Γουέμπλεϊ, παιχνίδι ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γερμανία. Σαν να λέμε «η μητέρα ΟΛΩΝ των μαχών». Παιχνίδι που είναι πιο σημαντικό για τους Άγγλους κι από τον ίδιο τον τελικό. Νίκη που την θέλουν περισσότερο κι από τη νίκη στον τελικό. Φάτσες εκστασιασμένες, αναψοκοκκινισμένοι τύποι, φλέβες τεντωμένες στο λαιμό, τραγούδια, γκριμάτσες, χαρά. Κι όλα αυτά στο 0-0...
Οι Αγγλάρες διασκεδάζουν το ποδόσφαιρο όσο κανείς άλλος. Προσοχή, το ποδόσφαιρο, όχι απαραίτητα τη νίκη, το θρίαμβο, την επικράτηση της τακτικής της ομάδας τους έναντι του αντιπάλου. Το ποδόσφαιρο το ίδιο. Στην Conference, στην Premier, την Εθνική τους, στη γειτονιά, οπουδήποτε. Είναι αυτοί που σχεδόν θα πανηγυρίσουν ένα «βρετανικό» τάκλιν του κεντρικού τους αμυντικού. Που θα μουρμουρίσουν αν το εξτρέμ έχει χώρο και χρόνο για τη σέντρα αλλά επιλέξει να κάνει κοντινή πάσα προς τα πίσω. Που θα νιώσουν υπερηφάνεια για τον μέσο που θα χτυπήσει, θα μπαντάρει το κεφάλι και θα μπει να συνεχίσει.
Για τους Άγγλους στο Γουέμπλεϊ, ο κάθε ένας παίκτης ξεχωριστά ήταν «ένας απ’ αυτούς». Ο Στέρλινγκ, είναι εκείνο το αλητάκι που είχε μπλέξει με κακές παρέες, αλλά κατάφερε να βρει διέξοδο στη μπάλα και να φτιάξει τη ζωή του. Ο Μαγκουάιρ, είναι ο Αγγλάρας που πάει διακοπές το καλοκαίρι στην Ελλάδα, μεθάει και παίζει «κυνηγητό» με την τοπική Αστυνομία. Ο Γκρίλις, είναι ο μπεκρής που έχει διαλύσει το συκώτι του, ο Γκασκόιν την νέας γενιάς, που πνίγει το ταλέντο του μέσα σε ένα πάιντ μπίρας. Ο Κέιν, ο 28χρονος που μοιάζει με 40άρη και στο κουρασμένο του βλέμμα είναι ζωγραφισμένα όλα τα βάσανα της ζωής. Και ο ίδιος ο προπονητής τους, ο Σάουθγκεϊτ, είναι αυτός που προσπαθεί να ξορκίσει τους δικούς δαίμονες 25 χρόνια μετά, για ένα πέναλτι που δεν μπήκε, για ένα τάκλιν που δεν πέτυχε ή για μια κεφαλιά που έχασε από τον αντίπαλο επιθετικό.
Οι Αγγλάρες αγαπάνε το ποδόσφαιρο όσο κανένας άλλος. Σας θυμίζω πως αν δεν ήταν εκείνοι, αυτή τη στιγμή η European Super League θα είχε πάρει σάρκα και οστά και θα ξεκινούσε πιθανότατα το φθινόπωρο το κλειστό κλαμπ των πλούσιων και προνομιούχων. Τη στιγμή όμως που τα αφεντικά των ομάδων (σε Αγγλία, Ισπανία και Ιταλία) είχαν βγάλει τα κομπιουτεράκια και μέτραγαν τα πιθανά έσοδα, οι Αγγλάρες οπαδοί όλων των ομάδων, παραμέρισαν τις κόντρες και τις διαφορές τους, βγήκαν στους δρόμους, πέταξαν ντομάτες, έσπασαν τζάμια από πούλμαν, πλημμύρισαν τα social media με φωνές και διαμαρτυρίες, έκαψαν φανέλες και διαρκείας και ξεκαθάρισαν ότι αυτού του τύπου το ποδόσφαιρο δεν τους εκφράζει. Και οι αγγλικές ομάδες έκαναν πίσω, διότι η «οργή του λαού» ακούστηκε δυνατότερα από τη «φωνή του Θεού».
Γουέμπλεϊ, Αγγλία – Γερμανία. Τελικό σκορ 2-0. Οι Αγγλάρες στις εξέδρες παραληρούν, σε όλη την Αγγλία επικρατεί χαμός, οι παμπ «βουλιάζουν», η μπίρα ρέει άφθονη, βουτάνε στα σιντριβάνια, ξεβρακώνονται, κάνουν ένα σωρό χαζομάρες. Αλλά είναι ευτυχισμένοι. Πραγματικά και γνήσια και αυθεντικά ευτυχισμένοι, ό,τι κι αν συμβαίνει στο σπίτι τους, στο γάμο τους, στη δουλειά τους, στην οικονομία, στο μέτωπο της πανδημίας. Είναι ευτυχισμένοι διότι είναι Αγγλάρες και κέρδισαν τη Γερμανία. Είναι ευτυχισμένοι διότι αγαπούν το ποδόσφαιρο και το ποδόσφαιρο τους χάρισε μια μεγάλη στιγμή, απ’ αυτές που τυπώνουν μπλουζάκια και δεν τα βγάζουν από πάνω τους για καναδυό χρόνια. Πώς να μην τους αγαπάς αυτούς τους τύπους;
Πώς να μην χαίρεσαι με τη χαρά τους;