Κατακαλόκαιρο, μπαρ πλοίου, δρομολόγιο από Πόρο προς Πειραιά. Ημέρα: Κυριακή. Ώρα: μεσημεράκι. Προημιτελικά Μουντιάλ, Ολλανδία-Αργεντινή. Έτσι πάνε Θες και ημερομηνία; 4/7/1998 (δεν τη θυμόμουν την γκούγκλαρα).
Μπροστά από μια 14άρα τηλεόραση μαζεμένοι κάμποσοι άνδρες και παιδιά (όχι πως ο ηλικιακός διαχωρισμός παίζει ρόλο σε αυτές τις περιπτώσεις). Πίσω μας ακριβώς ένας βαριεστημένος καμαρότος, εκτελών χρέη μπουφετζή, που όταν δεν μονολογούσε χώνοντας με μανία τη σέσουλα μέσα στα παγάκια, τσακωνόταν με τους πελάτες επειδή ένα φραπεδάκι και ένα μπουκαλάκι νερό είχε 1,5 χιλιάρικο.
Εκείνη την εποχή, σε εκείνα τα πλοία δεν υπήρχε η πολυτέλεια κλιματισμού ή της λήψης τηλεοπτικού σήματος μέσω δορυφορικού πιάτου. Ιδρώναμε, τα μαλλιά μας κολλούσαν στο μέτωπό μας και τεράστια σκοτεινές κηλίδες σχηματίζονταν πάνω στις βερμούδες μας, στο ύψος των μπουτιών. Κάθε τόσο, ένα σμήνος από παράσιτα σάρωνε και τις 14 ίντσες της οθόνης, σμήνος που γινόταν πολυπληθέστερο και όλο και πιο ακανόνιστο κάθε φορά που ο καμαρότος έβαζε μπροστά την φραπεδιέρα. Η δε φωνή του σπίκερ έφτανε στα αυτιά μας σαν ψίθυρος, αλλά αυτό δεν ήταν απαραίτητα κακό. Πριν γίνουν μόδα οι βαλεριάνες και τα φυτικά ηρεμιστικά, οι παλιοί εμπιστεύονταν τη φωνή του Κώστα Καπάταη.
Από κάθε άποψη ήμασταν αξιοθρήνητοι. Παραμέναμε όμως εκεί χωρίς να είναι το θέαμα αυτό που μας κρατάει. Από άποψη ποιότητας το ματς ήταν μάλλον μέτριο. Αν, ωστόσο, εξακολουθείς να απορείς γιατί το κάναμε, τότε μάλλον από κάποιο λάθος βρέθηκες σε αυτό το κείμενο.
Το συγκεκριμένο παιχνίδι είναι από τα κλασικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ανάμεσα σε δύο ομάδες που πολύ δύσκολα έφταναν μέχρι το τέλος της διαδρομής. Λες και είχαν κάποιο έμφυτο ελάττωμα. Η Αργεντινή του 1998, προικισμένη με ταλέντο, μα και μπερδεμένη έως αυτοκαταστροφική, ζούσε τις μέρες του Ορτέγκα που θα γινόταν ο νέος Μαραντόνα. Η Ολλανδία του 1998, πάντα μπλαζέ και σνομπ, διέθετε μια σπουδαία φουρνιά ποδοσφαιριστών, ήταν κατά τα βάση τα μωρά του Άγιαξ που είχαν ενηλικιωθεί.
Και ανάμεσα σε όλους αυτούς ξεχώριζε εκείνος. Ατσαλάκωτος για να παθιαστείς μαζί του. Καθόλου αθλητικός για να νιώσεις δέος από τη θωριά του. Κάπως εύθραυστος στο σουλούπι και με αυτή τη φοβία για τα αεροπλάνα, που ερχόταν ως πρώτη πληροφορία κάθε φορά που ακουγόταν το όνομά του. Παρόλα αυτά, ήταν απολαυστικός με την μπάλα στα πόδια για να μην του αφιερώσεις το βλέμμα σου ολοκληρωτικά.
Ο Ντένις Μπέργκαμπ ήταν ένας επιθετικός περιοχής που ερχόταν από το μέλλον, οι πρώτες εικόνες του ψευτοεννιαριού, αφού μπορούσε με την ίδια άνεση να σκοράρει και να δημιουργεί, φτιαγμένος όμως με τους πρώτους, αρχέγονους, πολύτιμους λίθους του ποδοσφαίρου: τεχνική, φαντασία και όσα μετατρέπουν αυτό το άθλημα σε σωματοποιημένη τέχνη πάνω σε γρασσίδι και μέσα σε τέσσερις γραμμές.
«Δεν νομίζω ότι θα τα καταφέρει στην Αγγλία. Εννοείται ότι είναι ένας από τους καλύτερους παίκτες στον κόσμο, μα είναι πνευματικά αδύναμος. Δεν είναι νικητής, είναι Loser, είναι κοτούλα». Ποδοσφαιρική προφητεία εν έτει 1995, διατυπωμένη από Ολλανδό δημοσιογράφο στη βρετανική Ιντιπέντεντ, όταν η Άρσεναλ αγόραζε τον στραπατσαρισμένο Ντένις από την Ίντερ.
Το 1998 ο Μπέργκαμπ την είχε ήδη διαψεύσει και την κονιορτοποίησε μερικά χρόνια αργότερα, όντας η προσωποποίηση της κομψότητας στην αήττητη Άρσεναλ. Το άγάλμα που έχει στηθεί προς τιμήν του έξω από το Emirates, τον έχει αιχμαλωτίσει σε ένα σπάνιο για επιθετικό στιγμιότυπο. Δεν πανηγύριζει την επίτευξη ενός τέρματος, ούτε σουτάρει με προσήλωση προς την εστία. Αντίθετα, κατεβάζει την μπάλα με ένα άψογο κοντρόλ, με ένα χάδι.
Εκείνο το ματς του Μουντιάλ ήταν η επιτομή των δύο χαρακτηριστικών που αναφέρθηκαν παραπάνω.. Έγινε ένα με το γρασίδι για να δώσει ασιστ με το κεφάλι στον Κλάιφερτ. Και στο 90’… στο 90’ έκανε αυτό που μόνοι οι σπουδαίοι μπαλαδόροι μπορούν να κάνουν: έκανε τα λόγια να στερέψουν και να σε φέρει πιο κοντά στον άλογο ευατό σου, στο συναίθημα.
Μπορεί ο Ολλανδός σπίκερ να έγινε Χελάκης πριν το Χελάκη, αλλά εμείς, που αν δεν υπήρχε το YouTube δεν θα είχαμε ακούσει χρόνια μετά αυτό το έπος, περιοριστήκαμε σε ένα μακρόσυρτο, ορμητικό και υπόκωφο «Ωωωωωω!» που είχε τόση ένταση σε συναίσθημα που σχεδόν ένιωθες να κόβει την πνιγηρή ατμόσφαιρα του πλοίου.
Περιμένοντας να πέσει το ριπλέι για να καταλάβουμε τι είδαμε, ένα αγριεμένο «Στάματα το μηχάνημα, ρε! Δεν βλέπεις ότι κάνει παράσιτα» εκτοξεύθηκε προς το μέρος του καμαρότου. Και είναι από αυτές τις παράξενες φορές που τόση πολλή ομορφιά, όσο και όπως θα χωρούσε σε μια μικροσκοπική και πανάρχαια οθόνη, «προλογιζόταν» από τόση αγένεια.