Έχω ανέβει στο συγκεκριμένο μέρος άπειρες φορές, καθώς το Ναύπλιο έχει εξελιχθεί στο εύκολο καταφύγιό μου από την Αθήνα και το Παλαμήδι το χώρο της απόλυτης χαλάρωσης με φόντο τη θάλασσα ή το Μπούρτζι. Με αυτοκίνητο και Αττική Οδό ως σύμμαχο άλλωστε, λιγότερη ώρα κάνεις για την πρωτεύουσα της Ελλάδας επί Καποδίστρια παρά το Κηφισιά-Γλυφάδα τις ώρες αιχμής.
Αυτή τη φορά λοιπόν αποφάσισα να ανέβω μεν στην κορυφή της Ακρόπολης, ωστόσο χωρίς τη συνδρομή του αυτοκινήτου μου. «Τόσες φορές έχεις πάει και δεν έχεις κουνήσει τα πόδια σου;» μου είπε πρόσφατα μια φωνή και με έζωσαν τα φίδια. Από το ακολουθείς την πεπατημένη οδό δεν είναι κακό καμιά φορά να αναζητείς κάποιο μίνι challenge προκειμένου να αλλάζεις λίγο τη διάθεσή σου. Για μένα λοιπόν αυτό το κάτι ήταν η επί ποδός ανάβαση στο Παλαμήδι.
Για πρώτη φορά λοιπόν στα χρονικά αντί να πάρω τον κλασικό δρόμο αριστερά από το λόφο, σταμάτησα στο δρομάκι πλάι στην είσοδο του ξακουστού μονοπατιού με τα θρυλικά 1000 σκαλιά μέχρι την κορυφή και ξεκίνησα τη «Μετακίνηση 6» προς την κορυφή. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλή ευκαιρία να αρχίσω το μέτρημα των σκαλιών, προκειμένου να αποδείξω σε όλους ότι το έκανα.
Κάπου στο σκαλί νο.47 ωστόσο άρχισα να ξεχνάω
Είναι η στιγμή που παρά το κρύο το φούτερ μου μοιάζει ασήκωτο εξαιτίας του ιδρώτα και σαν τενίστας παλιάς κοπής το τυλίγω γύρω από το λαιμό προκειμένου να παίρνω αέρα. Κάνω τη σκέψη να αρχίσω από την αρχή το μέτρημα αλλά το υψόμετρο δεν με βοηθάει ιδιαίτερα.
«Είναι άραγε 47 τα σκαλιά; 58; Ή μήπως 130 και κάτι;» σκέφτομαι από μέσα μου καθώς διαβαίνω το στενό πέρασμα του μονοπατιού. Πού να πηγαίνεις πίσω τώρα που ξεκίνησες; Διότι κακά τα ψέματα αν ξανακατέβεις δεν υπάρχει περίπτωση να ξανανέβεις. Έτσι λοιπόν εγκαταλείπω την ιδέα και απλώς επιχειρώ να φτάσω στον τελικό προορισμό. Είμαι όμως στην αρχή ακόμα και κοιτάζοντας την κορυφή της Ακροπόλεως συνειδητοποιώ ότι μέχρι να ανέβω πάνω θα γίνω μουσκίδι.
Δεν είναι ότι ο δρόμος έχει πολλά ζιγκ ζαγκ αλλά από τη μία η θέα που θες να απολαύσεις, από την άλλη η περίεργη διαδρομή, ύστερα οι διάφοροι σταθμοί που σε καλούν να ξαποστάσεις και κυρίως το πιάσιμο στη μέση, τα γόνατα, τους γοφούς λειτουργούν σαν συναγερμός προς εγκατάλειψη. Αν υπήρχε κάποιος γερανός εκεί γύρω η κάτι τέτοιο δεν μοιάζει με άσχημη ιδέα, το γεγονός όμως ότι πρέπει να το περπατήσεις μόνος σου προς τα κάτω δεν είναι και η καλύτερη σκέψη.
Ξάφνου όμως έρχεται ένα νέο κίνητρο.
«Excuse me»
Ακούω από πίσω και ένα ζευγάρι ξένων -Γερμανοί πρέπει να ήταν – με δέρμα ανοιχτό σαν το χιόνι και μια προφορά που αναζητά μια λέξη από -ρ- για να την προφέρει με -γ- μου χαμογελούν λέγοντάς μου ουσιαστικά «κάνε λίγο στην άκρη γιατί μας χαλάς το ρυθμό». Δεν είχαν και άδικο οι άνθρωποι εδώ που τα λέμε. Οι τύποι πήγαιναν με κανονική ταχύτητα και έπεσαν πάνω σε μένα που ήμουν σαν σαράβαλο που αναζητεί βενζίνη, λάδια και γρύλο στη μέση του πουθενά καθώς ο κινητήρας αγκομαχάει και ετοιμάζεται να διαλυθεί. Κάνω στην άκρη ελπίζοντας να μην ακουμπήσουν πάνω στην ιδρωμένη μπλούζα μου, την ώρα που εκείνοι μοιάζουν να βγήκαν μόλις από το στεγνωτήριο, παρότι έχουν κάνει την ίδια διαδρομή με μένα.
Η ντροπή που αισθάνθηκα δεν έχει προηγούμενο. Αισθάνομαι κυριολεκτικά σαν τους απαράδεκτους οδηγούς στα ελληνικά νησιά που επειδή πάνε αργά πιάνουν και τις δυο λωρίδες δίχως να ενδιαφέρονται για το κομβόι δυο χιλιομέτρων που έχουν δημιουργήσει πίσω τους. Με πιάνει το πατριωτικό μου και αποφασίζω να λάβω σκληρά μέτρα. Παρατηρώντας το ρολόι συνειδητοποιώ ότι δεν προλαβαίνω να μπω στο Παλαμήδι καθώς έχει περάσει η ώρα που είναι ανοιχτό για το κοινό, με τη ζέστη όμως που με έχει πιάσει θέλω να ρίξω βουτιά στη θάλασσα αδιαφορώντας για το γεγονός ότι είναι Δεκέμβριος. Και για να σε προλάβω, όχι δεν είμαι χειμερινός κολυμβητής.
Αρχίζω να ανεβαίνω τα σκαλιά δυο-δυο και τελικά το μαρτύριο τελειώνει γρήγορα. Ο απέραντος δρόμος των σκαλιών σύντομα τελειώνει και για αποζημίωση αράζω στην κορυφή, κοιτάζοντας τη θέα. Είναι πραγματική αποζημίωση την ώρα που το ηλιοβασίλεμα σου δίνει την αίσθηση ότι θα ακούσεις Κινέζους να χειροκροτούν όπως γίνεται στη Σαντορίνη. Ακολουθεί ένα μακρόσυρτο λαχάνιασμα και ταυτόχρονα ένα τεράστιο μούδιασμα στα οπίσθια που σε προειδοποιεί να μην τολμήσεις να κάτσεις κάπου για τα επόμενα 45 λεπτά. Κοιτάζω την καταγάλανη θέα και ηρεμώ.
Η θάλασσα με καλεί, αλλά ξέρω ότι μόλις φτάσω στην παραλία της Αρβανιτιάς το κρύο μπορεί να γυρίσει την κατάσταση μπούμερανγκ. Αδιαφορώ πραγματικά όμως. Τα γόνατά μου έχουν γίνει θρύψαλα πλέον αλλά η αποθεραπεία που ετοιμάζομαι να υποβάλλω στον εαυτό μου, ενδεχομένως να σώσει τον τραυματισμένο μου σκελετό. Η περιπλάνησή μου όπως είναι φυσιολογικό τελειώνει με τη βουτιά. Το νερό είναι ακριβώς όπως το φαντάζεσαι. Με παρόμοια θερμοκρασία με τον πάγο που βάζεις στη vodka ή το whiskey, ωστόσο η παγοθεραπεία τα λύνει όλα. Δεν κάνω καν προσπάθεια να κουνηθώ, κάθομαι απλά στα ρηχά και κοιτάω τον ουρανό. Βγαίνω έξω, αλλά το τσουχτερό κρύο με αναγκάζει να ξαναμπώ στη θάλασσα. Όταν πλέον βγαίνω είμαι πραγματικό περδίκι. Όχι σε αντοχή, αλλά σε πιάσιμο.
Με λίγα λόγια, μέσα μια μέρα πραγματοποίησα δύο milestones που δεν περίμενα ποτέ ότι θα κάνω. Και Παλαμήδι με τα πόδια και χειμερινό μπάνιο. Ας είναι καλά το Ναύπλιο και κυρίως οι δύο Γερμανοί. Αλλιώς δεν το συνιστώ.