Ο περισσότερος κόσμος που δηλώνει θαμώνας σε ένα μαγαζί, δυσκολεύεται πολλές φορές να βρει έναν ξεχωριστό λόγο που τον έκανε να το διαλέξει για πρώτη φορά. Υπάρχουν διάφορα κλισέ που επικρατούν και που μάλιστα δεν είναι απαραίτητα αυτό που λέμε «η εύκολη απάντηση». Πράγματι, κάποιοι γουστάρουν το μέρος επειδή πέρασαν καλά ένα βράδυ. Ή επειδή ξεχωρίζουν την μουσική. Επειδή έχουν κάποιον δικό τους που δουλεύει εκεί ή επειδή το μέρος έχει τόσο ενημερωμένη κάβα στα ποτά, που καλύπτει και τους πιο απαιτητικούς.
Στη δική μου περίπτωση, σχεδόν μυθιστορηματικά, η αφορμή να γνωρίσω το Liarman που έχει στα χέρια του τώρα ο Αντρέας Κατσανεβάκης, ήταν ένας αποτυχημένος έρωτας. Ένας χωρισμός που συνέβη όταν το Γκάζι ήταν ακόμα στις δόξες του, με μαγαζιά που εκείνη την εποχή μεσουρανούσαν και με κάποια που ακόμη άντεξαν και αντέχουν και κρατάνε το κοινό τους. Εκείνο το βράδυ ωστόσο, δεν ήμουν πάνω από 25 ετών και οι φίλοι με έβγαλαν έξω για να πιω τον πόνο μου. Ξεκινήσαμε με δύο ποτά σε ένα γνωστό ροκάδικο της περιοχής και χωρίσαμε 2,5 ώρες αργότερα. Όμως όταν είσαι 25, τα βάσανα της απόρριψης δεν έχεις μάθει να τα χειρίζεσαι με ωριμότητα. Εγώ τουλάχιστον ήξερα πως να το κάνω. Δεν είχα πιει ποτέ μόνος μου σε μία μπάρα και μου ήρθαν στο μυαλό δεκάδες διηγήματα που οι πρωταγωνιστές τους έκαναν ακριβώς αυτό. Μέσα σε ένα πλήθος από μαγαζιά που δήλωναν όσο πιο Γκάζι γίνεται, ξεχώρισε ένα μικρό μαγαζί μέσα στη Σωφρονίου, όπου κατάφερε να παίξει δυνατά το ''I Don’t Know'' της Ruth Brown.
Μετά από μία βραδιά που τo Liarman λειτούργησε σαν σανίδα σωτηρίας, στη συνέχεια εξελίχθηκε σε ένα καλό φίλο. Σαν ένα καλό οικοδεσπότη που είχε πάντα μία καλή μουσική, ένα καλό ποτό και ένα όμορφο κλίμα. Μεγαλώνεις και διαπιστώνεις ότι ουσιαστικά δεν χρειάζεσαι κάτι άλλο για να νιώσεις καλά. Και μετά ήρθαν οι επόμενες μέρες. Καλές ημέρες μέσα στα χρόνια, όπου το Liarman φιλοξένησε ένα σωρό καλές στιγμές. Από ερωτικά ραντεβού και ποτά μετά τη δουλειά, μέχρι μαζώξεις με αγαπημένους φίλους, γενέθλια και πρωτοχρονιές. Δεν το ονόμασα ποτέ στέκι μου, αλλά 15 περίπου χρόνια μετά, συνειδητοποίησα ότι είναι ακριβώς αυτό. Στην Ελλάδα δενόμαστε με το μαγαζί που μας προσέχει. Δεν είναι ποτέ κάτι απρόσωπο όπως τείνει να γίνεται στο εξωτερικό. Έχουμε αυτή τη μαγική σχέση με την διασκέδαση, που μπορεί να πηγαίνουμε παντού αλλά ξέρουμε πως μπορούμε να κάνουμε ένα μαγαζί κομμάτι μας. Και εκείνο, ξέρει πως να το συμπληρώσει.
Όλες οι παραπάνω αναμνήσεις δεν έπαιξαν ρόλο μόνο σε μένα, αλλά και σε ανθρώπους όπως ο Αντρέας Κατσανεβάκης, ο άνθρωπος που αυτή τη στιγμή έδωσε στο Liarman το κάτι παραπάνω με το ανανεωμένο του στυλ, το ιντριγκαδόρικο ντεκόρ που θυμίζει κάτι ανάμεσα σε νησί και hacienda, όταν την ίδια στιγμή συνειδητοποιείς ότι κάθεσαι στην καρέκλα του Ziggy Stardust ενώ κοιτάζεις την Φρίντα. O Αντρέας ωστόσο έχει βάλει στο παιχνίδι τόσο το φαγητό όσο και το κοκτέιλ -μιας και ο ίδιος έχει περάσει από διθυραμβικά μπαρ της Αθήνας- ενώ έφτιαξε εξ’ ολοκλήρου την αγαπημένη σε όλους πίσω αυλή του Liarman και την οποία ετοιμάζει να τελειοποιήσει για τους ανοιξιάτικους μήνες που έρχονται και την διατηρεί μέχρι τώρα σαν μυστικό.
Η αλήθεια όμως, για όσους ήμασταν πάντα στο πλευρό του Liarman, είναι πως θα το ακολουθούσαμε και στην Κόλαση. Αν αντιλαμβάνεσαι κάτι μετά από 15 χρόνια θαμώνας σε ένα μαγαζί, είναι πως ανεξαρτήτως του ντεκόρ, των ποτών και της μουσικής, το μαγαζί έχει κάτι από σένα. Δεν είναι κρεμασμένο σε έναν τοίχο ή σερβιρισμένο σε ένα ποτήρι, αλλά την ίδια στιγμή είναι παντού. Και το μόνο βέβαιο, είναι πως υπάρχουν δεκάδες ακόμη που έχουν την δική τους ξεχωριστή ιστορία μέσα από το Liarman. Άνθρωποι που όπως και εγώ, δεν το είδαμε ποτέ ως ένα μαγαζί.
Το είδαμε ως σπίτι. Και το νιώθουμε από την πρώτη γουλιά μέχρι την πρωινή ώρα που κλείνουμε πίσω μας την πόρτα για να φύγουμε με άλλη μία ανάμνηση.