Τρένο πήγε ο Παναθηναϊκός σε όλη τη regular season και όλα τα παιχνίδια στα play-offs μέχρι το πρώτο τζάμπολ των τελικών. Από την άλλη, αγκομαχώντας πήγε ο Ολυμπιακός και στη regular και στα play-offs. Αμφότεροι αποκλείστηκαν στα play-offs της Ευρωλίγκας, αλλά ο Παναθηναϊκός έδειχνε πιο «γεμάτος», χωρίς τραυματισμούς, με μια 12άδα ετοιμοπόλεμη, με περισσότερες εναλλακτικές λύσεις σε όλες τις θέσεις, με τον Καλάθη «σεληνιασμένο». Οι υπεραισιόδοξοι έκαναν λόγο για «σκούπες» και «φαράσια» και «34-0». Και μετά ήρθε η προσγείωση στην πραγματικότητα…
Από πού να το πιάσεις και πού να το αφήσεις το πρώτο ματς; Θα έλεγε κανείς από το 29-19: ήταν το σημείο του αγώνα που έδειχνε ο Παναθηναϊκός να πατάει γκάζι, να χτίζει διαφορά και να ετοιμάζεται να «τελειώσει» το παιχνίδι από πολύ νωρίς. Και τελικά αποδείχθηκε πως ήταν το σημείο όπου ο Παναθηναϊκός μπήκε σε safe-mode, ο Ολυμπιακός ξύπνησε, έπαιξε καλύτερη άμυνα, ρίσκαρε αφήνοντας ελεύθερα σουτ στους «πράσινους» και δικαιώθηκε, πρώτα μαζεύοντας τη διαφορά και στη συνέχεια περνώντας μπροστά. Κι από τη στιγμή που πέρασε μπροστά και συνέχισε να παίζει ακολουθώντας το πλάνο του προπονητή του, ποτέ δεν κοίταξε πίσω, ποτέ δεν απειλήθηκε ουσιαστικά και δεν κινδύνευσε να χάσει το παιχνίδι. Ειδικά όσο ο Παναθηναϊκός, εγκλωβισμένος στις «τανάλιες» του Ολυμπιακού, έριχνε σουτ – προσευχές: «δεν μπορεί να συνεχίσουν να μη μπαίνουν τα τρίποντα». Κι όμως έγινε.
Ήταν καλύτερος ο Ολυμπιακός
Και κέρδισε δίκαια. Κι ας μην ήταν καθοριστικός παράγοντας για το παιχνίδι του ούτε ο αρχηγός Σπανούλης, ούτε ο υπαρχηγός Πρίντεζης. Είχε Παπανικολάου και Παπαπέτρου, είχε Στρέλνιεκς και Ρόμπερτς, είχε Μακλίν και Μάντζαρη. Είχε βοήθειες από τον πάγκο, όποιος έμπαινε έδινε κάτι, λιγότερο ή περισσότερο, αλλά πάντως κάτι έδινε. Πρόσφερε το καιτίς του κι όταν στο τέλος τα προσθέσεις όλα αυτά μαζί, σου προκύπτει το break και το πρώτο βήμα για τον τίτλο.
Ο Παναθηναϊκός από την άλλη, δεν είχε ούτε «πολλά» ούτε «λίγα» να προσθέσει, γι’ αυτό και το «ταμείον» στο τέλος «βγήκε μείον». Ένας «κανονικός» Σίνγκλετον υπήρχε από την αρχή μέχρι το τέλος κι από κει και πέρα το χάος: ο Καλάθης ήταν αγνώριστος, ο Τζέιμς είχε ένα καλό ξεκίνημα αλλά όχι ανάλογη συνέχεια, ο Γκιστ σε άμυνα και επίθεση δεν εμφανίστηκε ποτέ, Παπάς και Λεκαβίτσιους δεν «μπήκαν» ποτέ στο παιχνίδι, ο Θανάσης Αντετοκούνμπο έκανε θαυμαστά πράγματα στην άμυνα αλλά τα «χάλαγε» στην επίθεση. Κυρίως όμως ο Παναθηναϊκός υστέρησε εκεί όπου ο Ολυμπιακός «διέπρεψε» - στη θέση «3»: στο δίδυμο Παπανικολάου – Παπαπέτρου, οι «πράσινοι» αντιπαρέταξαν Λοτζέσκι – Ρίβερς και πήραν το απόλυτο «μηδέν». Για το πρώτο τουλάχιστον ματς, η επιλογή Πασκουάλ να «κόψει» Γκάμπριελ και Ντένμον δεν δικαιώθηκε. Κι όπως συμβαίνει συνήθως, οι καλύτεροι παίκτες μετά από μια ήττα, ήταν αυτοί που δεν έπαιξαν…
«Γυρνάει» το τσιπ μέσα σε λίγα 24ωρα στο ΣΕΦ;
Σαφώς και γυρνάει, αν αλλάξουν πολλά και διάφορα πράγματα, διότι αν δεν γίνει κάτι τέτοιο και ο Ολυμπιακός κάνει το 2-0, δύσκολα υπάρχει γυρισμός μετά. Η λογική λέει ότι δύσκολα θα ξαναδούμε τόσο κακό Παναθηναϊκό σε δεύτερο σερί παιχνίδι, αλλά η λογική δεν παίζει μπάσκετ – παίζουν οι παίκτες και οι προπονητές, παίζει το μυαλό και η ψυχή, η «δίψα» και το «θέλω». Σε μια χρονιά όπου και οι δυο ομάδες έμειναν ως τώρα χωρίς τίτλο, μένει να δούμε ποια θέλει περισσότερο να κλείσει τη σεζόν με το πρωτάθλημα και να βάλει θετικό πρόσημο δίπλα στο «2017 – 2018» και ποια θα μείνει με άδεια χέρια, βουτηγμένη στην εσωστρέφεια.
Ειδικά για τον Παναθηναϊκό, με αβέβαιο το ευρωπαϊκό του μέλλον και ένα σωρό συμβόλαια να τελειώνουν (Καλάθης, Σίνγκλετον, Ρίβερς, Τζέιμς μεταξύ άλλων), το δεύτερο ματς και κατ’ επέκτασιν το φετινό πρωτάθλημα, με πλεονέκτημα έδρας και πολύ πιο «γεμάτο» ρόστερ, μοιάζει να είναι πολύ σημαντική πυξίδα, που θα δείξει προς τα πού θα κινηθεί την επόμενη χρονιά.