Ακριβώς 30 χρόνια έχουν περάσει από την στιγμή που ο Γιώργος Ζαμπέτας μάζεψε τα μπογαλάκια του, το μπουζουκάκι και παράτησε (αηδιασμένος) τον μάταιο ετούτο κόσμο. Και όμως για όσους τον γνώρισαν από κοντά ή μέσα από τους τηλεοπτικούς τους δέκτες ή τον κινηματογράφο είναι ακόμα εδώ. Στις 10 Μαρτίου του 1992 η Ελλάδα πένθησε τον χαμό ενός μεγάλου. Ενός γνήσιου. Ενός παντελονάτου ανθρώπου, που πλέον σαν εκείνον δεν βγαίνουν άλλοι. Πάει το καλούπι. Έσπασε. Εκείνου που έμελλε να είναι ο ορισμός της λέξης «μάγκας». Ο Γιώργος Ζαμπέτας μπορεί να έχει φύγει από κοντά μας εδώ και τόσα χρόνια, όμως δεν έχει φύγει από τον νου μας, από τα βράδια μας και από τα χείλη μας όταν σιγοτραγουδάμε τα σουξέ του. Από «Τον αράπη», «Τον πιο καλό τον μαθητή», το «Σταλιά-σταλιά», το «Μάλιστα κύριε» και αν συνεχίσω θα βαρεθείτε, θα κλείσετε το Ratpack και θα μπείτε στο youtube για να χορέψετε.
Με αφορμή την συμπλήρωση 29 ετών από τον χαμό του, θυμόμαστε στιγμές από εκείνες που στιγμάτισαν την ζωή του κορυφαίου σολίστα. Στο πάλκο, στο σπίτι του, στο κουρείο του πατέρα του, στους δρόμους, στην Αντίσταση.
Ο πρώτος παράνομος έρωτας
Γνήσιος λάτρης του γυναικείου φύλου και της μουσικής δεν θα μπορούσε να μην έχει «παρανομήσει» και στις δύο εκφάνσεις του έρωτα. Ο Γιώργος Ζαμπέτας σε ηλικία 6 ετών ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το μπουζούκι, το όργανο που έμελλε να τον κάνει διάσημο, που τον έκανε πλούσιο, που έμελλε να του «ράψει» στους ώμους όλα τα παράσημα. Τι κι αν ήταν έτοιμος να διαδεχθεί τον μπαρμπέρη πατέρα του στο κουρείο που είχε η οικογένεια στο Μεταξουργείο, η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. Χρέη βοηθού κουρέα εκτελούσε -μάζευε τις τρίχες και τα μουστάκια δηλαδή- όταν το μάτι του έπεσε στον τοίχο του μαγαζιού που ήταν κρεμασμένα ένα μπουζούκι και μια κιθάρα. Το πρώτο όμως του έκλεισε το μάτι. Και τότε αρχίσαν όλα.
«Το έβλεπα κρεμασμένο στον τοίχο και με είχε καβαλήσει. Έβαζα καρέκλα να πατήσω να το φτάσω και έπαιζα ενώ ήταν κρεμασμένο» είχε πει χαρακτηριστικά σε συνέντευξή του. Ο κυρ Μιχάλης πάλι, ούτε να το ακούσει. Άλλωστε τότε οι ρεμπέτες ήταν επικηρυγμένοι και ο κόσμους τους θεωρούσε αποβράσματα. Όμως ο Ζαμπέτας δεν το έβαλε κάτω, φτάνοντας σε σημείο να φάει και ξύλο από τον πατέρα του. Εκείνος όμως εκεί, πιστός στο όνειρό του. Έμαθε μπουζούκι μόνος του, βάζοντας τα γυαλιά σε όλον τον κόσμο (και το εννοούμε). Το μεγαλύτερο επίτευγμά του μάλιστα ήταν ο άνθρωπος που έβαλε το μπουζούκι από τα αλώνια στα σαλόνια της καλής κοινωνίας.
Το «βρώμικο» μυστικό του γάμου
Πάμε τώρα και στον δεύτερο παράνομο έρωτά του. Ο Ζαμπέτας ήταν 20 χρονών όταν γνώρισε την γυναίκα της ζωής του. Τι κι αν τότε ήταν σε άλλη σχέση και όλα έδειχναν πως οδηγούταν με μαθηματική ακρίβεια στην «κρεμάλα», ο νεαρός, τότε, Ζαμπέτας είχε αλλού το μυαλό του και συγκεκριμένα σε ένα «νιάναρο» όπως το αποκαλούσε ο ίδιος. Την Αργυρώ. Την μετέπειτα γυναίκα και μάνα των παιδιών του. Της Μαρίκας, της Κατερίνας και του Μιχάλη (ο οποίος απεβίωσε την ίδια ημερομηνία με τον πατέρα του, στις 10 Μαρτίου του 2008 «χτυπημένος» από καρκίνο). Την γούσταρε. Την έκανε κέφι. Αλλά η μικρή κρατούσε αντιστάσεις. Και αυτό ήταν που τρέλαινε ακόμα περισσότερο τον ίδιο και τον έκανε να την επιθυμεί ακόμα περισσότερο.
Ένα βράδυ, λοιπόν, το μοιραίο δεν απεφεύχθη και ο Ζαμπέτας μετά του πατρός του, έκαναν το χρέος τους στην κοινωνία και τις δύο γυναίκες. Χώρισαν την πρώτη και αποκατέστησαν την Αργυρώ. Όχι και με τόσο ήρεμο και κομψό τρόπο, αλλά η δουλειά είχε γίνει. Άλλωστε υπάρχει και ένας μύθος που θέλει τον τεράστιο σολίστα να «καρφώνεται» από ένα «βρώμικο» μυστικό που έκρυβε καλά στο συρτάρι του. Τα πεθερικά του μπορεί να μην τον ήθελαν λόγω της μαγκιάς του και του μπουζουκιού του, αλλά σαν ήθελε ο ίδιος και η Αργυρώ, οι υπόλοιποι πήγανε περίπατο.
Αιγάλεω City
Η άλλη μεγάλη αγάπη του Γιώργου Ζαμπέτα υπήρξε το Αιγάλεω. Η πόλη που μεγάλωσε, που την αγάπησε και τον αγάπησε όσο κανέναν άλλον. Ο Γιώργος Ζαμπέτας από τον Μάρτιο του 1940 όταν και πάτησε για πρώτη φορά το πόδι του στην πόλη των δυτικών συνοικιών, δεν έφυγε ποτέ από εκεί. Η πιο σωστά έφυγε μονάχα για ένα βράδυ.
Η σύζυγός του, η Αργυρώ, τον έπεισε να μετακομίσουν σε σπίτι στην πλατεία Αμερικής. Ωστόσο η ψυχή του Ζαμπέτα δεν μπορούσε να χωνέψει αυτή την αλλαγή. Κατάφερε να μείνει εκεί μόλις για ένα βράδυ και τα μάζεψε και έφυγε επιστρέφοντας στο Αιγάλεώ του. Το δικό του Αιγάλεω στο οποίο είχε δώσει το προσωνύμιο, «Egaleo City», όπως συνήθιζε να το αποκαλεί έπειτα από τις πολλές περιοδείες στο εξωτερικό.
Ζαμπέτας non politica
Στον βίο και την πολιτεία του έντονα είναι τα χρόνια που ο δημοφιλής μουσικοσυνθέτης εντάχθηκε στον αντιστασιακό αγώνα. Εντάχθηκε στο ΕΑΜ αλλά στα πρώτα της χρόνια όταν και δεν είχε έντονο πολιτικό χρώμα και χαρακτήρα. Στα «Δεκεμβριανά» ο Ζαμπέτας στρατολογήθηκε βιαίως, παρόλα αυτά όμως πρόκοψε ακόμα και εκεί. Το έσκασε και έδειξε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την απόφασή του να γυρίσει την πλάτη του στην πολιτική. Υπηρέτησε στην αεροπορία για 5 χρόνια και ακολούθως αποκήρυξε το ΚΚΕ, κάνοντας πράξη τις αποφάσεις του.
Παγκόσμιος
Μία από τις μεγαλύτερες στιγμές στην καριέρα του Γιώργου Ζαμπέτα ήταν το βράδυ της πρεμιέρας του «Ποτέ την Κυριακή» στις Κάννες. Ο Ζιλ Ντασέν και η Μελίνα Μερκούρη μπορεί να έκλεψαν την παράσταση, αλλά στο πάρτι που ακολούθησε έβαλε και με το παραπάνω την υπογραφή του. Ο σολίστ της ταινίας βρέθηκε στις Κάννες ύστερα από πρόσκληση του Ζιλ Ντασέν, πήρε το μπουζούκι του στις 10 το βράδυ και το άφησε στις 6 το πρωί. Αλέν Ντελόν και Ζαν Πολ Μπελμοντό χάζεψαν στην θέα του... θεού του μπουζουκιού και οι Γάλλοι δεν έλεγαν να φύγουν. Μόλις τελείωσε το πάρτι ο Ζαμπέτας γνώρισε την αποθέωση.
Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο του περπατώντας είδε τον εαυτό του κρεμασμένο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Είχε τρελάνει την Γαλλία και τον είχε μάθει όλος ο κόσμος. Και όμως. Για την εμφάνισή του αυτή, ο Γιώργος Ζαμπέτας δεν πληρώθηκε ποτέ. Δεν πήρε μια δραχμή, ούτε και φράγκο. Γαλλικό ή Ελληνικό.
Ο πρώτος interractive
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του, σε όλα τα επίπεδα. Ήταν ο πρώτος μουσικός που όμως δεν ήταν μόνο μουσικός. Τραγουδιστής, μουσικός, συνθέτης αλλά πάνω από όλα showman. Ουσιαστικά και χωρίς υπερβολή το κάθε βράδυ του Ζαμπέτα ήταν μια stand up παράσταση. Με την αθυροστομία του (που ποτέ δεν πρόσβαλε κανέναν) και με το καυστικό του χιούμορ έβαζε όλο τον κόσμο στο κόλπο. Τους μιλούσε μέσα από τα τραγούδια τους, τους έκανε να αισθανθούν σημαντικοί. Για αυτό και ξεχώριζε και θα ξεχωρίζει.
Ο Μέσι πήρε χρυσό παπούτσι, ο Ζαμπέτας δεν πήρε ούτε χρυσό δίσκο
Και όμως. Αυτός. Ο άνθρωπος αυτός (και ας μην είναι δικό του το άσμα) δεν κατάφερε ποτέ να πάρει έναν χρυσό δίσκο. Απίθανα πράγματα. Ο άνθρωπος που γέμιζε και κρατούσε μόνος του όποιο μαγαζί και αν τον... φιλοξενούσε. Από Δευτέρα ως Κυριακή. Και ποιοι δεν είχαν παρελάσει από το πάλκο του. Ηθοποιοί, τραγουδιστές, πολιτικοί, εντός και εκτός των τειχών. Μέχρι και Πλανητάρχες.
Κάποιοι νεότεροι μπορεί να είδαν τον τίτλο του κειμένου, την φωτογραφία του, να χαμογέλασαν και να προσπέρασαν. Λογικό. Αλλά μια συμβουλή από εμάς εδώ στο Ratpack.
Διαβάστε, μάθετε και γνωρίστε τον Ζαμπέτα, τα τραγούδια του, τη ζωή, τα λάθη του. Ο τύπος αυτός αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα είχε Αστέρι με το όνομά του. Και όμως δεν έφυγε ποτέ από το Αιγάλεω, δεν την ψώνισε ποτέ, δεν έφυγε λεπτό από την οικογένειά του και στο τέλος οι περισσότεροι τον παράτησαν. Ουδέποτε κλάφτηκε, ουδέποτε γκρίνιαξε και «έφυγε» με το κεφάλι ψηλά.