Ξεκίνησε ένα βράδυ όπως όλα τα άλλα. Δεν χρειάζεσαι άλλωστε κάποια ιδιαίτερη, μαγική στιγμή για να βάλεις ένα ποτό. Χρειάζεσαι μόνο ένα ποτήρι και ένα καλό μπουκάλι. Ενίοτε, χρειάζεσαι και καλή παρέα αν και αυτό δεν αποτελεί κανόνα. Την περίοδο καταμεσής του Κραχ του 1929 στην Αμερική, το ποτό είχε αλλάξει τελείως νοοτροπία από αυτό που ο κόσμος είχε μέχρι τότε συνηθίσει. Από απλή έξοδο για ποτό, είχε εξελιχθεί σε ψυχοθεραπεία. Οι άντρες της εποχής, που είτε ήταν άνεργοι είτε μαζεύαν τις λιγοστές δεκάρες που είχαν για ένα ουίσκι ή μία μπίρα, είχαν περισσότερο ανάγκη να μοιραστούν ιστορίες και να βγάλουν τους δαίμονες που είχαν μέσα τους, παρά να πιουν μέχρι τελικής πτώσεως – άλλωστε η τσέπη τους δεν τους το επέτρεπε.
Εμείς όμως δεν ψάχναμε τους μπαμπάδες μας σε κάποια παμπ της Νέας Υόρκης, άνεργους και κουρασμένους από τα χτυπήματα της ζωής. Τους είχαμε σπίτι μας. Εγώ τουλάχιστον τον είχα. Και είναι αληθινά μεγάλη ευλογία να έχεις τον πατέρα σου στο σπίτι σου και κάποια μέρα χωρίς λόγο και αιτία να γυρίσει και να σου πει «βάλε ένα ποτό να πιούμε και να τα πούμε». Αυτή η απλή κουβέντα που καταλήγει να γεμίσει δύο ποτήρια ποτό, με ή χωρίς πάγο, είναι μία μετεξέλιξη της πιο ιερής σχέσης ανάμεσα στους άντρες. Είναι η στιγμή που πατέρας και γιος κάθονται να τα πουν σαν δύο ενήλικες. Μπορεί να το έχεις ξανακάνει αυτό με τον πατέρα σου. Σε κάποιο τραπέζι το Πάσχα που τσουγκρίσατε δύο ποτήρια μπίρα ή σε τίποτα ουζάκια μία Κυριακή μεσημέρι στο μπαλκόνι λίγο πριν ετοιμαστεί το φαγητό. Δεν είναι όμως το ίδιο με δύο ποτήρια ποτό, όπου μόνο οι δύο σας χωρίς κανέναν τριγύρω, αποφασίζετε να τα πείτε σαν δύο καλοί φίλοι. Γιατί όσο μεγαλώνεις, ο πατέρας σου μετατρέπεται στον καλύτερο φίλο που είχες ποτέ.
Ο πατέρας μου δεν έπινε ποτέ πολύ. «Πίνω όσο χρειάζεται για να λυθεί ο εγκέφαλος και να δώσει μία γερή κλωτσιά στη γλώσσα» μου είχε πει την πρώτη φορά που με σέρβιρε, λέγοντας μου ότι το να ρίξω πάγο στο ουίσκι αποτελεί σχεδόν ασέβεια. Αν θυμάμαι καλά ήταν ένα 12αρι Macallan το οποίο μετά τις δύο πρώτες γουλιές βοηθάει να πεις στον πατέρα σου όλες εκείνες τις ανησυχίες του μέλλοντος. Θα μπορούσες να πεις πως ο πατέρας σου, είναι ό,τι πιο κοντινό έχεις στην μελλοντική εικόνα του εαυτού σου. Φαντάζεσαι αν μπορείς και εσύ να κάνεις οικογένεια με τον ίδιο πετυχημένο τρόπο. Αν θα βγάζεις αρκετά λεφτά για να συντηρήσεις το παιδί σου. Θα ακούς το κλάμα πριν αυτό ξεκινήσει ή απλά δεν θα γίνεις ποτέ αρκετά καλός όσο εκείνος; Και δεν είναι ανάγκη να φτάσεις μέχρι εκεί γιατί υπάρχουν και οι πιο κοντινές σκέψεις που θες να συζητήσεις. Για εκείνη την μελαχρινή που δεν απαντάει στα μηνύματά σου ή για εκείνο το βιογραφικό που σκέφτεσαι να στείλεις αλλά πιστεύεις πως δεν είσαι αρκετά καλός. «Ένας άντρας» είχε πει βάζοντας ένα ακόμη ποτό «μαθαίνει να κάνει δύο πράγματα στη ζωή του. Να σέβεται τον εαυτό του και να σέβεται και τους άλλους. Το τελευταίο είναι το πιο δύσκολο γιατί η πλειοψηφία δεν τον αξίζει τον σεβασμό. Εκεί όμως είναι η διαφορά. Ο αληθινός άντρας, είναι αυτός που δεν χάνει τον εαυτό του μέσα στο θυμό και το μίσος». Όσο για τις γυναίκες; «Άφησε τις να σε ταλαιπωρήσουν. Αλλιώς το ταξίδι δεν έχει πλάκα».
Σε εκείνο το πρώτο ποτό δεν πρόκειται να καταλάβεις όλα όσα θα σου διηγηθεί ο πατέρας σου. Θέλεις αλλά δεν μπορείς. Δεν καταλαβαίνεις τον απλό τρόπο που σκέφτεται για όλα εκείνα που σε απασχολούν. Πολλές φορές σε εκνευρίζει που βλέπει τα πράγματα τόσο λιτά, σαν να έχει λύσει την εξίσωση πριν διαβάσει καλά-καλά το πρόβλημα. Αυτός όμως είναι ο ρόλος του πατέρας σου. Είναι ο πρώτος μαθητής της μεγάλης τάξης της ζωής, από τον οποίο θες να αντιγράψεις για να περάσεις όλα τα μαθήματα. Κάτι στο οποίο, αν του το πεις, θα σε κοιτάξει και θα σου απαντήσει «και που είναι η πλάκα με αυτό; Να τα έχεις όλα λυμένα;». Ο πατέρας μου, μου έμαθε ότι οι δυσκολίες δεν είναι εμπόδια που πρέπει να μάθεις πως να τα ξεπερνάς, αλλά πως τα κατεδαφίζεις. Διαφορετικά θα τα επιστρέψουν. «Κάθε άντρας πρέπει να να διανύσει μόνος του έναν δρόμο ξυπόλυτος με αγκάθια. Η ουσιαστική διαφορά, είναι αν θα δώσει σημασία στον πόνο ή όχι. Ο πόνος είναι προσωρινός, αλλά η αξιοπρέπεια είναι αυτή που μένει». Αποστάγματα σοφίας θα έλεγε κανείς, αλλά δεν είναι. Όχι. Είναι απλά ένας άντρας με εμπειρίες, που ξέρει να κάνει σωστό mentoring σε εκείνον που έρχεται μετά από εκείνον. Και είναι ωραίο, γιατί έρχεται από έναν άνθρωπο με την πιο ειλικρινή αγάπη.
Μου λείπει αυτό το ποτό με τον πατέρα μου γιατί έκανα το λάθος να μην το επιδιώκω συχνά. Και θα έπρεπε. Είναι μιάμιση με δύο ώρες κουβέντα με ειλικρίνεια και σεβασμό. Είναι ο ψυχολόγος που δεν θα χρειαστεί ποτέ να πληρώσεις και ο μέντορας που σε ξέρει καλύτερα από τον καθένα – άρα και πώς να σου περάσει αυτά που πραγματικά επιδιώκει. Και φτάνει η στιγμή που αδειάζουν τα ποτήρια και η πρώτη όμορφη ζάλη τον κάνει να επιθυμεί το κρεβάτι του. Το διαπιστώνει και δεν το τραβάει περισσότερο. Απλά σε κοιτάζει με αγάπη και σου λέει.
«Και τώρα αγκάλιασε τον γέρο σου και φέρε του μία ακόμη κουβέρτα».