Γυρίζουμε τον χρόνο πίσω 30 χρόνια περίπου, στα γυρίσματα των Goodfellas. O Martin Scorsese έχει στα χέρια του ένα από τα καλύτερα σενάρια με θέμα τη νεοϋορκέζικη μαφία το οποίο βασίζεται σε πραγματική ιστορία. Μια ιστορία χωρίς το λούστρο που συνοδεύει πολλές άλλες ιστορίες δόξας, χρημάτων και ενός υποτιθέμενου κώδικα τιμής. Οι πραγματικές ιστορίες δεν έχουν λαμπερούς ήρωες. Η φήμη είναι πρόσκαιρη, τα λεφτά δανεικά από ένα αβέβαιο μέλλον και η δόξα ένα παραπροϊόν ενός, έτσι κι αλλιώς, εκβιαστικού τρόπου ζωής. Το τρίπτυχο θάνατος, φυλακή, πληροφοριοδότης είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποφευχθεί μακροπρόθεσμα για οποιονδήποτε εμπλεκόμενο. Όχι, η ιστορία του Ray Liotta δεν έχει τοσο δυσοίωνο τέλος όπως του Henry Hill, αλλά μοιάζουν πολύ στην προσπάθειά τους, μπορεί και στην έλλειψή αυτής, να κατακτήσουν τη δόξα.
Ο Scorsese μοιάζει κυνηγημένος από κάποιου είδους χολυγουντιανή κατάρα που δεν τον έχει αφήσει να πάρει τα Oscar τα οποία άξιζαν οι ταινίες του. Κακό timing ή η αμοιβαία καχυποψία μεταξύ των δύο ακτών της Αμερικής; Μιας και η εμμονή του σκηνοθέτη με την Νέα Υόρκη τον αποξένωνε από το κινηματογραφικό κατεστημένο της Καλιφόρνιας. Δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία γιατί το Goodfellas, αν δεν είναι η καλύτερή του, είναι σίγουρα μέσα στην τριάδα των καλύτερων ταινιών του για τον οποιονδήποτε. Η άλλη εμμονή του Scorsese είναι η διαχείριση του cast. Είναι γνωστό ότι του αρέσει να δουλεύει με μία σφιχτή ομάδα με τους ηθοποιούς να ανακυκλώνονται. Υπάρχουν μεγάλα ονόματα που έχουν γυρίσει περισσότερες ταινίες με τον Scorsese παρά με όλους τους υπόλοιπους σκηνοθέτες που έχουν συνεργαστεί αθροιστικά. Με τόσο «σκληρή πόρτα» είναι λογικό επακόλουθο ότι όποιος μπαίνει για πρώτη φορά και κάνει καλά τη δουλειά, να γίνεται μέλος ενός εργασιακού ratpack (pun intended) και να μη φεύγει ποτέ από αυτό. Και τότε πως τα κατάφερε ο Ray Liotta; Ήταν ανάμεσα στον Robert De Niro και τον Joe Pesci, έπαιξε καλά θα μπορούσε να παίξει στο Departed και στο Irishman με τεράστια άνεση, κι όμως δεν. Σαν τον φοιτητή που μόλις έχει γράψει το πεντάρι όταν δίνει μάθημα και λέει, ώπα καλά είμαι εδώ, πάω να την κάνω.
Μετά από αυτό το επίτευγμα καριέρας ο Liotta όχι μόνο δεν συνέχισε να δουλεύει με τον Scorsese, αλλά δεν έκανε και κάτι άλλο αξιοσημείωτο. Δεν εξαφανίστηκε ακριβώς, απλά έκανε μερικές σποραδικές εμφανίσεις και ποτέ δεν εξελίχθηκε σε κινηματογραφικό αστέρα. Ο λόγος για τον οποίο συνέβη αυτό είναι ένα κράμα ατυχίας, κακού timing και κακών επιλογών. Για παράδειγμα του είχε προταθεί να υποδυθεί τον Batman. Ο Tim Burton τον είχε προσέξει στο Something Wild το 1986 και σκέφτηκε πως ήταν ιδανικός για τον ρόλο του σκοτεινού υπερήρωα. Είδε στον Liotta τα χαρακτηριστικά που θα έβγαζαν τον Batman από τον σωρό των εξωπραγματικών και μυωδών υπερηρώων και τον φέρει στον κόσμο των τρωτών ανθρώπων. Δυστυχώς τότε οι θεωρούνταν ακόμα παιδικές και οι μόνοι ενήλικες στις αίθουσες ήταν οι γονείς και κηδεμόνες των πραγματικών θεατών. Τελικά ο Burton στράφηκε στον Keaton και με τον Jack Nicholson ως Joker έκαναν την πρώτη ρωγμή στο στερεότυπο. Αν ο Liotta ήταν πιο διορατικός κι εμπιστευόταν το όραμα του Burton, όχι μόνο θα ήταν πρωταγωνιστής σε μία κορυφαία ταινία, αλλά θα ήταν κομμάτι μιας τομής στην ιστορία του κινηματογράφου. Χωρίς αυτή τη ρωγμή, ίσως να μην είχε γυριστεί ποτέ η αντίστοιχη τριλογία του Christopher Nolan και όλη αυτή η χιονοστιβάδα υπερηρωικών ταινιών που ακολούθησε. Όλοι έχουν κάνει μία λάθος επιλογή, ή μία λάθος απόρριψη ρόλου στην συγκεκριμένη περίπτωση, αλλά ο Liotta δεν έμεινε εκεί επιβεβαιώνοντας ότι το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού.
Του δόθηκε η επιλογή να αποτινάξει από πάνω τη σκιά του τύπου που έκανε το one hit wonder του Goodfellas εκμεταλλευόμενος ταυτόχρονα την εμπειρία του στο είδος. Του πρότειναν να γίνει ο πρωταγωνιστής των Sopranos με τον ρόλο του Tony και είπε και σε αυτή την περίπτωση όχι. Επικαλέστηκε διάφορες δικαιολογίες του στυλ ότι ήταν μεγάλη δέσμευση να υπογράψει ένα πολυετές συμβόλαιο και δεν ένιωθε άνετα με αυτό ή ότι δεν ήθελε να γυρίσει πίσω στην τηλεόραση και θα προτιμούσε να αφοσιωθεί στον κινηματογράφο. Αν όντως είχε αφοσιωθεί στον κινηματογράφο θα το βλέπαμε, αλλά μάλλον ήταν κι αυτή μια ευκαιριακή δικαιολογία. Για δεύτερη φορά όχι μόνο αρνήθηκε έναν μεγάλο πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά έχασε την ευκαιρία να συμμετάσχει σε ένα ακόμα ιστορικό γεγονός. Οι Sopranos δεν ήταν απλά μία από τις καλύτερες τηλεοπτικές σειρές όλων των εποχών. Διέλυσαν τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ κινηματογράφου και τηλεόρασης που ήθελε τον κινηματογράφο να υπηρετεί την ψυχαγωγία και την τηλεόραση τη διασκέδαση.
Για άλλη μία φορά ο Liotta δεν ήταν καθόλου διορατικός ώστε να δει το προοίμιο μιας επανάστασης και να μπει στον αγώνα. Ακούστηκε ότι είχε μια δεύτερη ευκαιρία με τους Sopranos και να μπει στο prequel που θα βγει σε λίγους μήνες, το Saints of Newark. Κανείς δεν έμαθε ποτέ γιατί ναυάγησε και αυτή η συνεργασία, αλλά όλοι υποπτεύονται τον δύστροπο Ray. Μία δεύτερη ευκαιρία είχε και με τον Scorsese, φυσικά δεν προχώρησε ούτε κι αυτή. Ο Martin θεώρησε ότι ήταν ιδανικός να επανέλθει με το Departed, ο Liotta δυστυχώς είχε υπογράψει κάτι άλλο και ήταν δεσμευμένος. Τον ρόλο τελικά πήρε ο Jack Nicholson επιβεβαιώνοντας μια περίεργα καρμική σχέση μεταξύ των δύο αντρών.
Αν οι κακές επαγγελματικές επιλογές ήταν το φόρτε του, η διαχείριση της δημόσιας εικόνας του ήταν ακόμα χειρότερη. Με δεδομένη την αγάπη του να κάνει δύο φορές το ίδιο λάθος, δυστυχώς αυτό το έκανε και με δύο τηλεοπτικές συνεντεύξεις του. Η πρώτη ήταν σε μια πρωινή εκπομπή στην Αγγλία όπου είχε πάει να προμοτάρει το Shades of Blue και ήταν εμφανώς μεθυσμένος κάνοντας διάφορα ακατάληπτα πράγματα. Λίγο αργότερα σε μία άλλη συνέντευξη απαντώντας στην ερώτηση για το ποιοι είναι οι αγαπημένοι του σκηνοθέτες με τους οποίους θα ήθελε να συνεργαστεί, έδωσε τη χειρότερη δυνατή απάντηση από μία σειρά κακών απαντήσεων που θα μπορούσε να δώσει. Εν μέσω της καταιγίδας του κινήματος του #metoo είπε πως θα ήθελε να συνεργαστεί με τον Woody Allen. Εκείνη την εποχή ο Allen δεν είχε να διαχειριστεί μόνο το γεγονός ότι παντρεύτηκε τη θετή του κόρη, αλλά και τις κατηγορίες για σεξουαλικές επιθέσεις από την Dylan Farrow. Σε ερώτηση του δημοσιογράφου για τις κατηγορίες αυτές, ο Liotta εντελώς αυτοκαταστροφικά και χωρίς ίχνος ενστίκτου επαγγελματικής αυτοσυντήρησης (πέρα από την παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης) υποστήριξε τον Woody Allen βάζοντας το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της όποιας επανόδου του.
Ο Ray Liotta δεν ήταν ούτε ο πρώτος και σίγουρα δεν θα είναι ούτε ο τελευταίος που θα τον ορίζουν πάντα με γνώμονα από έναν και μόνο ρόλο, είναι κάτι που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν όσοι έπαιξαν σε μεγάλα cult φαινόμενα, από τον James Bond μέχρι τα Star Wars. Ο Ray Liotta όμως ήταν ο πρώτος που άφησε έναν ρόλο να τον καταφάει εσωτερικά και αυτό τον κάνει πρώτο και μοναδικό. Αυτοκαταστροφικό, αλλά τουλάχιστον σε αυτό ήταν κάτι πρώτος και μοναδικός.