Διονύσης Παπαγιαννόπουλος: Ένας ήρωας που ήθελε να κάνει τον σταυρό του

Αποδίδουμε τιμή σε έναν άνθρωπο που τίμησε τις ρίζες του, την χώρα του και ό,τι πραγματικά αγάπησε.

Ένας ψαράς, ένας δάσκαλος, ένας ιερέας, ένα ποδοσφαιρικό ατύχημα και μια γυναίκα έμελλε να σημαδέψουν για πάντα την μύτη, αλλά και την ανυπέρβλητη πορεία του Διονύση Παπαγιαννόπουλου προς την κορυφή της υποκριτικής.  Να σημαδέψουν για πάντα την πορεία το «Νιόνιου» προς τις καρδιές όλων μας. Ελάχιστοι άνθρωποι θα μπορούσαν να πετύχουν όσα πέτυχε. Ελάχιστοι θα είχαν τα αποθέματα ψυχής που είχε ο ίδιος για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, απέναντι σε τόσες δυσκολίες.

Υπεραθλητής και ζωγράφος

Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος γεννήθηκε στο Διακοφτό Αχαίας στις 12 Ιουλίου του 1912 και από μικρό παιδί έδειχνε να έχει ένα αστείρευτο ταλέντο. Φανατικός οπαδός του Παναθηναϊκού ξεκίνησε όπως όλα τα παιδιά. Με τον πρώτο του έρωτα. Το ποδόσφαιρο. Του άρεσε να παίζει μέσα δεξιά και έδειχνε ότι το… κατείχε το τόπι. Μια μέρα όμως σε ένα παιχνίδια απέναντι σε Άγγλους στρατιώτες που είχαν βρεθεί στο Διακοφτό η μπάλα βρήκε πολύ δυνατά το πρόσωπό του, του αλλοίωσε την μύτη και τον ανάγκασε να ζει με έντονους πονοκεφάλους μέχρι το τέλος της ζωής του. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που ασχολήθηκε με την πέτσινη μπάλα και αποφάσισε να κάνει στροφή προς τον στίβο.  Ασχολήθηκε με το ακόντιο και το άλμα εις ύψος μέχρι που τελικώς τον κέρδισε η ζωγραφική. Ήταν τόσο καλός που ο Γιάννης Σπυρόπουλος του είχε πει «Νιόνο αν συνεχίσεις έτσι θα χάσω την δουλειά μου».

 

Το πρώτο θεατρικό σκίρτημα

 Όπως είναι φυσιολογικό στο Διακοφτό ήταν πολύ δύσκολο για τον οποιονδήποτε να ασχοληθεί με το θέατρο. Καλά-καλά να το γνωρίσει, όχι να ασχοληθεί. Όμως στην τελευταία τάξη του γυμνασίου στο χωριό ήρθε ένας καινούριος δάσκαλος. Ένας νεοτεριστής ο οποίος αφού κατήργησε την καθαρεύουσα και καθιέρωσε την δημοτική μίλησε στους μαθητές του για το θέατρο. Και να το πρώτο… σκίρτημα. Στην πρώτη παράσταση του σχολείου ο Παπαγιαννόπουλος είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και ήταν απολαυστικός. Μάλιστα μετά το τέλος της παράστασης όλοι οι συμμαθητές έτρεξαν να τον συγχαρούν και μία συμμαθήτρια έτρεξε να τον φιλήσει. Αυτό ήταν. «Θα παίζω κάθε βράδυ για να την κάνω να έρχεται να με φιλάει συνέχεια» είπε και βρήκε και ένα έξτρα κίνητρο.

 

Ο ψαράς που τον έκανε να αγαπήσει τους Αρχαίους

Πέραν του Παναθηναϊκού και του ωραίου φύλλου ο Παπαγιαννόπουλος ήταν και λάτρης των Αρχαίων προγόνων μας. Τους είχε μελετήσει βαθιά και τους είχε κάνει μέρος της καθημερινότητάς του. Το πιο ωραίο όμως είναι το πώς ήρθε πρώτη φορά σε επαφή με τους Αρχαίους. Σε μια επίσκεψή του στον ψαρά, αφού έκανε τα ψώνια του εκείνος τύλιξε τα ψάρια όχι εφημερίδες αλλά σε κείμενο του Ηροδότου. Το πήρε, άδειασε τα ψάρια, το διάβασε και το… ερωτεύτηκε. Και κάπως έτσι αρχίσαν όλα.

 

Η αντίσταση των γονιών και το μεγάλο ψέμα

Η ζωή του είχε πάρει τον δρόμο της. Ο επαγγελματικός του προσανατολισμός ξεκάθαρος. Η υποκριτική κυλούσε στο αίμα του, αλλά το μεγάλο πρόβλημα ήταν οι γονείς του. Από την μία ο πατέρας του που είδε δει τα μεγαλύτερα αδέλφια του Παπαγιαννόπουλου να έχουν φύγει από το Διακοφτό και ήθελε οπωσδήποτε να τον κρατήσει δίπλα του. Και από την άλλη η μητέρα του η οποία θεωρούσε πως το επάγγελμα του ηθοποιού ήταν κάτι το ανήθικο. Το βρώμικο. Το ύποπτο. Έτσι έστησε την δική του πλεκτάνη και με την βοήθεια του ιερέα του χωριού, του παπα-Τσάκαλου είπε το μεγάλο ψέμα. Είπε πως θα πάει στην Αθήνα για να σπουδάσει ιερατική. Το είπε και το έκανε. Με την ευχή των γονιών του.

Η πρώτη… σφαλιάρα και η «Αγιοποίηση»

Ο Παπαγιαννόπουλος έφτιαξε τις βαλίτσες του αποχαιρέτησε το αγαπημένο του Διακοφτό και βρέθηκε στην Αθήνα. Σε έναν χώρο ξένο γι αυτόν με πολλές παγίδες αλλά και με πολλές προκλήσεις. Τίποτα όμως δεν θα τον σταματούσε. Χωρίς να χάσει χρόνο έδωσε εξετάσεις στο Βασιλικό Θέατρο (Εθνικό) αλλά απέτυχε καθώς απορρίφθηκε λόγω προφοράς. Οι καθηγητές του τόνισαν ότι έχει ελαττώματα στην προφορά του. Πείσμωσε. Τα δούλεψε, τα βελτίωσε και την επόμενη χρονιά έδωσε και πάλι εξετάσεις και πήρε την ρεβάνς. Ακολούθησαν οι πρώτες του δουλειές. Μάλιστα για τις ανάγκες μιας παράστασης είχε υποδυθεί τον ιερέα και έγραψε ιστορία. Έβγαλε φωτογραφία με τα μούσια και τα άμφια και την έστειλε στην μητέρα του. Εκείνη πίστεψε πως το παιδί της έχει γίνει ιερέας και μάλιστα κάποιοι προσκυνούσαν ακόμα και την φωτογραφία του.

 

Η αποφοίτηση και η αποκλήρωση

Το 1938 ο Παπαγιαννόπουλος ολοκλήρωσε με άριστα τις σπουδές του στο Βασιλικό Θέατρο και μια καινούρια ζωή ανοιγόταν διάπλατα μπροστά του. Ο διευθυντής τότε του Θεάτρου, Αιμίλιος Βεάκης απέστειλε συγχαρητήρια επιστολή στους γονείς του Διονύση Παπαγιαννόπουλου. Η μητέρα του δεν κατάλαβε, θεώρησε πως το παιδί της έγινε ιερέας μέχρι που μια φίλη της της εξήγησε ποιος είναι ο Αιμίλος Βεάκης και τι σπούδασε ο «Νιόνιος». Μετά το πρώτο σοκ ακολούθησε η έκρηξη:

«Θα τον αποκληρώσω. Μου λέρωσε το όνομα» είπε και έφτασε μια ανάσα από το να κάνει πράξη την απειλή της. Όμως με το πέρασμα των χρόνων και οι γονείς του καταλάβαιναν πως ο γιος τους έκανε αυτό που αγαπούσε. Αυτό στο οποίο είχε μεγάλο ταλέντο και στο τέλος ήρθε η συμφιλίωση. 

Πρωταγωνιστής και στον πόλεμο

Η δεκαετία του ’40 ήταν μία από τις πιο δύσκολες της χώρας. Και φυσικά μία από τις πιο δύσκολες και για τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 γίνεται γενική επιστράτευση και ο μεγάλος μας ηθοποιός βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της μάχης. Μετά από λίγο καιρό γίνεται λοχίας και παίζει καθοριστικό ρόλο στην απελευθέρωση ης Χειμμάρας.

«Με αυτά που ζήσαμε στο μέτωπο έχασε την αξία της η ανθρώπινη ζωή» έλεγε μετά το τέλος του πολέμου ο ίδιος. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό πως ο Παπαγιαννάπουλος γύρισε στο Διακοφτό με τα πόδια και η μάνα του δεν τον αναγνώρισε. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε λάβει τέλος αλλά ο Εμφύλιος μόλις ξεκινούσε. Από το 1946 μέχρι το 1949 υπηρέτησε και πάλι τον Ελληνικό Στρατό παίρνοντας μάλιστα προαγωγή. Ο λοχαγός Παπαγιαννόπουλος έμεινε γνωστός ως ο Αγελαδάρης Λοχαγός, μιας και είχε την προνοητικότητα να βάζει τους στρατιώτες του να ακολουθούν αγελάδες έτσι ώστε να αποφεύγουν τις… νάρκες.

 

Ο Παπαγιαννόπουλος δεν σταμάτησε να παίζει θέατρο ούτε στην κατοχή. Μάλιστα σε μία από τις παραστάσεις του μεταξύ των θεατών ήταν και ο Γερμανός κατοχικό διοικητής Μαξ Μέρτεν. Ο οποίος είχε οδηγήσει στο Άουσβιτς 50.000 Έλληνες Εβραίους της Θεσσαλονίκης αφού πρώτα είχε λεηλατήσει τις περιουσίες τους. Αμέσως μετά το τέλος της παράστασης ο εκπρόσωπος του διοικητή ζήτησε από τον Παπαγιαννόπουλο να παρουσιαστεί ενώπιο του Μέρτεν. Ο Έλληνας ηθοποιός αρνήθηκε και τις τρεις φορές που του ζητήθηκε. Τότε ο εκπρόσωπος του είπε πως  διοικητής ήθελε να του μεταφέρει πως το ίδιο έργο παίζεται και στην Γερμανία. Και πως ο Παπαγιαννόπουλος είναι πολύ καλύτερος του Γερμανού ηθοποιού. Η απόκριση του «Νιόνιου» αφοπλιστική. «Σιγά μην του έδινα το χέρι μου. Είμαι Έλληνας αξιωματικός και είναι εχθρός μου». 

 

«Χούφτωστη… χούφτωστη»

Μετά και το τέλος του εμφυλίου ο Παπαγιαννόπουλος έριξε όλο του βάρος του στην καριέρα του. Η μία ταινία διαδεχόταν την άλλη, ενώ η πορεία του και στο θεατρικό σανίδι ήταν… εντυπωσιακή. Μέσα σε όλα ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ήταν ένας ορκισμένος εργένης. Ο γάμος δεν περνούσε ούτε σαν αστείο από το μυαλό του.

«Άλλο κακό να μη με βρει» έλεγε κάθε φορά που τον ρωτούσαν. Και εδώ που τα λέμε δεν είχε και άδικο. Μπορεί να μην του φαινόταν αλλά ήταν ένας από τους πιο γοητευτικούς και θελκτικούς ηθοποιούς της γενιάς του. Λάτρης του ωραίου φύλλου, με μάτι που… έπαιζε ασταμάτητα. Και η αλήθεια είναι πως όσο μεγάλωνε τόσο φούντωνε περισσότερο η ανάγκη και η επιθυμία του για ζωή. Μπορεί στην αξέχαστη ταινία με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα «Κάτι κουρασμένα παλικάρια» να έχει τον ρόλο εκείνου που προσπαθεί να ρεγουλάρει τις ορέξεις του Κωνσταντάρα αλλά η ατάκα «Χούφωστη… χούφτωστη» για την νεαρή Νόρα Βαλσάμη έχει κάτι πολύ…παπαγιαννοπουλικό.

Έχεις διαβάσει τι είχαμε γράψει για Λάμπρο Κωνσταντάρα;

Το τέλος που ήθελε (;)

Συνήθως η αυλαία έχει κόκκινο χρώμα. Για τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο όμως το χρώμα της δικής του αυλαίας. Δεν ήταν κόκκινο. Ήταν μαύρο. Κατάμαυρο. Ο μεγάλος μας ηθοποιός μπορεί να «έφυγε» από κοντά μας όπως θα ήθελε ο ίδιος, μόνος και ήσυχα, αλλά αυτός ο τρόπος δεν ταίριαζε σε έναν άνθρωπο του δικού του βεληνεκούς. Πρωινό Μεγάλης Τρίτης του 1984 και η κοπέλα που πήγαινε κάθε Τρίτη στο σπίτι του να καθαρίσει βρίσκεται μπροστά σε μια τραγωδία. Ο «Νιόνιος» που κάθε πρωί ήταν έτοιμος, κουρδισμένος, να ξεκινήσει την ημέρα του δεν απαντά. Η καθαρίστρια τον βρίσκει νεκρό στην πολυθρόνα. Η ιατροδικαστική έρευνα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν νεκρός στο σπίτι του για τρεις ολόκληρες μέρες, χωρίς κανείς να τον αναζητήσει. Η αυλαία έπεσε, ο «Νιόνιος» έφυγε από κοντά μας, αλλά η βαριά κληρονομιά που άφησε πίσω του τον καθιστούν αθάνατο στο μυαλό και την καρδιά όσων τον αγαπήσαμε. Τόσο μέσα από το έργο του, όσο και μέσα από την ψυχή του.  Και μόνο το γεγονός ότι μέχρι το τέλος δεν ξέχασε το αγαπημένο του Διακοφτό (το ενίσχυε συνεχώς και με κάθε τρόπο) αποδεικνύει το μεγαλείο της ψυχής του καλλιτέχνη.



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved