Μάιος 2002. Τελικός Τσάμπιονς Λιγκ Ρεάλ Μαδρίτης – Μπάγερν Λεβερκούζεν, στις 15 του μήνα. «Σαν σήμερα» που λέμε. Ο μικρός Κώστας Βαϊμάκης και ο μικρός Γιάννης Τσαούσης, που έχουν ξεκινήσει λίγους μήνες πριν την εκπομπή Fight Club στην ΕΡΑ Σπορ, παίρνουν μια στρατηγική απόφαση: «μια που η ΕΡΑ δεν θα στείλει άνθρωπο στον τελικό, ψήνεσαι να πάμε εμείς ταξιδάκι και να κάνουμε τη μετάδοση;» Χρειάστηκε μόλις ένα νανοδευτερόλεπτο για να συμφωνήσουμε, να σπάσουμε τους κουμπαράδες μας, να κλείσουμε εισιτήρια και ξενοδοχείο στο κοντινό Εδιμβούργο και να ζητήσουμε απλά από την ΕΡΑ να μας βρει δυο προσκλήσεις, για να τρυπώσουμε κάπου στην εξέδρα. Για καλή μου τύχη, οι προσκλήσεις ήταν σε θύρα Ισπανών…
Μπαίνουμε στο γήπεδο και παίρνουμε τις θέσεις μας ανάμεσα στους τρελαμένους Ισπανούς, με ένα σκωτσέζικο καρτοκινητό στο χέρι για τη «λαθραία μετάδοση». Αυτό είναι το κλίμα, οι συνθέσεις, κόσμος, χαμός, μια υπέροχη ατμόσφαιρα που αν δεν τη ζήσεις, δεν ξέρεις ότι μπορεί να υπάρχει – ειδικά αν ζεις στην Ελλάδα και οι παραστάσεις σου είναι από το ελληνικό ποδόσφαιρο. Στο κέντρο του γηπέδου ανοίγει ένα τεράστιο αυγό, βγαίνουν από μέσα οι «Proclaimers», οι δίδυμοι κοκκινομάλληδες με τα γυαλάκια, τραγουδούν το «I would walk 500 miles» και γίνεται πανζουρλισμός – ο λόγος ήταν, όπως μάθαμε εκ των υστέρων, ότι το κομμάτι είναι κάτι σαν Εθνικός Ύμνος της Σκωτίας. Και όχι, αυτά είναι πράγματα που δεν βλέπεις όταν είσαι σπίτι και παρακολουθείς το ματς από την τηλεόραση, πολύ απλά διότι εκείνη την ώρα βλέπεις διαφημίσεις με τα καλούδια των χορηγών.
Αρχίζει το ματς, γκολ ο Ραούλ, γκολ ο Λούσιο (πιθανότατα την έβαλε με τα φρύδια του, όχι με τα «φρύδια» του, κυριολεκτικά μιλάω). Πολύ καλά ως εδώ, οι εξέδρες έχουν παλμό, οι Ισπανοί φυσικά κερδίζουν κατά κράτος, εμείς εκστασιασμένοι αλλά πάνω απ’ όλα επαγγελματίες κάνουμε εναλλάξ μετάδοση και ξαφνικά ο χρόνος παγώνει: ο Ρομπέρτο Κάρλος κάνει μια τσουρουκο-σέντρα από τα αριστερά. Κάπως καμινάδα, κάπως ψηλοκρεμαστή, κάπως της κακιάς ώρας. Ο Ζινεντίν Ζιντάν, καιροφυλακτεί σαν το αρπακτικό στην περιοχή των Γερμανών. «Καρφώνει» τη μπάλα με το βλέμμα όπως αυτή έρχεται, η άμυνα αδιαφορεί, εκείνος τη μαγνητίζει, περιμένει να κατέβει και με το «κακό του πόδι», το αριστερό (λες και έχει «κακό πόδι» ο Ζιζού αλλά τέλος πάντων), κάνει το ασύλληπτο. Το αδιανόητο. Αυτό που περνάει για πάντα στην ιστορία του ποδοσφαίρου ως μια από τις μεγαλύτερες στιγμές. Αυτό εδώ το γκολ. Σε τελικό. Που χάρισε την κούπα στη Ρεάλ.
Pause. Χρειάζεσαι λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσεις τι διάολο είδες. Τι την έκανε τη μπάλα ο θεός. Δεν έχεις όμως χρόνο, διότι η εξέδρα που κάθεσαι, είναι στον αέρα. Κυριολεκτικά. Σαν να μην πατάει κανείς τους στη γη, σαν να πετάνε για λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα. Επικρατεί παραλήρημα, ντελίριο κανονικό. Είναι τελικός Τσάμπιονς Λιγκ και ΑΥΤΟΣ ο παιχταράς έβαλε ΑΥΤΟ το γκολ. Πώς να μην τρελαθείς; Πώς να μην κάψεις φλάντζα; Πώς να μην γίνεις ένα με τους Ισπανούς που αλαλάζουν, ακόμα κι αν κρατάς ένα κινητό στο χέρι και κάνεις μετάδοση για το ράδιο;
Play. Ο αγώνας συνεχίζεται με ηρωικό Κασίγιας να παίρνει τη θέση του τραυματία Θέσαρ και να κάνει όργια, με χαμένες ευκαιρίες της Λεβερκούζεν (τη χρονιά που μετονομάστηκε σε «Νεβερκούπεν», μια που έχασε το πρωτάθλημα την τελευταία αγωνιστική και έχασε επίσης τελικό κυπέλλου και Τσάμπιονς Λιγκ) και τελικό σκορ 2-1. Με τη γκολάρα του «Ζιζού». Με επικές στιγμές στο τέλος (πάλι απ’ αυτές που δεν δείχνει η τηλεόραση) όπως τον κουτσό Θέσαρ να καβαλάει πινακίδες και να έρχεται να χαιρετίσει τους Ισπανούς και τον Ραούλ να παίρνει μια ισπανική σημαία και να κάνει τον ταυρομάχο, με τους Ρεαλίστας να κάνουν «ολεεεεε, ολεεεεεε» με τόση δύναμη, που πρέπει να ακούστηκαν μέχρι την καρδιά της Μαδρίτης.
Rewind. Τι ήταν αυτό που είδαμε Θεέ μου; Κι όχι από τον «οποιοδήποτε» (αν μπορεί να υπάρχει «οποιοσδήποτε» με τη φανέλα της Ρεάλ σε έναν τελικό) αλλά από τον Υπέρτατο. Το Μέγιστο. Μια ιδιοφυία στο χορτάρι που έγινε μια ιδιοφυία στον πάγκο. Από τον καλύτερο παίκτη του κόσμου για εμένα, για τα ματάκια μου, για τη δική μου αισθητική. Και μην μπούμε τώρα στην κουβέντα «ναι αλλά ο Μαραντόνα, ο Μέσι, ο Κριστιάνο, ο Κρόιφ» κλπ. κλπ., γιατί άκρη δεν θα βγάλουμε ποτέ. Ούτε χρειάζεται να βγάλουμε: υποκειμενικό είναι το θέμα, ο καθένας έχει τη δική του προτίμηση για τους δικούς του λόγους και άποψη πιθανότατα δεν θα αλλάξει ποτέ.
Ο «δικός μου» Ζιντάν λοιπόν, έβαλε ένα γκολ στις 15 Μαϊου του 2002, το οποίο χαζεύουμε ακόμα και σήμερα και το συζητάμε και πολλοί το θεωρούν το καλύτερο που μπήκε ποτέ στο θεσμό. Ήταν το ανάποδο ψαλίδι του Μπέιλ στον τελικό με τη Λίβερπουλ πριν από δυο χρόνια καλύτερο; Ίσως – ο ίδιος ο Ζιντάν γελώντας είπε πως το δικό του παραμένει καλύτερο. Αν ο Κριστιάνο το έβαζε σε τελικό, αν το γκολ αυτό έκρινε την έκβαση του αγώνα, θα το συζητούσαμε.
Μέχρι τότε όμως, Ζιζού, μόνο εσύ! Εσύ και η γκολάρα που πέτυχες πριν 18 χρόνια.