Μαζί με τα Emmys ήρθε και κάτι σημαντικότερο, η εποχή των αντιηρώων της τηλεόρασης. Μέχρι τότε οι πρωταγωνιστές μιας τηλεοπτικής σειράς δραματικής σειράς θα έπρεπε να είναι μια, ας πούμε ξεθυμασμένη, εκδοχή αντίστοιχων κινηματογραφικών ηρώων. Το πως ακριβώς κατέληξαν στον Bryan Cranston οι συντελεστές του Breaking Bad ήταν μάλλον ένα παιχνίδι της τύχης. Πιθανότερος για τον ρόλο του Walter White ήταν ο John Cusack, το βλέμμα του άλλωστε συνδύαζε τον καθηγητή λυκείου με το σκοτεινό μυστικό. Όμως ένα ξεχασμένο επεισόδιο από τα X-Files που συνόδευε την υποψηφιότητα του Cranston έπεισε τους παραγωγούς ότι ήταν πολλά περισσότερα από όσα είχαν δει στις σαπουνόπερες. Στο επεισόδιο αυτό έπαιζε ένα βαθιά προβληματικό ρατσιστή με τρομερές εσωτερικές αντιφάσεις που απειλούσε να ανατιναχτεί.
Ο συνδυασμός αυτής της ερμηνείας μαζί με το ήσυχο και καθημερινό προφίλ της σαπουνόπερας ήταν αυτός που έραψε στον Bryan Cranston το κουστούμι του Walter White. Το κουστούμι πήρε αρκετές επιδιορθώσεις κατά τη διάρκεια των πεντε σεζόν της εμβληματικής σειράς. Καθηλωτική ερμηνεία δράσης μιας ώρας μπορούν να κάνουν πολλοί, 50 ωρών όμως; Γι’αυτό και ο Cranston βούτηξε όσο πιο βαθιά μπορούσε στον κόσμο της μεθαμφεταμίνης. Μέχρι και ιδιαίτερα μαθήματα «μαγειρικής» δέχτηκε από κλιμάκιο της DEA για είναι πιο αληθοφανής στην παρασκευή των ναρκωτικών.
Ήδη από τα πρώτα επεισόδια του Breaking Bad καθίσταται δύσκολο για τον τηλεθεατή να φανταστεί τον Cusack ή οποιονδήποτε άλλο στον ρόλο του “Heisenberg” κάτι που έκανε τους πάντες να αναρωτηθούν, πού ήταν ο Cranston όλα αυτά τα χρόνια. Όσο περίεργο κι αν ακούγεται, γεννήθηκε μέσα σε μία οικογένεια ηθοποιών, όχι πολύ μακριά από το Hollywood. Με τους γονείς του δεν ήταν πολύ κοντά, όμως τα γονίδια επέβαλαν την παρουσία τους. Χωρίς να έχουν κάνει κάποια αξιοσημείωτη καριέρα οι δύο γονείς του, μάλλον του κληρονόμησαν και τον χαμηλό πήχη προσδοκιών για την καριέρα του. για σχεδόν δύο δεκαετίες προτιμούσε να βιοπορίζεται από την τέχνη αντί να την υπηρετεί κυνηγώντας την οντισιόν για τον μεγάλο ρόλο που θα του αλλάξει τη ζωή. Αυτό μπορεί να καθυστέρησε σημαντικά την μεγάλη επιτυχία και την αναγνωρισιμότητα, αλλά του εξασφάλισε τη δημιουργία μιας ευτυχισμένης οικογένειας.
Το ότι έβαζε χαμηλά τον πήχη δεν σημαίνει ότι ήταν ο άνδρας της ήσσονος προσπάθειας, ή slacker όπως συνηθίζουν να λένε οι Αμερικανοί. Με ό,τι κι καταπιάστηκε το έκανε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και μάλιστα κατάφερε να είναι και δύο φορές υποψήφιος για Emmy για τους δευτερεύοντες ρόλους που έπαιξε. Μάλιστα είναι ευγνώμων για αυτό του το πέρασμα γιατί αποκόμισε μια πολύ σημαντική εμπειρία. Η σαπουνόπερα του έδωσε την άνεση να μπορεί να μπαίνει στο πετσί του ρόλου, του κάθε ρόλου, στη στιγμή. Μπορεί εκεί που περπατάει στον δρόμο να πετύχει κάποιους θαυμαστές και να του φωνάξουν “Heisenberg” και να τους απαντήσει με μια ατάκα του Walter White που έχει αποστηθίσει.
Η επιτυχία του Breaking Bad του άνοιξε επιτέλους την πόρτα για να κάνει καριέρα πρωταγωνιστή στο Hollywood. Μια πόρτα την οποία ο ίδιος φρόντισε να κρατήσει μισάνοιχτη, όχι από σνομπισμό, αλλά γιατί ήθελε να απολαύσει τη στιγμή. Έχοντας αποδείξει την αξία του μπορούσε πια να δέχεται προτάσεις αντί να τις ψάχνει και ήταν η κατάλληλη ευκαιρία να βγάλει από τη λίστα του το Broadway. Για τρεις χρονιές σερί, πράγμα σπάνιο για διάσημο και φτασμένο ηθοποιό, υποδύθηκε τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Lyndon B. Johnson στο θεατρικό All The Way. Τράβηξε όσο μπορούσε χρονικά τη θεατρική του στιγμή και ο LBJ ήταν το ιδανικό όχημα. Άλλωστε ήταν ένας Πρόεδρος που βρέθηκε στο τιμόνι της χώρας σε μια πολύ κρίσιμη καμπή από τύχη και αυτό τους ένωνε. Κατακτώντας το βραβείο Tony για την ερμηνεία του με το που κατέβηκε το έργο από το Broadway φρόντισε να το μεταφέρει και σε ταινία. Μια ταινία που δόθηκε απευθείας σε τηλεοπτική διανομή, συμπυκνώνοντας μια μία κίνηση θέατρο, τηλεόραση και φιλμ σας να ήθελε να δείξει πως ήταν έτοιμος για το επόμενο βήμα.
Η συμμετοχή του στο οσκαρικό Argo έδωσε αυτό το κάτι παραπάνω που χρειαζόταν μια καλή ιστορία για να γίνει επική. Υποδυόμενος και πάλι έναν αντιήρωα κατάφερε να στρέψει έστω και για μερικές στιγμές τις ματιές μας από την καταιγιστική δράση. Δύσκολα θα το κατάφερε κάποιος άλλος αυτό το εγχείρημα. Έτσι έγινε πιο κατανοητό στο κοινό ότι πέρα από τους πράκτορες στο πεδίο της δράσης υπάρχουν δεκάδες άλλοι που δουλεύουν αθόρυβα στα γραφεία τους. Αν είναι και κάποιος μεσήλικας σαν τον Bryan Cranston, η επιχείρηση είναι σίγουρα σε καλά χέρια.
Η ηπιότητα της μορφής του και της ερμηνείας τους κατάφερε να κρατήσει και την ταινία στις ράγες της. Κάθε φορά που η συζήτηση έρχεται στις σχέσεις ΗΠΑ-Ιράν, και ειδικά στις ταραγμένες ημέρες της Ισλαμικής Επανάστασης, η ψύχραιμη ματιά συμπιέζεται. Μάλλον συνθλίβεται υπό το βάρος ενός στείρου αντιαμερικανισμού από τη μία και ενός λουστραρισμένου αφηγήματος για ελευθερία και δημοκρατία με πολλές πετρελαϊκές αμαρτίες κάτω από το λούστρο.
Το Argo ήταν εκείνο το σημείο που καθιέρωσε τον Cranston ως το απαραίτητο αλατοπίπερο που θα ανεβάσει μια ταινία μερικά επίπεδα πιο πάνω. Δεν είναι ότι δεν κατέκτησε το status του πρωταγωνιστή, αυτό το έχει δεδομένο. Αυτό που έκανε ήταν να πλασάρει τη βαθιά υποβλητική φωνή του σε συνδυασμό με ένα middle aged coolness ως ένα αυτοτελές προϊόν. Δεν ήταν ο πρώτος που το έκανε, ο Bill Murray το έχει αναγάγει σε τέχνη. O Pierce Brosnan στην τελευταία του συμμετοχή στην ταινία για τη Eurovision απέδειξε ότι είναι και άφθαρτο από το το τσαλάκωμα αυτό το προϊόν.
Συνεχίζοντας την ανορθόδοξη πορεία του προς την κατάκτηση της κορυφής, έκανε μία στάση στο “Trumbo”. Η ενασχόλησή του με μια από τις πιο σκοτεινές εποχές του Hollywood ήταν λίγο αυτοβιογραφική, και σίγουρα πολύ διαφορετική από όσες απόπειρες είχαμε δει μέχρι τότε. Αυτοβιογραφική, όχι γιατί είχε ο ίδιος κάποια εμπλοκή στο κυνήγι μαγισσών του Joseph McCarthy, αλλά γιατί έχει περάσει και ο ίδιος από το πόστο του σεναριογράφου. Προκειμένου να κάνει ένα εναλλακτικό δώρο γενεθλίων στη γυναίκα του έκατσε κι έγραψε μια επιστολή για όσα σκέφτεται για εκείνη σε μορφή σεναρίου. Το σενάριο κατάφερε να ξεφύγει από τη μοίρα του ως προσωπικό δώρο και βρήκε τον δρόμο του. Το 1999 το “Last Chance” βγήκε στις αίθουσες βασισμένο σε εκείνο το πρωτότυπο δώρο.
Η τρυφερότητα της ατμόσφαιρας εκείνου του δώρου παρεισέφρησε και στο Trumbo. Η περίοδος του μακαρθισμού δίχασε την αμερικανική κοινή γνώμη, αλλά κυρίως δίχασε το ίδιο το Hollywood. Αυτό καθιστούσε πολύ δύσκολη μια αποτίμηση εκείνης της εποχής. Όλοι θυμόμαστε την, τουλάχιστον αμήχανη βράβευση στα Oscar του Elia Kazan. Το πέπλο της σιωπής που κάλυπτε τόσο τους θύτες, όσο και τα θύματα θύμιζε κάπως το κίνημα του #metoo. Το Hollywood χρειαζόταν μια επούλωση αυτής της πληγής και όχι κάποιον να την καλύπτει, αλλά ούτε και κάποιον ο οποίος θα έμπηγε πιο βαθιά το μαχαίρι.
Ο Bryan Cranston έκανε αυτό ακριβώς την επούλωση γυρνώντας μια και καλή τη μελανή αυτή σελίδα του Hollywood. Ο Dalton Trumbo ήταν επίσης αντιήρωας, της πραγματικής ζωής αυτή τη φορά. Στην περίοδο του μακαρθισμού άλλοι υπέκυψαν κι έγιναν καταδότες, άλλοι ηττήθηκαν και εξαφανίστηκαν για πάντα από το προσκήνιο, ο Trumbo όμως έκανε κάτι άλλο, πιο πολύ στα μέτρα των ρόλων του Bryan Cranston. Πάλεψε αθόρυβα, προσπάθησε να προστατεύσει την οικογένειά του και στο τέλος νίκησε.
Αυτή η μέση οδός εμπλουτισμένη με αρκετή μυστική και αθόρυβη δράση με την οικογένεια σε πρώτο πλάνο είναι πολύ περίεργο για να εμφανίζεται τόσες φορές στη φιλμογραφία του Bryan Cranston. Μάλλον δεν πρόκειται για σύμπτωση από τη στιγμή που γύριζε διαφημιστικά αποσμητικών για να φτιάξει το κεφάλαιο για τα κολεγιακά δίδακτρα του παιδιού του. Ο αθόρυβος οικογενειάρχης μόλις ξεκινούσε το ταξίδι του.