Είναι η Ευρωλίγκα τα τελευταία χρόνια το «φυτώριο» του ΝΒΑ; Δυστυχώς είναι σε μεγάλο βαθμό, αφού οι Αμερικανοί σκάουτς παρακολουθούν στενά, ξανά και ξανά κάθε παίκτη που πιστεύουν ότι έχει τα (σωματικά και πνευματικά) εφόδια να κάνει καριέρα στις ΗΠΑ και του κάνουν μια πρόταση που δεν μπορεί να αρνηθεί: χρήματα, χορηγούς, υψηλό επίπεδο ανταγωνισμού, πρόγραμμα ενδυνάμωσης, εξειδικευμένοι προπονητές και διατροφολόγοι, «όλα τα καλά του Θεού» τους περιμένουν στην από εκεί πλευρά του Ατλαντικού. Στα 20 τους ή στα 30 τους – δεν έχει πια καμία σημασία αν θα τους πάρουν «πιπίνια» ή «σιτεμένους». Κι αν κάποτε οι λόγοι ήταν ένα mix-grill αγωνιστικών θεμάτων και μάρκετινγκ (να ανοιχτούμε σε νέες αγορές, να φέρουμε παίκτες όλων των εθνικοτήτων για να απλώσουμε τα πλοκάμια μας σε όλο τον πλανήτη), πλέον οι πρωτοκλασάτοι Ευρωπαίοι, είναι πρωτοκλασάτοι γενικώς. Ηγέτες. Επιδραστικοί στο παιχνίδι των ομάδων τους. Ακρογωνιαίοι λίθοι. Αυτοί που παίρνουν στα χέρια τους τις κρίσιμες επιθέσεις.
Πο και Μαρκ Γκασόλ, Ντράγκιτς, Μπογκντάνοβιτς, Γκομπέρ, Πορζίνγκις, Ρούμπιο, Γιόκιτς, Σρέντερ, Βούτσεβιτς, Βαλαντσιούνας, Καντέρ, Σαμπόνις τζούνιορ, Μπατούμ, Τεόντοσιτς, Τόνι Πάρκερ, Νοβίτσκι (που είναι μια κατηγορία από μόνος του) είναι μερικά από τα ευρωπαϊκά ονόματα που πέρασαν για να μείνουν κι όχι για να λένε μια μέρα στα παιδιά τους «ξέρεις, κάποτε πήγα κι εγώ στο ΝΒΑ». Καλοί, καλύτεροι ή πολύ καλοί, είναι παίκτες που «έμαθαν ένα άλλο μπάσκετ» πηγαίνοντας εκεί, που γέμισαν αυτοπεποίθηση από την κορφή μέχρι τα νύχια, αλλά ταυτόχρονα κουβάλησαν στα μπαγκάζια τους (οι περισσότεροι εξ’ αυτών) τακτική παιδεία και βασικές αρχές του μπάσκετ, όπως τις διδάχθηκαν από τα παιδικά και τα εφηβικά στις χώρες και τις ομάδες που μεγάλωσαν μπασκετικά. Το παραδέχονται άλλωστε και οι ίδιοι οι Αμερικανοί: μπορεί οι περισσότεροι Ευρωπαίοι να υστερούν σωματικά από τους περισσότερους Αμερικανούς παίκτες, αλλά υπερτερούν σε μπασκετικό IQ, γνωρίζουν πολύ καλύτερα τα βασικά του μπάσκετ, προσαρμόζονται και προσαρμόζουν με μεγαλύτερη ταχύτητα και συνέπεια το παιχνίδι τους στα «πινακάκια» των προπονητών τους.
Υπάρχουν όλοι οι παραπάνω Ευρωπαίοι (και άλλοι τόσοι) και υπάρχουν και ακόμα δυο αξιότιμοι κύριοι, ένας «παλιός» και ένας «νέος», οι οποίοι στο ξεκίνημα της σεζόν έχουν ήδη προλάβει να μπουν σε ένα κάρο highlights, να κόβονται και να ράβονται βιντεάκια για πάρτη τους και να τους «συζητούν δίχως γιατί/ και όχι άδικα»: ο «παλιός», είναι ο δικός μας Γιάννης. Τα πράγματα που κάνει στο ξεκίνημα της σεζόν ο Αντετοκούνμπο, δεν είναι απλά η συνέχεια των προηγούμενων σεζόν, όπου κάθε χρονιά ήταν καλύτερη από την προηγούμενη.
Είναι απλά εξωπραγματικά – και ακόμα δεν έχει καν χρειαστεί να ανεβάσει και πολλές στροφές. Ανεβοκατεβάζει το ρυθμό της ομάδας σαν play-maker, μπουκάρει στην αντίπαλη ρακέτα σαν ταύρος, τελειώνει φάσεις ή βγάζει σε ελεύθερο συμπαίκτη, παίζει πάνω από τη στεφάνη, παίζει με πλάτη στο καλάθι, πιβοτάρει. Και πλέον σουτάρει και περισσότερο – ή για την ακρίβεια, περισσότερο αξιόπιστα. Σαν να έχει αλλάξει το στυλ που σουτάρει μοιάζει στα μάτια μου, σαν να έχει βελτιώσει τη μηχανική του μακρινού του σουτ, δείχνει να έχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στο χέρι του όταν σουτάρει από τα 6 ή τα 7,5 μέτρα, χωρίς ωστόσο να το παρακάνει – το δυνατό του σημείο παραμένει ο καλπασμός του και ο τρόπος που φτάνει στο αντίπαλο καλάθι και σηκώνεται ψηλότερα από ολόκληρη την άμυνα.
Ο «νέος», είναι ο Λούκα Ντόνσιτς. Δεν τον πίστεψαν πολύ οι Αμερικανοί όταν επελέγη στα ντραφτ, δεν ήταν σίγουροι αν στα 19 του θα μπορούσε να κάνει στο ΝΒΑ έστω και μέρος αυτών που έκανε στη Ρεάλ, σε Ισπανία και Ευρωλίγκα, δεν «έβγαλε μάτια» στην pre-season. Ο μικρός όμως με τη φανέλα του Ντάλας, όχι απλά κάνει στα πρώτα παιχνίδια αυτά που έκανε στην Ευρώπη, αλλά στο ξεκίνημα κάνει ακόμα περισσότερα: μοιάζει σαν να παίζει 2-3 χρόνια στο ΝΒΑ, σουτάρει τρίποντα στον αιφνιδιασμό, κάνει ντράιβ μέσα στα «νταμάρια», πασάρει χωρίς καν να κοιτάζει, δοκιμάζει step-back, σουτ εκτός ισορροπίας, coast – to – coast και σχεδόν επιδιώκει μονομαχίες σώμα με σώμα – μιλώντας για «σώμα», μπορεί να το έχουμε δει και ξαναδεί πάμπολλες φορές, αλλά είναι εντυπωσιακό να βλέπεις πώς «χτίστηκε» το σώμα του μέσα σε ένα καλοκαίρι και πώς άλλαξε η σωματοδομή του για να μπορεί να αντέχει το βρωμόξυλο.
Γιάννης και Λούκα, Λούκα και Γιάννης. Οκ, κομματάκι υπερβολικός ο τίτλος «μαθαίνουν μπασκετάκι το ΝΒΑ», αλλά για τον μεν Γιάννη είναι θέμα (λιγοστού) χρόνου να γίνει ο MVP του ΝΒΑ και αν του πάνε καλά τα πράγματα – στο Μιλγουόκι ή κάπου αλλού – συντόμως θα κοσμεί το δάχτυλό του ένα δαχτυλίδι πρωταθλητή. Για τον δε Ντόνσιτς, στοιχηματίζω ότι στην πρώτη του χρονιά στο ΝΒΑ θα κάνει πράματα και θάματα με τον τρόπο που έχει ξεκινήσει.
Κι αν τα φέρει κάποια μέρα η ζωή να τους δούμε στην ίδια ομάδα, ε ρε γλέντια που θα έχουμε!