Το μόνο που γνώριζα για το Limerick μέχρι εκείνη την εποχή, ήταν πως από εκεί ξεκίνησαν οι Cranberries. Γενικότερα, αν υπήρχε στην Ελλάδα ένας καλός λόγος για να γνωρίζεις το Limerick ήταν σίγουρα η μπάντα από την Ιρλανδία. Το πρώτο μου ταξίδι σε αυτή, έγινε όταν ήμουν δευτεροετής στο Πανεπιστήμιο όπου ο συμφοιτητής μου ο Steven, μας κάλεσε να περάσουμε το Πάσχα των Καθολικών με την οικογένεια του. Έκατσα στο Δουβλίνο μόλις δεκαπέντε λεπτά, πριν επιβιβαστώ στο αμάξι για την Δύση των Ιρλανδίας. Το Limerick.
Μεσαιωνική πόλη που δεν έχει περάσει λίγα. Αρχικά, ένα από τα αξιοθέατα της περιοχής είναι το κάστρο του πρίγκιπα Ιωάννη – του αδερφού του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου. Ο Ιωάννης έφτιαξε το κάστρο του ως οχυρό για να καταστείλει τις οποιεσδήποτε επαναστάσεις στην Ιρλανδία (τελικά θα αποτύγχανε πανηγυρικά) και έδωσε μία ατμόσφαιρα στην πόλη που δεν υπήρχε μέχρι τότε. Καθαρά μεσαιωνική. Βέβαια όπως θα αποδεικνυόταν, οι Ιρλανδοί όχι μόνο δεν είχαν ανάγκη την κουλτούρα των Άγγλων αλλά δεν θα ήθελαν και τίποτε άλλο καθαρά «αγγλικό» που να τους θυμίζει το τι γίνεται με τους γείτονες τους στο Βορρά. Και μεταξύ μας, πολύ καλά έκαναν.
Το Limerick είναι μία εξαιρετική πόλη για να περπατήσεις. Έχει αρκετή υγρασία μιας και μέσα από την πόλη περνάει ο ποταμός Shannon, ενώ για τον ίδιο λόγο υπάρχει αρκετή βλάστηση στην περιοχή. Για την ακρίβεια, ο Stephen μας είχε ότι για να κόψεις και ένα δέντρο στον κήπο σου, πρέπει να έχεις ειδική άδεια από τον δήμο όπου πρώτα πρέπει να τους εξηγήσεις τον λόγο για τον οποίο θες να προβείς σε τέτοια ενέργεια. Με την πόλη να σε κερδίζει από την αρχιτεκτονική μέχρι την φύση και την ηρεμία, αν βρίσκεσαι πρώτη φορά στην Ιρλανδία, το πρώτο που θα θέλεις να κάνεις πριν οτιδήποτε άλλο, είναι να πιεις μία μπίρα. Γιατί και μπίρες φτιάχνουν και ουίσκι έχουν και μία τρομαχτική ιστορία αναφέρει πως ήταν οι Σκωτσέζοι που έμαθαν την τέχνη της απόσταξης από τους Ιρλανδούς. Άλλη ιστορία αυτή. Ας τα βρουν μόνοι τους.
Το σπίτι του Stephen ωστόσο, ήταν κοντά στο People’s Park, ένα πάρκο προς τιμήν του βαρόνου και πολιτικού Thomas Rice, που στο Λιμό της Πατάτας ξόδεψε σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του για να στηρίξει τους Ιρλανδούς πολίτες. Περίπου είκοσι λεπτά με τα πόδια από το πάρκο, βρισκόταν η πρώτη ιρλανδική pub που θα έμπαινα ποτέ στη ζωή μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι διψούσα τόσο πολύ που ήθελα πρώτα να πιω ένα ποτήρι νερό. Ωστόσο αν έφτανα στα 70 και θυμόμουν τον εαυτό μου να έχει πιει νερό αντί για αλκοόλ την πρώτη φορά που μπήκα σε αυθεντική irish pub, ίσως να μην ένιωθα καλά με τον εαυτό μου. Έτσι, στην παραδοσιακή pub της οικογένειας Dolan, ήπια την πρώτη μαύρη μπίρα στην Ιρλανδία για να διαπιστώσω ότι, πράγματι, είχε διαφορετική γεύση από εκείνη της Ελλάδας – οι ντόπιοι θα μου έλεγαν μερικές μέρες μετά ότι ευθύνεται το νερό.
Δεν ξέρω αν φταίει το νερό ή όχι, αλλά σίγουρα θυμάμαι το πόσο διαφορετική ήταν η pub των Dolan’s στο Limerick. Αρχικά η όλη της κουλτούρα διέφερε από αυτή που έβλεπες στην Ελλάδα ή ενδεχομένως και σε άλλες πόλεις του κόσμου. Δεν πήγαινες απαραίτητα για να γίνεις σκνίπα από το ποτό μέχρι τελικής πτώσεως. Στου Dolan’s υπήρχαν νέοι και γέροι, αντροπαρέες και κοριτσοπαρέες, οικογένειες και μοναχικοί τύποι. Όλοι ήταν ήσυχοι μέχρι να ξεκινήσουν οι μπάντες να παίζουν παραδοσιακά τραγούδια – μάλιστα υπήρχε και ξεχωριστός χώρος στην pub όπου γινόντουσαν εμφανίσεις από πιο «νεαρά» συγκροτήματα. Όμως στο κυρίως κτίριο που βρισκόταν η pub, με τις φωτογραφίες της οικογένειας στον τοίχο, με το μεγάλο πορτρέτο του Michael Collins και ξωτικά να έχουν τετράφυλλα τριφύλλια στο στόμα, ο κόσμος δεν ήταν βγαλμένος από κάποια ταινία που έπαιζαν ως κομπάρσοι. Συζητούσαν τα πολιτικά, τον καιρό, παλιές ιστορίες για οικογένειες του Limerick και θρύλους για τέρατα μέσα στα ποτάμια. Η pub ήταν το κέντρο των αστικών ιστοριών που έψαχναν ένα σωρό γραφιάδες για να εμπνευστούν τις ιστορίες τους, όπως και έγινε. Σε κάθε pub ή μπαρ στη γωνιά του πλανήτη. Απλά αυτή η ειλικρίνεια που αντίκριζα σε αυτή την αυθεντική pub του Limerick με το ωραίο φαγητό και την πλούσια μπίρα, με έκανε να το συνειδητοποιώ λίγο καλύτερα. Αυτοί είναι οι άνθρωποι. Και είναι απλοί. Δεν χρειάζεται κάτι κολοσσιαίο για να διηγηθείς τις ιστορίες τους. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να μπορείς να μιλήσεις για αυτή την καθημερινότητά τους και να βασιστείς στην απλοϊκότητα της, διαπιστώνοντας ότι αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που μας κάνει ανθρώπους. Το να μην ζούμε κάτι κραυγαλέο, αλλά συνάμα να είναι για εμάς το εξαιρετικό. Από το να επεξηγείς στο παιδί σου τα πορτρέτα στον τοίχο, μέχρι να τσουγκρίζεις ένα ποτήρι με τους κολλητούς σου, μέχρι να κρατάς το χέρι της καλής σου κάνοντας όνειρα για το μέλλον. Όλα αυτά και άλλα πολλά, έκαναν οι άνθρωποι μέσα στου Dolan’s. Όλα αυτά τα σκηνικά και ακόμη περισσότερα, με έκαναν να αγαπήσω τις αστικές ιστορίες. Τις ανθρώπινες ιστορίες. Τις όμορφες ή τις άσχημες. Γιατί και οι δύο πλευρές ανήκουν στον άνθρωπο. Το πώς επιλέγει να τις αντιμετωπίσει, είναι κάτι το τελείως διαφορετικό. Αλλά συνάμα αυτό είναι που το κάνει και υπέροχο.
Από εκείνη μου την επίσκεψη, εκτός από το ποτό, θέλω να κρατήσω αυτές τις παραπάνω εικόνες. Που συνήθιζαν να συνοδεύονται με folk ιρλανδική μουσική και που έκαναν αυτόν τον δύσκολο κόσμο, να μοιάζει λίγο καλύτερος. Αυτός ο κόσμος που, μπορεί καθημερινά να σιχτιρίζουμε και να γκρινιάζουμε για εκείνον, αλλά είναι αυτός και η καθημερινότητά του που μας λείπει τώρα τελευταία με την πανδημία.
Ο λόγος τώρα στους μουσικούς του Dolan’s. Αυτοί, θα περιγράψουν όλα τα παραπάνω πολύ καλύτερα απ’ ότι το έκανα εγώ.