InTime Μπορμπαλάνς και Γκεστράνιοι μέχρι να σβήσει ο ήλιος!

Για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο και τα αυτιά μας γεμάτα μόνο από ποδοσφαιρικές κουβέντες μετά από κάθε ντέρμπι.  

Είναι τόσο κακοί οι Έλληνες διαιτητές; Όχι. Είναι τόσο καλοί οι ξένοι διαιτητές; Ούτε. Κι όμως, έχουμε πλέον δυο παιχνίδια «υψηλής επικινδυνότητας» που έχουν σφυρίξει ξένοι, τον τελικό κυπέλλου ΑΕΚ – ΠΑΟΚ με Μπορμπαλάν και το ΠΑΟΚ – ΑΕΚ με Γκεστράνιους και το αποτέλεσμα θυμίζει τη διαφήμιση με το απορρυπαντικό ρούχων: «η διαφορά του πλυμένου και του πραγματικά καθαρού»! Δυο παιχνίδια και δεν άνοιξε ρουθούνι. Δεν συζητάμε ούτε για ΜΙΑ φάση, ΜΙΑ κάρτα, ΕΝΑ ανάποδο φάουλ, ΜΙΑ περίπτωση πέναλτι. Τίποτα. Σαν να άγγιξαν οι Μπορμπαλάνς και οι Γκεστράνιοι με ένα μαγικό ραβδί ποδοσφαιριστές, προπονητές, παράγοντες, δημοσιογράφους και οπαδούς και τους μεταμόρφωσαν στους πιο συζητήσιμους και λογικούς ανθρώπους του κόσμου.

Θα πει κάποιος «δεν έτυχε καμία πολύ δύσκολη φάση ούτε στον έναν, ούτε στον άλλον». Σωστό. Οι παίκτες συνεργάστηκαν με τους διαιτητές, δεν έκαναν σαχλαμάρες, δεν βούτηξαν για πέναλτι, δεν ξεσήκωσαν με κανέναν τρόπο την κερκίδα, δεν μανούριασαν, δεν χτύπησαν βρώμικα κάποιον αντίπαλο. Αλλά η αίσθηση που σου έδωσαν τα δυο αυτά παιχνίδια με ξένους διαιτητές, είναι πως ακόμα κι αν έπεφτε στο χέρι του διαιτητή η καυτή πατάτα, μια φάση σαν αυτή του περσινού ΠΑΟΚ – ΑΕΚ με το γκολ του Βαρέλα, θα έβρισκαν τρόπο να την ακουμπήσουν στο πιάτο: θα κατακύρωναν ή θα ακύρωναν το γκολ, με πυγμή και αποφασιστικότητα, με σιγουριά και αμεσότητα, χωρίς να το συζητάνε 5-10 λεπτά, να το κατακυρώνουν, μετά να το ακυρώνουν και μετά ξανά από την αρχή. Θα αναλάμβαναν την ευθύνη του σφυρίγματός τους, με βάση αυτό που είδαν κι όχι με γνώμονα ποιος το έβαλε, σε ποιο γήπεδο συνέβη, τι θα γράψουν οι εφημερίδες και ποιος ευνοήθηκε ή αδικήθηκε στη διάρκεια της χρονιάς. Και είτε άρεσε η απόφασή τους είτε όχι, θα τη συζητούσαμε για λίγο και μετά θα πηγαίναμε παραπάνω – αν ήταν λάθος απόφαση, θα την αντιμετωπίζαμε σαν ένα «ανθρώπινο λάθος» κι όχι μια «προμελετημένη σφαγή».

 

Εδώ είναι Βαλκάνια, εδώ είναι Ελλάδα

Διότι προφανώς αυτό είναι το πρόβλημα των Ελλήνων διαιτητών και όχι η επάρκειά τους – μια χαρά τους καλούν να σφυρίζουν στο εξωτερικό, σε αγώνες συλλόγων και Εθνικών Ομάδων, άρα δεν τίθεται θέμα αν «ξέρουν τη δουλειά τους» ή όχι. Το θέμα είναι ότι εδώ τους ξέρουμε καλά και μας ξέρουν κι αυτοί. Ξέρουμε πού μένουν και τι ομάδα ήταν μικροί. Ποιας ομάδας ύμνο είχαν για ringtone στο κινητό τους. Πού συχνάζουν και ποιοι είναι οι φίλοι τους. Ποια είναι η δουλειά τους και πού είναι το μαγαζί τους. Ξέρουμε το σταθερό και το κινητό τους τηλέφωνο, σε ποιο σχολείο πάνε τα παιδιά τους, αν έχουν δάνεια και χρέη, τι αμάξι οδηγούν. Όλες οι παραπάνω γνώσεις και πληροφορίες, τους κάνουν ευάλωτους – σε απειλές, απόπειρες χρηματισμού, τσαμπουκάδες, περίεργες επισκέψεις, τηλέφωνα που χτυπάνε μέσα στην άγρια νύχτα…

 

Νταξ, αυτόν δεν το πιάνει τίποτα από τα παραπάνω

 

Και το γεγονός ότι ο Έλληνας διαιτητής «μας ξέρει» κι αυτός, έχει τη δική του σημασία: ξέρει τι μπορεί να γράψουν γι’ αυτόν πριν ή μετά τον αγώνα. Πώς έχει κυλήσει η χρονιά για κάθε ομάδα, αν την έχει «σπρώξει» ή την έχουν βάλει στο μάτι. Ξέρει ότι για να προκόψει στη διαιτησία και να συνεχίσει να σφυρίζει, πρέπει να τα πάει καλά με τον εκάστοτε «δυνατό παίκτη», να δώσει τα «κουκούτσα» ή ολόκληρο το καρπούζι εκεί, που θα του εξασφαλίσει ασυλία και μεροκάματο για καιρό. Ο κάθε Μπορμπαλάν και ο κάθε Γκεστράνιους, δεν έχει τέτοια προβλήματα και τέτοιες σκοτούρες: δεν ενδιαφέρεται για τους αδικημένους και τους ευνοημένους, κανένας δεν ξέρει πού μένει στην Ισπανία ή τη Φινλανδία, πού πάνε τα παιδιά του σχολείο και αν θα γράψουν ή δεν θα γράψουν γι’ αυτόν πριν ή μετά το ματς. Θα έρθει, θα κάνει τη δουλειά του, θα πληρωθεί και θα φύγει. Απλά, ξεκάθαρα,. Επαγγελματικά.

Ο Έλληνας διαιτητής ούτε χολέρα έχει, ούτε άσχετος είναι, ούτε σώνει και ντε «τρύπιος». Είναι όμως φοβισμένος για αυτά που μπορεί να του συμβούν πριν τον αγώνα, κατά τη διάρκειά του ή και μετά. Για τις απειλές. Για τον παράγοντα που θα κατέβει στο ημίχρονο στο «καμαράκι των διαιτητών» για να «ευχηθεί καλή επιτυχία». Για τους φουσκωτούς που τον πλησιάζουν την ώρα που οι αστυνομικοί που είναι επιφορτισμένοι με την ασφάλειά του, παίζουν Candy Crush στο κινητό. Για το φούρνο ή το καθαριστήριό του, που μπορεί να ανατιναχθεί από «διαρροή γκαζιού», παρότι δεν έχει γκάζι… Για τα προσωπικά του ή τα νυχτοπερπατήματά του, που μπορεί να βγουν στη φόρα «αν δεν σφυρίξει καλά». Για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις. Για οποιοδήποτε προσωπικό δεδομένο που δεν πρόκειται να σεβαστεί κανείς, προκειμένου «να προστατεύσει τα συμφέροντα της ομάδας». Για όλα αυτά και άλλα τόσα, Μπορμπαλάνς και Γκεστράνιοι μέχρι να σβήσει ο ήλιος, για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο και τα αυτιά μας γεμάτα μόνο από ποδοσφαιρικές κουβέντες μετά από κάθε ντέρμπι.  



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved