Το «καταραμένο 2020», μας πήρε πολλούς ανθρώπους, πολλά πράγματα, συναισθήματα, συνήθειες, απολαύσεις και κομμάτια της ζωής μας και της ψυχής μας. Μας πήρε - άγνωστο για πόσο - το συναισθηματικό δέσιμο με τους ανθρώπους, την αγκαλιά, το φλερτ, την ανεμελιά και την παρέα. Μας πήρε δουλειές και θέσεις εργασίας, μας πήρε την «κανονική μας ζωή» όπως την είχαμε δομήσει στο μυαλό μας και την αντικατέστησε με την αβεβαιότητα. Μας πήρε την αξιοπρέπεια και στη θέση της έβαλε την ανάγκη για βοήθεια - από το κράτος, από την Ε.Ε., από συγγενείς, από φίλους. Μας πήρε πολλά κι ακόμα δεν έχει φύγει. Και κανείς δεν ξέρει αν η επόμενη χρονιά θα μας φέρει πίσω κάποια από τα πράγματα που μας στέρησε η προηγούμενη.
Πάνω απ' όλα, ήταν, είναι και πρέπει να είναι η ανθρώπινη ζωή. Άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έχασαν και χάνουν δικούς τους ανθρώπους, οι αρνητές του κορωνοϊού λιγοστεύουν όσο ο ιός χτυπά πλέον και τη δική τους πόρτα, αυτοί που φεύγουν από τη ζωή δεν είναι αποκλειστικά ηλικιωμένοι με υποκείμενα νοσήματα, άνθρωποι με «κοντινή ημερομηνία λήξης», αλλά και άνθρωποι μικρότερων ηλικιών. Και φυσικά, ο κόσμος που χάνει τη ζωή του, δεν πεθαίνει αποκλειστικά από τον κορωνοϊό - το θανατικό συνεχίζει να κάνει με συνέπεια τη μακάβρια «δουλειά του».
Μια από τις πιο δυνατές απώλειες της χρονιάς, σε παγκόσμιο επίπεδο, με αντίκτυπο σε μικρούς και μεγάλους, που σκόρπισε θλίψη όχι μόνο στην Αργεντινή όπου γεννήθηκε ή στη Νάπολι όπου λατρεύτηκε, ήταν αυτή του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα. Για λόγους που φυσικά δεν έχει νόημα να (ξανα)συζητήσουμε. Κόσμος έκλαψε, συγκινήθηκε, διαλύθηκε πραγματικά, ένιωσε να πεθαίνει μαζί με το Ντιέγκο ένα κομμάτι του ποδοσφαίρου, η παιδική του ηλικία, η ανεμελιά, η αλάνα, σκίστηκε η ψυχή του στα δυο. Χωρίς να γνωρίζει προσωπικά το Ντιέγκο, αλλά ταυτόχρονα «γνωρίζοντάς τον» πολύ καλά. Χωρίς να νοιάζεται για την προσωπική του ζωή, τις καταχρήσεις, τα ναρκωτικά, το αν ήταν «καλό» ή «κακό» πρότυπο, αλλά για τα συναισθήματα, τη χαρά, την πλήρωση που ένιωσε όταν ο Ντιέγκο έκανε αυτά που έκανε.
PHOTO GALLERY
Κι όμως, ακόμα κάποιοι (και δεν είναι λίγοι) αναρωτιούνται «πώς μπορείς να κλαις για τον θάνατο κάποιου που δεν γνώρισες;» «Μήπως είσαι υπερβολικός;» «Καλά, πώς κάνεις έτσι; Πατέρας σου ήταν;» «Μήπως να χαλαρώσουμε λίγο;» Λες και υπάρχει κάποιο θλιψόμετρο, λες και υπάρχει ένα μπουτόν που το ανοίγεις και το κλείνεις όποτε θες και καθορίζει τα επίπεδα του πόνου που νιώθεις. Θα σου πω εγώ πώς μπορείς να κλαις, να θλίβεσαι, να συνθλίβεσαι για κάποιον «που δεν γνώρισες ποτέ»: τον γνώρισες, μέσα από την διαδρομή του, την καριέρα του, την τέχνη του. Τον Καζαντζίδη, τον Μητροπάνο, τον Παντελίδη - βάλε όποιον θες. Τον Άιρτον Σένα ή τον Ντιέγκο Μαραντόνα. Τον Ανδρέα Παπανδρέου ή τον Στίβεν Χόκινγκ. Τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ή τον Τζορτζ Φλόιντ, τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο, το Σον Κόνερι ή τον Τσάντγουικ Μπόουζμαν - η λίστα είναι ατέλειωτη, απλά παραθέτω πρόχειρα μερικά ονόματα. Αλλά ο οποιοσδήποτε μπορεί με τον τρόπο του να έχει μιλήσει στην ψυχή σου με τέτοιον τρόπο, που να βιώνεις την απώλεια σαν να έχασες πραγματικά έναν άνθρωπο από το στενό συγγενικό σου περιβάλλον.
Μπορεί να ήταν τα τραγούδια του που σε συντρόφεψαν σε μια δύσκολη περίοδο της ζωής σου. Τα κηρύγματά του από τον άμβωνα, ένα σπουδαίο γκολ, μια ερμηνεία στον κινηματογράφο που δεν θα ξεχάσεις. Ένας πύρινος προεκλογικός λόγος σε ένα μπαλκόνι, ένα βιβλίο που σε ταξίδεψε μακριά ή μια ταινία για τη ζωή του που σε έκανε να δεις τη δική σου λίγο διαφορετικά. Ο τρόπος που έζησε ή ακόμα και ο τρόπος που «έφυγε». Το τι έδωσε και τι ακόμα θα μπορούσε να δώσει αν ζούσε. Ο τρόπος που επηρρέασε τους ανθρώπους, τους έκανε καλύτερους ή χαρούμενους μόνο και μόνο επειδή υπήρχε, επειδή «έκανε τη δουλειά του». Και το πόσο «φτωχό» νιώθεις πλέον τον κόσμο που ζεις, επειδή εκείνος ή εκείνη έφυγε από τη ζωή.
Επειδή αυτό το άρθρο γράφτηκε με αφορμή το θάνατο του Μαραντόνα, θα κλείσω λέγοντας κάτι σχετικό με εκείνον: δεν είχαν πολλοί άνθρωποι το χάρισμα, τη λάμψη, το «άγγιγμα» αυτού του ανθρώπου, που ξεκίνησε από μια φτωχογειτονιά στα περίχωρα του Μπουένος Άιρες, ανέβηκε στην κορυφή του κόσμου και στη συνέχεια βούτηξε στο κενό. Και μέσα σε όλα τα στραβά του, τα λάθη του τα πάθη του, έδωσε ελπίδα και χαμόγελο σε ένα σωρό ανθρώπους, φτωχούς και κατατρεγμένους, απόκληρους της ζωής, ότι τα όνειρα καμιά φορά μπορούν να πραγματοποιηθούν. Ότι το αδύνατον γίνεται δυνατόν. Ακόμα και με την αυτοκαταστροφή του, μπορεί να «δίδαξε» ένα σωρό ανθρώπους για το πώς «πρέπει» ή μπορούν να διαχειριστούν την (όποια) επιτυχία. Κι αυτό, από μόνο του, είναι ένας πολύ σοβαρός λόγος να πενθήσεις το χαμό του, σαν να έχασες έναν πολύ κοντινό, πολύ δικό σου άνθρωπο.
PHOTO GALLERY