Η χθεσινή ημέρα ήταν μια τραγική μέρα για τις Ένοπλες Δυνάμεις. 4 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά την πτώση ενός ελικοπτέρου Χιούι στον Σαραντάπορο Ελασσόνας και ένας γλίτωσε από θαύμα. Τέσσερις άνθρωποι ξεκίνησαν το πρωί για την εργασία τους και δεν επέστρεψαν ποτέ στα σπίτια τους. Προφανώς, το να υπηρετείς στην Ένοπλες Δυνάμεις συνεπάγεται κινδύνους –δεν είναι το ίδιο με δουλειά γραφείου. Από την άλλη, η απώλεια θα είναι πάντα απώλεια, ανείπωτη και αγιάτρευτη για τους δικούς τους ανθρώπους, ειδικά όταν μιλάμε για ένα δυστύχημα σε καιρό ειρήνης και στη διάρκεια μιας πτήσης ρουτίνας.
Πριν εφτά χρόνια, η θητεία μου με είχε φέρει σε ένα από τα 3 στρατόπεδα της Αεροπορίας Στρατού, σε αυτό στην Πάχη Μέγαρων, ένα μικρό λιμανάκι που έμοιαζε λες και είχε μείνει ακόμα στη δεκαετία του ’70. Για εμάς εκεί, στελέχη και οπλίτες, το να σηκώνονται και να περνάνε πάνω από τα κεφάλια μας τα ελικόπτερα για πτήσεις ήταν η ρουτίνα. Εκπαιδευτικές πτήσεις, νυχτερινές πτήσεις, πτήσεις στο πλαίσιο ασκήσεων – αυτή ήταν η καθημερινότητα του στρατοπέδου. Δεν χρειαζόσουν περισσότερο από δύο εβδομάδες για να μάθεις να ξεχωρίζεις το διαφορετικό ήχο κάθε τύπου ελικοπτέρου, το άκουγες και καταλάβαινες χωρίς να το βλέπεις αν είναι Χιούι, Απάτσι ή Σινούκ.
Αν σου έλεγαν να διαλέξεις μία μέρα η οποία θα συνόψιζε όλη την κανονικότητα των παραπάνω, μία μέρα όπου θα στοιχημάτιζες ότι θα ήταν «μια ακόμα μέρα στο στρατόπεδο με λίγη δουλειά γραφείου το πρωί και έπειτα σκοπιά, μία μέρα που η έντασή της δεν θα δεν θα ξεπερνούσε την ένταση που νιώθεις ένας βίσωνας όταν στηλώνει το βλέμμα ίσια μπροστά, για πέντε ώρες, στην αχανή σαβάνα, χωρίς το παραμικρή υπόνοια ζωής να έχει κάνει την εμφάνισή της, αν έπρεπε να κυκλώσεις αυτή τη μέρα, θα ήταν η προτελευταία μέρα του Ιουλίου του 2010. Στο γραφείο ήμασταν ήδη λιγότεροι λόγω των αδειών, οι συζητήσεις ανάμεσα στη δουλειά είχαν να κάνουν με διακοπές, άδειες και, για κάποιο λόγο, φίλτρα νερού. Όλα κυλούσαν όπως έπρεπε να κυλήσουν για να ξεχάσεις αυτή τη μέρα πριν ακόμα δύσει ο ήλιος.
Μόλις είχα τελειώσει την δουλειά του γραφείου και έπρεπε να πάω στο τάγμα για να ετοιμαστώ για τη φρουρά. Λόγω της έκτασης του στρατοπέδου, οι μετακινήσεις γίνονταν με Καναδέζα. Καθισμένος στη καρότσα περνούσε μπροστά από τα μάτια μου αυτό το δρομολόγιο που είχα κάνει εκατοντάδες φορές και θα έκανα άλλες τόσες. Καύσιμα, Πύλη, Πυρομαχικά, Πύργος. Δεν χρειαζόταν καν να κοιτάς έξω για να καταλάβεις που βρίσκεσαι, αρκεί να μετρούσες τη στάσεις. Οι εικόνες περνούσαν από τα μάτια μου, αλλά ήταν λες και το οπτικό ερέθισμα δεν έφτανε στον εγκέφαλο. Ως «τυπικός» Έλληνας στρατιώτης σε αυτά τα πέντε-δέκα λεπτά της διαδρομής, σκεφτόμουν τι φαγητό έχει και αν θα έρθει διαταγή να μην φοράμε χιτώνιο στην σκοπιά λόγω καύσωνα. Μόνο το αεράκι που σου χτυπούσε στο πρόσωπο σε επανέφερε κάθε τόσο στην πραγματικότητα.
Ήταν ένας πηχτός, μαύρος καπνός κάπου στα αριστερά στο γαλάζιο κάδρο του αττικού ουρανού. Εμφανίστηκε ξαφνικά, αλλά επειδή δεν είχαμε και το μυαλό μας πολύ στο τι γίνεται έξω δεν ήμασταν και τόσο σίγουροι για αυτό το ξαφνικά. Πιστέψαμε ότι θα ήταν κάποια φωτιά από ελαστικά και χάλκινα καλώδια που πολύ συχνά καίγονταν σε κοντινή απόσταση από το στρατόπεδο. Στη χειρότερη να ήταν μια μικρή φωτιά , το οποίο θα σήμαινε ότι μαζί με την κινητοποίηση της πυροσβεστικής, θα πήγαιναν για καλό και για κακό μερικοί από εμάς, προοπτική που ουδείς στην Καναδέζα αντιμετώπισε με ενθουσιασμό.
Καθώς τα σχόλια μας άρχισαν να καλύπτουν τον ήχο του κινητήρα του οχήματος, έξω συνέβαινε η εντελώς αντίθεση διαδικασία. Χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, ένα ψυχρό κύμα σιωπής σάρωνε τα πάντα. Ξεκίνησε από τον αεροδιάδρομο, πέρασε από το πρώτα υπόστεγα, έδωσε ένα μακάβριο άγγιγμα στις συστάδες των δέντρων, τρύπωσε στους διαδρόμους των γραφείων, και έπεσε με ορμή πάνω στην πύλη για να συνεχίσει προς την εθνική οδό. Το μόνο που ακουσίως του αντιστεκόταν ήταν η δική μας Καναδέζα. Μόλις φτάσαμε στο λόχο και έσβησε ο κινητήρας, ερχόσουν αντιμέτωπος με μια εντελώς απόκοσμη εμπειρία, αυτή της απόλυτης και εκκωφαντικής σιωπής.
Τα νέα μας βρήκαν εκεί. Συνετρίβη ελικόπτερο στον αεροδιάδρομο.
10 λεπτά. Τόσο κράτησε η απόλυτη σιωπή. Μόνο τα πουλιά και τζιτζίκια είχαν εκείνη την ώρα να πουν κάτι για την καταστροφή σε μια γλώσσα που φυσικά κανείς μας δεν καταλάβαινε. Εκτός από αυτά, το μόνο που ακουγόταν ήταν τα αυτοκίνητα που διέσχιζαν λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά την εθνική καθώς και ήχος από τις σειρήνες από τα πυροσβεστικά οχήματα και τα ασθενοφόρα. Ήχος που δυνάμωνε σταδιακά, μέχρι που τον άκουγες ξεκάθαρα και στη συνέχεια δεν τον άκουγες μόνο, τον έβλεπες. Έβλεπες τις κόκκινες και μπλε σειρήνες να περνάνε την πύλη και σταθμεύουν στον αεροδιάδρομο.
Έπειτα, άρχισαν να φτάνουν κομματιαστά οι πληροφορίες. Απάτσι, δύο χειριστές νεκροί. Τα στελέχη που χαιρετούσες στην πύλη κάθε πρωί. Τα στελέχη που μπορεί να είχες σιχτιρίσει από μέσα για καμιά καμπάνα. Τα στελέχη που πετούσαν με το ελικόπτερο και για ένα έλεγχο μετά από συντήρηση, όπως είχαν κάνει χιλιάδες στελέχη πριν από αυτούς και όπως θα έκαναν χιλιάδες μετά από αυτούς.
photo credit: Marion Houtman
Η συνέχεια ήταν η προβλεπόμενη, μα αυτό δεν την καθιστούσε λιγότερο μακάβρια. Μια φρουρά στάλθηκε για να φυλάει την περιοχή του δυστυχήματος, ενώ τα συντρίμμια ακόμα σιγόκαιαν. Οι ώρες μέχρι να γίνει αποκομιδή των σορών ήταν πραγματικά δύσκολες.
Για τις επόμενες δύο μέρες, μέχρι να εξεταστούν τα συντρίμμια, να γίνει η έρευνα στο χώρο του δυστυχήματος και όλα αυτά που έπονται ενός τέτοιου δυστυχήματος, εκεί στην άκρη του αεροδιαδρόμου ερχόσουν αντιμέτωπος με μια διαρκή και μακάβρια υπενθύμιση για το πόσο πολύ η ζωή μας μοιάζει με αυτό το πούπουλο του Φόρεστ Γκαμπ που ταξίδευε εδώ κα εκεί, όπως το έπαιρνε ο άνεμος. Μια υπενθύμιση που στο δικό μου το μυαλό θα έχει πάντα μια πολύ συγκεκριμένη μυρωδιά: ιδρώτα, λιωμένη πίσσα, καμένα μέταλλα και καύσιμο.