Όλοι βρίσκονταν σε παραλήρημα. Όλοι. Από τον μεγαλύτερο αστέρα του κινηματογράφου μέχρι το παιδί με το κοντομάνικο πουκάμισο που διέσχιζε τις γειτονιές με το ποδήλατο και το καλάθι με τις εφημερίδες. Στην αρχή και μόνο οι φήμες που μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα και από Μέσο σε Μέσο ήταν αρκετές για να βάλουν τις πρώτες φιτιλιές για ένα από τα μεγαλύτερα ειδύλλια του Hollywood. Έπειτα ήταν οι συνεργάτες στα γυρίσματα των ταινιών που κλεφτοκοιτούσαν τα παθιασμένα βλέμματα σε κάθε cut και τις γωνίες πίσω από τo σετ που γέμιζαν γιατί δεν μπορούσαν να σταματήσουν να αγγίζονται. Ώσπου, τελικά, έπαψαν να νοιάζονται ακόμα και για τα τυπικά και απροκάλυπτα εμφανίζονταν όλο και πιο συχνά μαζί αδιαφορώντας και για τους ίδιους τους τους συζύγους που σίγουρα γνώριζαν το κοινό μυστικό όλων.
Ο Sir Laurence Olivier και η Vivien Leigh έδωσαν στο κοινό έναν ιστορικό έρωτα. Τέτοιον που δίκαια μετατράπηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα γνωστά love stories. Έναν έρωτα που λίγοι ζουν στη ζωή τους. Τόσο έντονα. Τόσο καταστροφικά.
Η Vivien Leigh γεννήθηκε στην πόλη Darjeeling της Ινδίας ως Vivian Mary Hartley στις 5 Νοεμβρίου 1913 από τον Σκωτσέζο χρηματιστή Ernest Richard Hartley και τη σύζυγό του, Gertrude Mary Frances. Πριν προλάβει να κλείσει το πέμπτο έτος της ηλικίας της, ο πατέρας έφυγε για το Bangalore της Karnataka -πόλη της Ινδίας-, αφήνοντας τη γυναίκα και την κόρη του πίσω στην Ootacumund. Μέσα σε όλη αυτήν τη σίγουρα παράξενη νέα πραγματικότητα για ένα τόσο μικρό παιδί, για καλή της τύχη, η μητέρα της αγαπούσε τη λογοτεχνία και τα κλασικά έργα. Έτσι, η μικρή μυήθηκε στο δημιουργικό μεγαλείο του Hans Christian Andersen, του Rudyard Kipling και του Lewis Carroll, ενώ γνωρίστηκε με την Ινδική παράδοση και την Ελληνική μυθολογία. Πολύ πιθανό αυτά να αποτέλεσαν και τους τρόπους με τους οποίους προσπάθησε να διαχειριστεί τον αποχωρισμό του μπαμπά της. Μέσα από τον χώρο του φανταστικού να βρήκε μία καλύτερη έστω και πλαστή πραγματικότητα και, τελικά, να αποτέλεσε τη βάση για να εξελιχθεί στην ηθοποιό που μνημονεύουμε δεκαετίες μετά τον θάνατό της.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια δόση αλήθειας πίσω από την έκφραση «έχεις γεννηθεί για να κάνεις κάτι», όμως, περιπτώσεις όπως της Vivien σίγουρα σε κάνουν να προβληματίζεσαι σοβαρά. Στα έξι της χρόνια, δήλωνε ήδη ότι ήθελε να γίνει ηθοποιός, μία εξομολόγηση που έκανε μέσα στο μοναστήρι που την έστειλαν οι γονείς της και που η μοναξιά της την έκανε να βρίσκει μοναδική συντροφιά στη γάτα που έπαιρνε στο κρεβάτι της όταν δεν έβλεπε κανείς. Αργότερα, η αμετακίνητη θέση της, ωστόσο, έκανε τον μπαμπά της, που είχε πια γυρίσει και ταξίδευε με την οικογένειά του από χώρα σε χώρα, να τη γράψει στη Royal Academy of Dramatic Art του Λονδίνου. Εκεί ήταν που γνώρισε τον πρώτο της σύζυγο και 13 χρόνια μεγαλύτερό της, Herbert Leigh Holman, με τον οποίο, μάλιστα, έκανε και μία κόρη, τη Suzanne. Υπήρχε, όμως, ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα στη σχέση τους και το μέλλον της. Εκείνος κατέκρινε ανοιχτά τους ανθρώπους του θεάτρου και δεν μπορούσε με τίποτα να καταλάβει την «τρέλα» της συζύγου του με την υποκριτική. Παρά τη δυσαρέσκεια του Holman, η Leigh όχι μόνο βρήκε ατζέντη και άρχισε να θέτει γερές βάσεις στον χώρο, αλλά το 1935, μετά από δική της επιμονή, γνώρισε τον Laurence Olivier.
Ο Olivier τότε ήταν ήδη πέντε χρόνια παντρεμένος με την πρώτη του σύζυγο και ηθοποιό, Jill Esmond. Η δική της καριέρα στον κινηματογράφο εκτοξεύθηκε αστραπιαία. Όλοι μπορούσαν να δουν την ποιότητα της υποκριτικής της. Ήθελαν να την πληρώνουν 170 λίρες την εβδομάδα. Η δική του ήταν εντελώς αμφίβολη. Ακόμα και μετά τη συνεχή προσπάθεια της Esmond να πείθει τους σκηνοθέτες να επιλέξουν τον Laurence για τις παραγωγές τους. Και τότε, ο εγωισμός και η καλλιτεχνική του ανασφάλεια δεν μπορούσαν πια να κρυφτούν. Το 1932, μη μπορώντας να αντέξει τη μεγαλύτερη επιτυχία της Jill στο μεγάλο τραπέζι του Hollywood, την πήρε από την California στο peek της καριέρας της και επέστρεψαν στην Αγγλία για να εστιάσει στη δική του φιλοδοξία.
Αν αφήσουμε στην άκρη το σχεδόν εριστικά εγωιστικό κομμάτι αυτής της απόφασης, ο Olivier είχε δίκιο. Με την επιστροφή του στην Αγγλία και τον προσανατολισμό του καθαρά στο θέατρο, είχε τον χώρο και τον χρόνο να αποδείξει σε όλους πόσο λάθος έκαναν που δεν τον πίστεψαν στα πρώτα του βήματα. Η ερμηνεία του στον ρόλο του Ρωμαίου υπνώτισε το κοινό. Μέχρι και η Judy Gampbell περιέγραφε την εμπειρία σαν να ήταν ένα κορίτσι στην εφηβεία που ερωτεύτηκε για πρώτη φορά. «Ήταν το πιο όμορφο, υπέροχο πράγμα που είχες δει. Φυσικά κι αν ήσουν η Ιουλιέτα, θα ήσουν τρελή για εκείνον». H Leigh έκανε κάτι διαφορετικό. Μπήκε στο καμαρίνι, του έδωσε ένα φιλί στον ώμο και εξαφανίστηκε.
Τότε, η Leigh άρχισε να πλησιάζει τους παραγωγούς των ταινιών για να τους πείσει να τη βάλουν στο ίδιο cast με τον Olivier. Θα έλεγε κανείς ότι έπαθε εμμονή με τον γοητευτικό ηθοποιό (σ.σ. Ο παππούς μου πάντα τον αποκαλούσε «εκνευριστικά ωραίο τύπο που έριχνε όλες τις γυναίκες χωρίς καν να τις γνωρίσει»). Ότι ήταν τόσο σίγουρη για τη συνέχεια που όλα τα υπόλοιπα ήταν διαδικαστικά. Και τα κατάφερε. Στα γυρίσματα της ταινίας Fire Over England όλο το cast και το συνεργείο είχε καταλάβει τι συνέβαινε ανάμεσά τους. Τους έβλεπαν να τριγυρνάνε και να αγκαλιάζονται από σημείο σε σημείο. Μετά, δεν υπήρχε επιστροφή.
«Ξύπνησα τρελός από επιθυμία για εσένα, αγάπη μου… Ω Θεέ μου, πόσο πολύ σε ήθελα», γράφει ο Olivier σε ένα από τα γράμματα που της έστειλε.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Olivier βρισκόταν για διακοπές στο Capri μαζί με την Esmond. Απροκάλυπτα, η Leigh εμφανίστηκε δήθεν τυχαία. Πλέον, οι δύο εραστές είχαν χάσει οποιοδήποτε ψήγμα ηθικής είχε απομείνει. Όπως χαρακτηριστικά έχει πει ο ηθοποιός «έκαναν έρωτα σχεδόν μέσα στο οπτικό πεδίο της Jill», αδιαφορώντας όχι μόνο για τα συναισθήματά της, αλλά και για τα πολύ τυπικά. Λίγο μετά, πήραν την απόφαση να αφήσουν τους συζύγους και μαζί με αυτούς τα παιδιά τους και να ζήσουν τον έρωτά τους χωρίς να ενδιαφέρονται για κανέναν. Ούτε και για εκείνους που έπρεπε.
«Αν αγαπούσαμε ο ένας τον άλλον μόνο με τα σώματά μας υποθέτω ότι θα ήταν εντάξει. Σ’ αγαπάω πολύ περισσότερο από αυτό. Σ’ αγαπάω με τα πάντα με κάποιον τρόπο , με ένα ειδικό είδος ψυχής»
To 1939, o Olivier κατάφερε να πάρει τον ρόλο του Heathcliff στην ταινία Weathering Heights. Παραδόξως, αυτό που ένιωθαν ήταν τόσο δυνατό που τίποτα δεν μπορούσε να τι υπερνικήσει, εκτός από την προσωπική τους φιλοδοξία. Στο άκουσμα ενός τόσο κλασικού ρόλου, η Leigh άρχισε να ψάχνει μανιωδώς κάποιον που να μπορέσει να τον ξεπεράσει. Ο Alfred Adler (σ.σ. Αυστριακός γιατρός και ψυχολόγος) μάλλον θα το κατηγοριοποιούσε ως κόμπλεξ ανωτερότητας για να ξεπεράσουν το κόμπλεξ κατωτερότητας που τους συνόδευε από τη γέννησή τους. Φαντάζομαι ότι πρέπει να ήταν δύσκολο στη Leigh να βλέπει τόσο κοντά της την επιτυχία και να μην την έχει. Όπως ακριβώς συνέβη όταν ο Olivier ένιωσε το ίδιο με την Esmond. Κατά έναν τρόπο ο ένας βρήκε στον άλλον ένα αντίγραφο του εαυτού του. Και μέσα σε όλα αυτά σε κάνει να αναρωτιέσαι… Αυτό που ένιωθαν ήταν τελικά αγάπη ή μήπως ένας πόθος που σταματούσε εκεί που η εκπλήρωση του «εγώ» και η απειλή της προσωπική τους μεγαλομανίας άρχισε να εμφανίζεται;
Μετά το Όσκαρ της Leigh, το ζευγάρι άρχισε να παίζει τακτικά μαζί σε ταινίες. Ίσως για τον φανερά, όσο περνούσε ο καιρός, επιλεκτικό Olivier, η βράβευση να την ανύψωσε στα μάτια του σε υποκριτικό επίπεδο. Η επιστροφή από το Hollywood στην Αγγλία το 1944, όμως, αποδείχτηκε κακός οιωνός. Η Leigh έπαθε φυματίωση και πέρασε πολλές εβδομάδες στο νοσοκομείο. Ο επί τέσσερα χρόνια σύζυγός της κατατάγηκε στους πεζοναύτες και δεν μπορούσε να είναι κοντά της.
«Σε παρακαλώ, άγγελέ μου, στείλε μου τι είπε ο γιατρός και, αν είναι δυνατόν, ζήτησέ του να στείλει και σε εμένα μία αναφορά. Είσαι το μόνο άτομο στον κόσμο που μπορεί να κάνει τον αδιανόητα εγωιστικό εαυτό μου να αγαπήσει κάποιον περισσότερο από εμένα»
Η αποβολή της Leigh στα γυρίσματα του Caesar and Cleopatra το 1945 αποτέλεσε την αρχή της καθοδικής της πορείας, μία πτώση που αναμενόμενα είχε άμεσο αντίκτυπο στη σχέση της με τον Olivier. Η βαριά κατάθλιψη έδωσε τη θέση της σε πολλαπλά διπολικά επεισόδια. Ενίοτε έπεφτε στο πάτωμα και ξεσπούσε σε υστερικό κλάμα. Μερικές μέρες βρισκόταν σε υπερένταση και άλλες δυσκολευόταν και να σηκωθεί από το κρεβάτι. Στα μάτια των σκηνοθετών και των παραγωγών είχε δημιουργήσει την εντύπωση της «δύσκολης» ηθοποιού. Το ίδιο και στα μάτια του συζύγου της. Αποκορύφωμα, όταν ο Olivier σε ένα από τα επεισόδιά της, τη χαστούκισε δημόσια και εκείνη ανταπέδωσε.
Η φθορά της ψυχικής υγείας της Leigh και του γάμου τους ήταν πια ένα κοινό μυστικό που δεν ήθελαν να παραδεχτούν. Φήμες περί απιστιών (σ.σ. Βέβαια, με απιστία ξεκίνησε η σχέση τους, οπότε, προσωπικά καμία έκπληξη δε νιώθω που αυτή ήταν και η κατάληξή της) γρήγορα άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους για την ηθοποιό που πια έφτανε στα επίπεδα του ανεξέλεγκτου. Ο Olivier παρότι γνώριζε τα πάντα, αποφάσισε να το παλέψει.
Η δεύτερη αποβολή της Leigh to 1956 ήταν η ταφόπλακα του γάμου τους. Ούτε εκείνη μπορούσε να αντέξει τη δεύτερη βαριά κατάθλιψη που έπαθε μετά την απώλεια άλλου ενός μωρού, ούτε και ο γάμος τους. Τα υστερικά της ξεσπάσματα κατά τη διάρκεια της περιοδεία του Olivier για τον Τίτο Ανδρόνικο είχαν γίνει πια αφόρητα. Το 1958, η σχέση τους είχε πια τελειώσει, με τη Leigh να έχει βρει παρηγοριά στον ηθοποιό Jack Merivale και τον Olivier στην ηθοποιό Joan Plowright.
Το 1967, η φυματίωση επιδεινώθηκε ραγδαία. Ένα βράδυ, οι πνεύμονές της γέμισαν υγρό και κατέρρευσε μόλις σηκώθηκε από το κρεβάτι με τον πλέον σύζυγό της, Merivale, στο διπλανό δωμάτιο. Παρά τα όσα είχαν περάσει, ο Olivier παράτησε τη θεραπεία για καρκίνο στον προστάτη που έκανε στο νοσοκομείο St. Thomas στο Λονδίνο για να βρεθεί κοντά της. Σύμφωνα με τη βιογραφία που έγραψε ο Terry Colman, «καθόταν και προσευχόταν για συγχώρεση για όλα τα κακά που είχαν μπει ανάμεσά τους». Λίγο πριν τον θάνατό του το 1989, ο Olivier παρακολουθούσε μία ταινία της Leigh και είπε: «Αυτό, αυτό ήταν αγάπη».