Κυριακή απόγευμα και όπως είναι λογικό, η ώρα είναι ιδανική για μπάλα. Και όμως κύριοι, όχι, δυστυχώς αυτό ίσχυε για τις παλιές καλές εποχές και δεν ισχύει πια. Διότι στο Παναθηναϊκός-ΑΕΚ τα πάντα ήταν μηδέν. Οι όποιες φάσεις βγήκανε έμοιαζαν τυχαίες ή από λάθη του αντιπάλου –κανένα πλάνο, καμία δουλεμένη φάση, καμία ατομική έμπνευση.
Μιλάμε για μεγαλειώδες βαρετότατο θέαμα. Σαν σχολική γιορτή που δεν κατάφερες να την κάνεις κοπάνα. Μία τεράστια κηδεία θεάματος, ιδανική επιβεβαίωση αυτού που ήδη ξέραμε: το ελληνικό πρωτάθλημα είναι εδώ και χρόνια κλινικά νεκρό.
Ίσως, τελικά, να μην είναι τυχαίο το όνομα του πρωταθλήματός μας και οι εκλεκτικές ετυμολογικές συγγένειες που προκύπτουν. Διότι η μοναδική άλλη χώρα που ονομάζει το πρωτάθλημά της Superleague είναι η Ινδία.
«Όλα όσα γνωρίζω σχετικά με την ηθική και την ευθύνη, τα έχω μάθει από το ποδόσφαιρο» είχε πει ο Αλμπέρ Καμύ, τον οποίο πρόσφατα μνημονεύσαμε. Και πράγματι πρόκειται για μεγάλη αλλά και δύσκολη αλήθεια. Μπορείς μέσα από τον αθλητισμό, και ιδιαίτερα την μπάλα, μέσα από το θέαμα αλλά και τις «αντρίκιες» ιστορίες που προσφέρει να καταλάβεις πολλά.
Πώς να λειτουργείς μέσα μια ομάδα, πως να παλεύεις για κάτι κοινό και όχι μόνο για την πάρτη σου, πως να χάνεις με το κεφάλι ψηλά. Από το ποδόσφαιρο μπορείς να καταλάβεις πως μαγκιά είναι –όταν να νικάς- να μπορείς να δώσεις το χέρι σου στον πεσμένο αντίπαλο, και όχι να τον πατάς στον λαιμό όταν τον βρίσκεις μπόσικο.
Φυσικά, εδώ και χρόνια, τέτοιες απαιτήσεις από το ελληνικό πρωτάθλημα δεν έχω. Έχω όμως την απαίτηση –η οποία τείνει να γίνει παράκληση, για να μην πω παρακάλι- να μπορώ να δω ένα ματς δίχως να πονάνε τα μάτια μου. Το μυαλό μου. Και η ψυχή μου.
Διότι σε περίπτωση που δεν το έχουν καταλάβει οι ιθύνοντες πολλοί από εμάς, φίλαθλοι και πωρωμένοι με την μπάλα, το αγαπάμε το καταραμένο. Το λατρεύουμε με πάθος από μικρή ηλικία, είναι το αγαπημένο μας παιχνίδι στον κόσμο, και μας πιάνει σιχασιά να το βλέπουμε να το τυραννάνε.
Αν θυμάσαι εποχές με «μπανάνες» του Σαραβάκου, κατεβασιές ασταμάτητες του Τζόρτζεβιτς από την αριστερή πλευρά, την εκρηκτική παρουσία του Ντέμη μέσα στην περιοχή δυσκολεύεσαι να δεις τη σημερινή κατάντια. Γιατί κατάντια είναι· ακριβώς το αντίθετο από το μπάσκετ με άλλα λόγια, όπου ακόμη και το Δόξα Λεύκαδας-Τρίκαλα να παρακολουθήσεις το θέαμα είναι υψηλού επιπέδου ή αν όχι τόσο υψηλού επιπέδου, τουλάχιστον θα δεις ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι.
Το γεγονός ότι οι περισσότεροι φίλοι του μόνιμα πια πρωταθλητή Ολυμπιακού γκρινιάζουν είναι ίσως και η τρανότερη απόδειξη πως η φάση έχει σαπίσει πραγματικά. Έχει μείνει μόνο η μουρμούρα, η καχυποψία και η γκρίνια. Θυμίζει ξεπεσμένο club της παραλιακής που έχασε προ πολλού την αίγλη του. Και τώρα μέσα βρίσκονται μόνο οι «σάπιοι» πορτιέρηδες, κάτι ξεπεσμένα πρώην μοντέλα και οι παλιοί θαμώνες που βαριούνται τη ζωή τους –και δε μπορούν να κόψουν τη συνήθεια.
Κάτι ομάδες, όπως ο Πανιώνιος, που τα καταφέρνει να παρουσιάζει εδώ και δύο χρόνια μια αξιόλογη πορεία μέσα στη λάσπη, δεν αρκούν για να φέρουν πίσω το χαμόγελο στα πρόσωπά μας. Η εικόνα της Superleague, είναι ίδια με την εικόνα στο βίντεο του κου Αυγολέμονου. Θυμίζει ιππόδρομο στα 90s με κάτι κουρασμένα παλικάρια στις εξέδρες και «σάπια» άλογα για πρωταγωνιστές. Μονάχα, τελικά, οι «εξαρτημένοι» μπορούν να συνεχίζουν να βλέπουν το πρωτάθλημα και να υποβάλουν τον εαυτό τους σε αυτό το μαζοχιστικό βασανιστήριο. Μονάχα τα «αρρωστάκια» που τους ενδιαφέρει να ρίξουν δυο «μπαλάκια» στον αντίπαλο –για να μπορούν, την άλλη μέρα στη δουλειά, να πουν στον συνάδελφο «δεν σε χάλασε που σε γλέντησα».
«Ερωτεύτηκα το ποδόσφαιρο όπως αργότερα θα ερωτευόμουν τις γυναίκες: ξαφνικά, ανεξήγητα, χωρίς δεύτερη σκέψη για τον πόνο και την αναστάτωση που θα έφερνε στη ζωή μου» γράφει στο «Ο Πυρετός της Μπάλας» ο συγγραφέας του «High Fidelity», Nick Hornby. Και θα θέλαμε να του δώσουμε το χέρι για αυτές του τις φράσεις. Διότι είναι σα να βρίσκεται στο πετσί μας, εμάς που έχουμε χάσει κάτι που γουστάραμε και αγαπάμε. Και που ελπίζουμε κάποια στιγμή, άσχετα με τις πίκρες και την ανακατοσούρα που μας φέρνει η ένταση της μπάλας, άσχετα με τις χαρές που μας έχει χαρίσει, να έρθει ξανά πίσω και αυτό που λείπει περισσότερο στην Ελλάδα: το θέαμα, η πραγματικά καλή «μπάλα».