Δύσκολα μπορούμε να θυμηθούμε την ανακοίνωση πρόσληψης ομοσπονδιακού τεχνικού που να μη συνοδεύτηκε από γκρίνια, καχυποψία και δε βρέθηκε με τη θηλιά του θετικού αποτελέσματος από την πρώτη μέρα που έβαλε την υπογραφή του σε συμβόλαιο συνεργασίας με την Εθνική Ελλάδος. Ακόμη και ο Ότο Ρεχάγκελ άκουσε τα εξ αμάξης όταν στην πρεμιέρα του στον πάγκο της “γαλανόλευκης”, η επίσημη αγαπημένη γύρισε με 5 γκολ στην πλάτη από την παγωμένη Φινλανδία. Ήταν εκείνος που “έχασε τα αποδυτήρια” επειδή πρωτοκλασάτοι ποδοσφαιριστές δε θέλησαν να παίξουν στη θέση που τους ζήτησε, εκείνος που “ήρθε για τα τελευταία ένσημα”, εκείνος που “γιατί δεν παίρνει τον έναν ή τον άλλο”, εκείνος που στο τέλος της διαδρομής έγραψε την πιο χρυσή σελίδα στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Όλοι έφτιαξαν καριέρες χάρη στον… ξεροκέφαλο Όθωνα, τον ποδοσφαιρικό Κάιζερ της Ελλάδας.
Ποιον να πρωτοθυμηθούμε; Μήπως τον Φερνάντο Σάντος, τον “καρπουζά” από το Εστορίλ που οδήγησε την Εθνική σε 2 τελικές φάσεις και ένα χαμένο πέναλτι του στέρησε το εισιτήριο για την 8άδα του Παγκοσμίου Κυπέλλου; Γενικότερα η ιστορία της Εθνικής Ελλάδος είναι γεμάτη από μουρμουρητό και αψιμαχίες των μεγάλων που προσθέτουν βαρίδια στα πόδια της.
Όλα αυτά μέχρι να φτάσουμε στην είδηση πως ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς θα κάτσει στον πάγκο της “γαλανόλευκης”. Σε αυτόν τον ηλεκτρικό και συνάμα αδιάφορο πάγκο για το ευρύ ποδοσφαιρικό κοινό καθώς έχουμε μάθει να αγαπάμε την Εθνική μόνο στις νίκες. Θέλουμε να γίνουμε κομμάτι της ιστορίας στη χαρά της αλλά όταν νομοτελειακά έρχονται οι δύσκολες στιγμές, της γυρίζουμε την πλάτη. Αυτό, λοιπόν, ελπίζει να αλλάξει η νέο ΕΠΟ με τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Τον άνθρωπο που διώχθηκε από την τεχνική ηγεσία του Παναθηναϊκού, στην πιο ακατανόητη και μη ποδοσφαιρικά ορθή απόφαση που έχουμε ζήσει ως φίλαθλο κοινό. Τον Σέρβο κόουτς που λατρεύτηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των φίλων του “τριφυλλιού”, που ήρθε σε μια εποχή που οι “πράσινοι” δε γέμιζαν ούτε τη μισή Λεωφόρο και κατάφερε να κάνει συνεχόμενα sold out μέχρι και στο ΟΑΚΑ. Έναν προπονητή που γνώρισε την καθολική αποδοχή από το ποδοσφαιρικό κοινό της χώρας και κανείς δεν μπορεί να του αποδώσει οτιδήποτε αρνητικό για τον χαρακτήρα του.
Πρόκειται για μία επιλογή κοινής αποδοχής και μία προσωπική δικαίωση για τον ίδιο μετά τα όσα άδικα άκουσε και τη λάσπη που δέχθηκε από ένα ολόκληρο σύστημα. Διότι εκτός από την αγνωμοσύνη, βρέθηκε αντιμέτωπος και μ’ έναν στρατό αντίπαλων media που λοιδωρούσαν και υποτιμούσαν τη δουλειά του.
Αυτό το “μην υποτιμάτε την ομάδα μου” είναι ένα καλό μάθημα και ας το έχουμε στο πίσω μέρος του μυαλού μας όταν πάμε να υποτιμήσουμε την Εθνική του.