Συζήτησε το με όποιον θέλεις. Κυρίως με τους ανθρώπους του θεάτρου. Η κωμωδία είναι ένα πολύ δύσκολο είδος. Ίσως το δυσκολότερο. Τείνουμε να πιστεύουμε πως η κωμωδία έχει να κάνει εξ’ ολοκλήρου με το χιούμορ και αυτό είναι ένα λάθος σκεπτικό. Η κωμωδία δεν είναι ένα ανέκδοτο που θα κάνει μια μικρή μερίδα ανθρώπων να κρατήσουν την κοιλιά τους από τα γέλια για μερικά δευτερόλεπτα. Είναι κάτι διαχρονικό. Κάτι που εκτός από γέλια αφήνει και μία γλυκιά γεύση όσα χρόνια και αν περάσουν. Και αυτός εδώ ο άνθρωπος την είχε κατακτήσει.
Όταν γνώρισα τον Θανάση Βέγγο ήμουν σε διακοπές στο Πήλιο με τους γονείς μου και όχι πάνω από 10 χρονών. Ένας ζεστός άνθρωπος που έκατσε να φάει με τους δικούς μου μόνο και μόνο επειδή τον ευχαρίστησαν για τις άφθονες στιγμές γέλιου. Μπορούμε όμως να διαβάσουμε δεκάδες υπέροχα κείμενα που υπάρχουν εκεί έξω για το μεγαλείο της ψυχής του Θανάση Βέγγου, το πόσο τίμιος -μέχρι αηδίας μάλιστα- ήταν απέναντι στους συνεργάτες του και πως κατάφερνε να βάζει τον άνθρωπο στο επίκεντρο. Όσοι τον γνώρισαν καλά, λένε το ίδιο. Ο Θανάσης Βέγγος ήταν ένας ουμανιστής. Ένα φωτεινό παράδειγμα σε εποχές δύσκολες, όπου το να είσαι καλός και τίμιος άνθρωπος ήταν επίτευγμα από μόνο του. Αν όμως όχι τώρα, τότε πότε πρέπει να ρίξουμε μία ματιά στην απίστευτη παρακαταθήκη του.
Κάθε φορά που βλέπουμε ή συζητάμε αναμεταξύ μας ότι σαν σήμερα γεννήθηκε ή πέθανε ο Θανάσης Βέγγος, μου έρχεται στο μυαλό ένα πράγμα: πως γελάω ακόμα με τις ταινίες του. Πώς αν αυτή την στιγμή που γράφω το κείμενο, κάνω ένα διάλλειμα για ένα στιγμιότυπο από τα ΘΟΥ-ΒΟΥ ή κάποια άλλη κωμωδία του, θα πεθάνω στο γέλιο. Και κάπου εκεί αναρωτιέσαι το «γιατί;». Έχω δει καλύτερες κωμωδίες, έχω να θυμάμαι άπειρα σκηνικά από αυτές, αλλά ο Θανάσης Βέγγος έχει μία ξεχωριστή θέση στο βωμό της κωμωδίας. Κάποιοι το αποδίδουν αυτό στην ειλικρίνειά του. Ότι δηλαδή, επειδή ακριβώς ήταν έτσι και στην πραγματική του ζωή, του έβγαινε πηγαίο με αποτέλεσμα να φτιάχνει ιδανικές κωμωδίες. Και εντάξει, αυτό είναι μία μεγάλη αλήθεια. Είναι όμως και κάτι ακόμη, κάτι πιο σημαντικό.
Ότι σε μία πολύ διαφορετική Ελλάδα από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα, εκείνη στα μέσα της δεκαετίας του ’50 αλλά και του ’60, το να μπορέσεις να καταφέρεις να συγκινήσεις τον κόσμο με αυτά τα σκετς και να αναφέρεσαι σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο, με πιο αυστηρά ήθη, έθιμα και νοοτροπία, είναι πραγματικά ένα τεράστιο κατόρθωμα. Είναι άθλος. Στο εξωτερικό, είναι άνθρωποι σαν τον Πήτερ Σέλερς και τον Μπένυ Χιλ που μπορούσαν να καυχηθούν για κάτι παρόμοιο – και σαφώς με ένα πολύ διαφορετικό χιούμορ. Όμως η πραγματική παρακαταθήκη του Βέγγου, είναι πως οι κωμωδίες του παραμένουν διαχρονικές γιατί κατάφεραν να εισβάλλουν στην στενομυαλιά και να απελευθερώσουν το πνεύμα. Βλέπετε, είναι εύκολο να γελάς αλλά δύσκολο να περνάς μηνύματα μέσα από την κωμωδία. Και ο Βέγγος αυτό το είχε πάντα. Για την άδικη φτωχή ζωή. Tον πολιτικό ρατσισμό. Για την ανεργία και όλα όσα χρειάζεται να κάνουμε για να επιβιώσουμε. Για τους ανεκπλήρωτους έρωτες αλλά και την καθημερινή ρουτίνα σε μία πόλη φοβερά συντηρητική για τα δεδομένα.
Ο Βέγγος τα ξεπέρασε όλα αυτά. Τα ξήλωσε. Έφτασε σε ένα σημείο που μάλλον θα είπε «δεν με ενδιαφέρει, θέλω απλά να το κάνω γιατί φαίνεται ωραίο και θα το δουν έτσι και όλοι οι υπόλοιποι». Ή και μπορεί να το πήγε τυφλά. Κανείς δεν ξέρει και δεν θα έπρεπε και να μας νοιάζει. Το αποτέλεσμα φαίνεται σήμερα όπου ολοένα και περισσότερες γενιές θα googlάρουν κάτι δικό του, ξεκινώντας να ψάχνουν όσα έκανε και όλα όσα ακόμη θα μπορούσε να κάνει. Ήταν μία μάχη με τον συντηρητισμό μέσα από την κωμωδία. Και ο Βέγγος δεν την κέρδισε μόνο τότε. Την κερδίζει κάθε μέρα που θέλουμε να ξεφύγουμε από την κατήφεια και να γελάσουμε με κάτι δικό του. Εκεί βρίσκεται η μεγάλη νίκη. Στον επαναπρογραμματισμό της ανθρώπινης αντίληψης που την ωθεί να δεχτεί πράγματα που πίστευε αδύνατα.
Να τον ευχαριστήσουν οι δικοί του που υπήρξε τόσο καλός άνθρωπος και εμείς που ήταν τόσο καλός καλλιτέχνης. Χάρη στο Βέγγο ανακαλύψαμε πτυχές του εαυτού μας πολύ γρηγορότερα από ότι θα γινόταν κανονικά και μέσα από τον ομορφότερο τρόπο. Το γέλιο.
Μπορείς να σκεφτείς κάτι καλύτερο;