Κάποτε σε χρόνια φοιτητικά, σε εποχές που το είχαμε ρίξει στη βαριά κουλτούρα καθώς ψαχνόμασταν να το παίξουμε «διαφορετικοί» και Ευρωπαίοι, υπήρξε ένας κολλητός που μου άνοιξε τα μάτια. Ήτανε το 2003 και το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (1998) του Σταύρου Τσιώλη έπεσε βαρύ και ασήκωτο στην «κουλτουρέ» διάθεσή μου. Σκόρπισε τις ομίχλες της ψεύτικης εστέτ ταυτότητας που είχα αρχίσει να ενδύομαι και με επανέφερε στις πραγματικές μου ρίζες: στη Νεοελληνική μικροαστική πραγματικότητα με όλη τη μιζέρια και όλο της το μεγαλείο αντίστοιχα.
Διότι καλύτερη αποδόμηση του Greek Dream με παράλληλη αποθέωση των μικρών καθημερινών ηρώων της ελληνικής πραγματικότητας δεν είδα ποτέ ξανά στη ζωή μου. Αυτή η ταινία ήταν μια ωδή στους κομματικοποιημένους πατεράδες και μπαρμπάδες που όλοι ζήσαμε· έτσι όπως τους μισήσαμε και τους αγαπήσαμε περισσότερο από οπουδήποτε αλλού –που λέει κι ο Γιάννης Αγγελάκας.
Και σήμερα τα βράδυ, στις 20:30, την ώρα που η Αθήνα θα βράζει θα προβληθεί αυτή Η ΤΑΙΝΙΑΡΑ στον πολυχώρο ΣΠΟΥΤΝΙΚ στον Κεραμεικό. Λίγες μέρες αφού προβλήθηκε μία άλλη μεγάλη ταινία εκεί, τα «Φτηνά Τσιγάρα» του Ρένου Χαραλαμπίδη. Τα συγχαρητήρια μας να δώσουμε στα παιδιά για τις επιλογές παρεπιπτόντως.
Το μόνο που θα ήθελα να μοιραστώ με αυτούς που έχουν τη χαρά να έχουν δει την ταινία και με εκείνους που θα έχουν την τύχη να την παρακολουθήσουν για πρώτη φορά είναι οι μεγάλες αλήθειες που μου έμαθε για τη ζωή. Έτσι για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεώτεροι. Με άλλα λόγια και χωρίς περαιτέρω χρονοτριβές:
Πως μπορείς να κάνεις και γαμώ τα σάουντρακ με λαϊκό τραγούδι, δεν είναι μόνο ο Γιαν Τίερσεν μουσική.
Πως στο εύρημα DJ Γιαγιάδες συνοψίζεται όλο το κινηματογραφικό μεγαλείο του Σταύρου Τσιώλη.
Πως κάποια πέναλτι είναι ο ορισμός του πέναλτι κυρία μου.
Πως τα ακριβά γούστα στις γυναίκες πληρώνονται: «Κονβέρτιμπλ, Πόρτο Καρράς, Καζίνο και ρετιρέ στο Πανόραμα» σε απλά μαθηματικά.
Πως ο Αργύρης Μπακιρτζής είναι η πιο ιδιαίτερη καλλιτεχνική φιγούρα της Ελλάδας· ένας story teller βγαλμένος από μεσαιωνικό παραμύθι.
Πως το ιστορικό συνέδριο της Βόλβης άλλαξε τον ρου της ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Πως ο φραπές χωρίς ζάχαρη είναι δηλητήριο.
Πως αν το «Ας περιμένουν οι Γυναίκες» (1998) είναι το Master of Puppets του σκηνοθέτη, το «Παρακαλώ γυναίκες, μην κλαίτε» (1992) είναι το Kill ‘em All στην κλίμακα Metallica.
Πως το 3 επί 3 είναι πολύ κρίσιμο πράγμα.
Πως «οι άνθρωποι δεν συγχωρούν αυτούς που από Έρωτα εκπέσανε».
Πως όλα μπορεί να τα ανεχθεί ένας άνδρας αλλά όχι και να φωνάζει κόντρα στην ομάδα του «το πρόσωπο»! Όλα κι όλα.
Πως οι Πελοποννήσιοι καλό θα ήταν να δείχνουν διαβατήριο για να ανέβουν πάνω από τη Λαμία.
Πως οι ελληνικές διακοπές είναι μια αθάνατη συνήθεια γεμάτη μικρές ιστορίες και μεγάλα πάθη.
Πως το bromance των Μπακιρτζή-Ζουγανέλη είναι ο πιο δυνατός ύμνος στη φιλία που έχουν δει τα κινηματογραφικά μας μάτια.
Πως οι ντόμπροι άνθρωποι δεν επιθυμούν το κακό ούτε καν του εχθρού τους.
Πως το ΠΑΣΟΚ το παλιό, το Ορθόδοξο ζητάει παραγγελιά όχι Καρρά αλλά τα Carmina Burana του Carl Orff.
Πως ο Γιάννης Ζουγανέλης ενσαρκώνει τον αρχετυπικό μεσήλικα καψούρη μιας μικροαστικης «Ιλιάδας» όπως ο Αχιλλέας ενσαρκώνει τον αρχετυπικό φουριόζο ήρωα στο πρωτότυπο έπος.
Πως πολύ συχνά στην Ελλάδα ψηφίζουμε όχι με βάση τη συνείδηση αλλά με ψηφοδέλτια κλειστά και σταυρωμένα ανάλογα με το ποιος βάζει ψωμί στο τραπέζι μας δυστυχώς.
Πως το μοσχαράκι το σωστό είναι κοκκινιστό και θέλει ΠΟΛΛΕΣ πατάτες τηγανητές.
Πως η Νέα Δημοκρατία έπρεπε να μετατραπεί από κόμμα αρχηγικό σε κόμμα αρχών.
Πως καλό είναι να τα έχεις με τον εαυτό σου κι όχι να κατηγορείς τρίτους για τα χαμένα σου όνειρα.
Πως σαν την Αγγελική Ηλιάδη δεν έχει, όμορφη σαν όνειρο κανονικό, σε μεθάει και σε καταστρέφει σα Σειρήνα.
Πως η ζωή ξεπληρώνει αυτούς που κρατάνε οικογένεια, παιδιά, ομάδα και φίλους με το ελάχιστο αντίτιμο τελικά: με ψίχουλα. Σαν τη μπάλα και αυτή, είναι μεγάλη ρουφιάνα.
Πως για όλους μας υπήρξε μια πολιτική στιγμή που «η μάνα μου ψήφισε Νέα Δημοκρατία» -ή ΠΑΣΟΚ ή ΣΥΡΙΖΑ ή ό,τι άλλο τελικά. Μια στιγμή δηλαδή που κάποιος κοντινός συγγενής αλλαξοπίστησε. Πρόδωσε τα πατροπαράδοτα ήθη κι έθιμα της οικογένειας αφήνοντας απαρηγόρητους τους υπόλοιπους.
Πως όλοι έχουμε ένα θείο σαν τον Πάνο και τον Μιχάλη της ταινίας, πως όλοι έχουμε έναν εργατοπατέρα συγγενή σαν τον Αντώνη (Σάκης Μπουλάς) χωμένο βαθιά σε κάποιο κόμμα.
Πως η Μεγάλη Τέχνη φαίνεται στην αγάπη του κόσμου κι όχι στις πολύ συχνά εμπαθείς γραμμές των κριτικών.
Πως θα μπορούσαμε να μιλάμε σε όλη μας τη ζωή με ατάκες από την ταινία.
Πως οι μικρές στιγμές των απλών ανθρώπων αυτής της Γης κρύβουν τις πιο μεγάλες αλήθειες της ζωής.