Αυτό δεν είναι ένα άρθρο ποδοσφαιρικό. Είναι ένα άρθρο για το ποδόσφαιρο. Για τα μοναδικά συναισθήματα που μπορεί να χαρίσει σε έναν άντρα ένα παιχνίδι σαν τον δεύτερο ημιτελικό ανάμεσα σε Λίβερπουλ και Μπαρτσελόνα. Για την άγρια χαρά, τον ξέφρενο πανηγυρισμό, τα δάκρυα, τις σφιγμένες γροθιές. Για το σημείο εκείνο που μιλάς μόνος σου, που βρίζεις χωρίς να ξέρεις γιατί βρίζεις και ποιον, που φωνάζεις «δώστην δεξιά!», που σηκώνεσαι στις μύτες των ποδιών σου σαν Πρίμα Μπαλαρίνα όταν ο αντίπαλος βγαίνει στην αντεπίθεση, που οι τρίχες στο σβέρκο σου σηκώνονται σούζα. Είναι ένα άρθρο που αποθεώνει το ποδόσφαιρο, ΑΥΤΟ το ποδόσφαιρο που είδαμε στο Άνφιλντ αλλά και στο Μάντσεστερ με την πρόκριση της Τότεναμ και δυο φορές από τον Άγιαξ κόντρα σε Ρεάλ και Γουβέντους και στο Παρίσι με τη νίκη της Γιουνάιτεντ. Διότι το ποδόσφαιρο, αυτό το ποδόσφαιρο, είναι κάτι που σε παίρνει από το χέρι και σε ταξιδεύει τόσο ψηλά, που σου κόβεται η ανάσα, που μοιάζει να σου τελειώνει το οξυγόνο.
Διάβασε εδώ γιατί πρέπει να μας γίνει μάθημα η νίκη της Λίβερπουλ.
Θυμηθείτε ξανά το παιχνίδι στο Άνφιλντ: ειδικοί, άσχετοι, δημοσιογράφοι, Ισπανοί, Άγγλοι, ουδέτεροι, υποστηρικτές της Μπαρτσελόνα, σχεδόν ο κόσμος όλος, είχε το ματς στο μυαλό του ως μια τυπική διαδικασία. Με 3-0 το πρώτο ματς. Με τη Μπάρτσα πλήρη και υποψιασμένη από το περσινό κάζο στη Ρώμη. Με τη Λίβερπουλ ψυχολογικά ευάλωτη από τη νίκη της Σίτι πριν λίγα 24ωρα, που την έφερε αγκαλιά με τον τίτλο στην Αγγλία. Και τη Λίβερπουλ χωρίς Σαλάχ, Φιρμίνο και Κεϊτά; Πού πας ρε Καραμήτρο; Υπήρχαν όμως κάποιοι που το πίστευαν, το έβλεπες στα μάτια τους σε κάθε τηλεοπτικό πλάνο. Όχι οι παίκτες - δεν ξέρω αν το πίστευαν και πόσο, αλλά το πρόσωπό τους δεν φανέρωνε τα συναισθήματά τους. Μιλάω για τον κόσμο στο Άνφιλντ. Αυτούς που έχουν δει και βιώσει τόσα και τόσα από τη Λίβερπουλ. Τους «στερημένους», που έχουν να δουν πρωτάθλημα 29 χρόνια και μάλλον θα γίνουν 30. Αλλά που πιστεύουν. Με όλη τους την ψυχή. Με όλο τους το «είναι». Διότι είναι αυτοί που αγαπούν το αληθινό ποδόσφαιρο. Το πραγματικό. Αυτό, όπου όλα μπορούν να συμβούν.
Δεν υπήρχε άλλο μέρος στον κόσμο όλο που θα ήθελα να βρίσκομαι χθες το βράδυ από το Άνφιλντ. Να γίνω ένα κουβάρι με τον κόσμο αυτό που γέλαγε, έκλαιγε, φώναζε, τραγουδούσε. Που πίστεψε και είδε το βουνό να μετακινείται, τη θάλασσα να ανοίγει στα δυο, τη βάτο να φλέγεται. Που περπάτησε πάνω στο νερό και δεν πνίγηκε. Εκεί θα ήθελα να είμαι και μετά το ματς να περπατήσω στους δρόμους του Λίβερπουλ, για να δω πώς ακριβώς είναι Ευτυχία ζωγραφισμένη πάνω στα ανθρώπινα πρόσωπα, ποτισμένη από μια λιμνοθάλασσα μπύρας.
Δεν έλυσε κανένας φίλος της Λίβερπουλ τα προβλήματά του το βράδυ της Τρίτης - εκτός αν είχε παίξει στο στοίχημα όλο του το βιός στην πρόκριση της Λίβερπουλ. Δεν βρήκαν δουλειά οι άνεργοι, δεν θεραπεύτηκαν οι άρρωστοι, δεν χάρισαν οι τράπεζες τα δάνεια στους οφειλέτες, δεν πήραν αύξηση οι χαμηλόμισθοι. Κι όμως, οι φίλοι της Λίβερπουλ, οι φίλοι του ποδοσφαίρου, έγιναν ευτυχισμένοι το βράδυ της Τρίτης και είμαι σίγουρος ότι παραμένουν ψηλά στο συννεφάκι της χαράς και σήμερα, θα είναι και αύριο και πολλές ακόμα μέρες. Από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα.
Από το απόλυτο συναίσθημα που βίωσαν. Από την μεγαλύτερη έκπληξη του αιώνα, της χιλιετίας, της ιστορίας του ποδοσφαίρου. Από «22 μαντράχαλους που κλωτσάνε μια μπάλα». Από 90 αγωνιστικά λεπτά. Βίωσαν αυτά που μόνο ένα τέτοιο ποδοσφαιρικό ματς μπορεί να χαρίσει σε έναν άντρα: τα απόλυτα συναισθήματα, την ακραία αγωνία, την πεποίθηση όι το αδύνατο μπορεί να πραγματοποιηθεί, ότι ο αντίπαλος είναι θνητός αλλά ο δικός σου ήρωας είναι ημίθεος.