπως στη Θεσσαλονίκη και αλλού.
Μια τέτοια αποθήκη σιτηρών ήταν και αυτή στην οδό Chamber και άνηκε στο αποστακτήριο Malone’s. Ήταν σιτηρά τα οποία προορίζονταν για βύνη και αυτή με τη σειρά της να μεταμορφωθεί μαγικά σε ουίσκι. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι μεσοτοιχία με την αποθήκη σιτηρών υπήρχε χώρος αποθήκευσης βαρελιών ουίσκι, πολλών βαρελιών ουίσκι, γύρω στις 5.000 σύμφωνα με πηγές της εποχής.
Η φωτιά που ξέσπασε στην αποθήκη σιτηρών εξαπλώθηκε ταχύτητα, όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, και δεν άργησε να φτάσει στα βαρέλια με το ουίσκι. Η κατάρρευση της ξύλινης οικοδομής ήρθε τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβε να μετατρέψει τα βαρέλια με το αλκοόλ σε μια τεράστια βόμβα μολότοφ που θα αφάνιζε όλη τη γειτονιά. Αντίθετα τα βαρέλια έσκασαν με πάταγο και το πολύτιμο περιεχόμενο βρήκε διαφυγή προς τους γύρω δρόμους. Η μεγαλύτερη ποσότητα σχημάτισε ένα ποτάμι στην οδό Mill. Στα περίπου 400 μέτρα της οδού σχηματίστηκε ένα ποτάμι από ουίσκι πλάτους 2 μέτρων και βάθους 20 εκατοστών.
Η φωτιά δεν πρόλαβε να επεκταθεί σε μεγάλο κομμάτι της πόλης, όμως ήταν αρκετή για να βγάλει τους κατοίκους στους δρόμους. Στους δρόμους έβγαλε και τα οικόσιτα ζώα της περιοχής. Με τον όρο οικόσιτα δεν εννοούμε σκύλους και γάτες, αλλά γουρούνια τα οποία συνήθιζαν να κρατούν σε αστικό περιβάλλον εκείνη την εποχή. Τα αφιονισμένα γουρούνια που έτρεχαν σκούζοντας και πλατσουρίζοντας μέσα στον χείμαρρο του ουίσκι έκανε ακόμα πιο σουρεαλιστικό, αν όχι μετα-αποκαλυπτικό το όλο σκηνικό.
Το ότι δεκάδες περίοικοι είδαν ένα λασπωμένο ποτάμι από ουίσκι και θεώρησαν πως αυτή είναι η ευκαιρία για να πιουν όσο δωρεάν ουίσκι μπορούν, πραγματικά δεν ξέρουμε αν θα μπορούσε να συμβεί σε κάποια άλλη χώρα εκτός από την Ιρλανδία. Βγήκαν έξω με κατσαρόλες, κούπες ακόμα και με τις χούφτες τους και άρχισαν να πίνουν σαν διψασμένοι ταξιδιώτες στην έρημο που βρήκαν όαση. Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι όσο γινόταν αυτό η πυρκαγιά δεν είχε σβήσει και τα γουρούνια συνέχιζαν να τρέχουν. Οι πιο ακραίοι έβγαζαν τις μπότες τους, τις γέμιζαν με ουίσκι και το έπιναν λούζοντας ταυτόχρονα τον εαυτό τους.
Η συνέχεια του πάρτι όπως αναμενόταν δόθηκε στα νοσοκομεία της πόλης. Σύμφωνα με τα, όχι και τόσο ακριβή, αρχεία της εποχής, τουλάχιστον 24 Δουβλινέζοι βρέθηκαν σε κωματώδη κατάσταση στα τέσσερα νοσοκομεία της πόλης. 13 από αυτούς έχασαν τελικά τη ζωή τους. Ο αριθμός όσων νοσηλεύτηκαν με συμπτώματα δηλητηρίασης από το, κυριολεκτικά, χύμα ουίσκι υπολογίζεται σε μερικές δεκάδες. Το πιο εντυπωσιακό στατιστικό είναι ότι κανείς δεν έχασε τη ζωή του στην πυρκαγιά. Κανείς δεν κάηκε, κανείς δεν πέθανε από ασφυξία από τις αναθυμιάσεις, κανείς δεν ποδοπατήθηκε από τον πανικό της εκκένωσης, μόνο από το θεόσταλτο δωρεάν ουίσκι.
Δεν τους σκότωσε τόσο η ποσότητα που ήπιαν, όσο η ταχύτητα. Βλέποντας το ποτάμι να ρέει ήξεραν ότι κάθε σταγόνα που περνάει από μπροστά τους είναι μια χαμένη σταγόνα. Ειδικά όσοι δεν είχαν κάποιο διαθέσιμο σκεύος κι έπιναν με τις χούφτες προσπάθησαν να γλιτώσουν όσο περισσότερο ουίσκι από τον άδοξο χαμό. Οι πιο τυχεροί λιποθύμησαν αμέσως για να συνέλθουν όταν το «ποτάμι» είχε πια στερέψει, αλλά 13 από αυτούς δεν συνήλθαν ποτέ.
Το δωρεάν ουίσκι που έβγαλε τους ενοίκους των γύρω σπιτιών και η έγκαιρη επέμβαση της πυροσβεστικής ήταν αυτά που έσωσαν την περιοχή από μια μεγαλύτερη τραγωδία. Οι πυροσβέστες έφτασαν σε μόλις 15 λεπτά από όταν δόθηκε το σήμα του συναγερμού. Η κατάσβεση της πυρκαγιάς έδειξε και το μέγεθος της καταστροφής στις αποθήκες. Από τα 5.000 βαρέλια μόλις τα 61 παρέμειναν άθικτα και γεμάτα. Τρία ακόμα βαρέλια βρέθηκαν λίγο αργότερα. Τα είχαν «απαλλοτριώσει» έξι άντρες και προσπάθησαν να τα πιουν επιτόπου. Τους βρήκαν λίγο παρακάτω λιπόθυμους και τους συνέλαβαν, στο μεσοδιάστημα είχαν προλάβει να πιουν μισό από τα τρία βαρέλια.
Μεγάλο ήταν και το τίμημα στις ζωές των οικόσιτων ζώων. Ο πανικός που κατέλαβε όχι μόνο τα γουρούνια αλλά και τους σκύλους είχε σανα αποτέλεσμα να τραυματιστούν θανάσιμα στην προσπάθειά τους να γλιτώσουν, άλλα κάηκαν εγκλωβισμένα και άλλα υποβληθηκαν σε ευθανασία για να μην υποφέρουν από εγκαύματα και τραυματισμούς.
Ο δήμαρχος του Δουβλίνου, Peter Paul McSwiney, δήλωσε πως ήταν θεία τύχη που δεν είχαν πολλά περισσότερα θύματα. Ο χρόνος που δόθηκε στους περίοικους για να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους ήταν πραγματικά ελάχιστος. Ειδικά για τους πιο φτωχούς που εμεναν σε υπόγεια που μπορεί να συνειδητοποιούσαν την ύπαρξη της πυρκαγιάς μόνο όταν αυτή θα έφτανε στην πόρτα τους. Οι φωνές για δωρεάν ουίσκι ήταν ο καλύτερος συναγερμός.
Αναφερόμενος στους θανάτους από την κατάχρηση ουίσκι τους χαρακτήρισε ένα δυσάρεστο γεγονός, όμως απόλυτα φυσιολογικό για μία πόλη όπως το Δουβλίνο. Σε μία πόλη με ισχυρή κουλτούρα αγάπης για το ουίσκι μόνο κάποιος αφελής θα πίστευε ότι θα αφεθεί να πάει χαμένη μια ευκαιρία για δωρεάν αλκοόλ, είπε ο δήμαρχος σημειώνοντας πως αυτοί είμαστε οι Δουβλινέζοι και δεν πρόκειται να αλλαξουμε.