Δεν θυμόμουν κι εγώ πότε ήταν η τελευταία φορά που είχα βγει Κολωνάκι. Όχι ακριβώς Κολωνάκι δηλαδή, αλλά για μένα από εκεί που ξεκινά η Σκουφά ξεκινά και το Κολωνάκι. Είναι αυτό που λέμε «δεν είμαι από μέσα-μέσα, λίγο πιο έξω». Όχι ότι υπήρξα ποτέ «Κολωνακιώτης» και δη «βέρος», αλλά πάντα μου άρεσε, κάποια μαγαζιά έστω, σαν περιοχή διασκέδασης. Είτε για ποτό, είτε για φαγητό.
Αποφάσισα να βγω με μία φίλη πρόσφατα για ένα επαγγελματικό ραντεβού (όσο αστείο κι αν ακούγεται) και η ίδια μου πρότεινε να «πάμε κανά Κολωνάκι που είναι και στη μέση». Οκ λέω εγώ. «Πάμε κανά Ιπποπόταμο;», λέει. «Ιπποπόταμο; Υπάρχει ακόμα αυτό», της απάντησα και ειλικρινά σκέφτηκα πως η τύπισσα πρέπει να βγαίνει τόσο σπάνια λόγω επαγγέλματος (για την ιστορία, δικηγόρος) που έχει μείνει μια δεκαετία πίσω.
Μετά από τον τόνο απορίας στη φωνή, με διαπέρασε ένα νοσταλγικό ρίγος ομολογώ γιατί μου επανέφερε μνήμες από φοιτητικά χρόνια (η σχολή μου ήταν και είναι εκεί δίπλα), όπου ο Ιπποπόταμος θεωρείτο το πιο «in» μαγαζί στο στενό της Δελφών, τουλάχιστον στα δικά μου γούστα, προτιμήσεις και παρέες. Ήταν η πρώτη μου επιλογή για ραντεβού και δη «πρώτο» κι από τις πρώτες μας επιλογές με φίλους.
Έφτασα, λοιπόν, στη Σκουφά με το αυτοκίνητο, σε μία αντιεμπορική μέρα (καθημερινή, αλλά σε πολύ καλή ώρα όπου πάντα βλέπεις κόσμο, πριν νυχτώσει, πολύ πριν τις 9μ.μ. για να καταλάβετε. Τα πρώτα δείγματα από τον πασίγνωστο και -κάποτε- πολυσύχναστο αυτό δρόμο ήταν αποκαρδιωτικά. Ένα δεδομένο θα σας δώσω μόνο για να καταλάβετε: Βρήκα πάρκινγκ αμέσως. Ακριβώς στο ύψος του Ιπποπόταμου. Την νοσταλγία μου επισκίασε ένα συναίσθημα απογοήτευσης και θλίψης από τους ελάχιστους περαστικούς όσο περίμενα τη φίλη μου (κανά τέταρτο), από τους μετρημένους στα δάχτυλα πελάτες καταστημάτων και από τα πολλά παλιά και πλέον κλειστά μαγαζιά, πολλά από αυτά ιδιαίτερα γνωστά και διαχρονικά.
Όλο αυτό το συναίσθημα μετριάστηκε τουλάχιστον, ή έστω αποζημιώθηκε, από τα αμέτρητα συναισθήματα που μου (ανα)γέννησε η εικόνα, το mood και το ελιξίριο της νεότητας που μάλλον έχει ο Ιπποπόταμος. Δίνοντάς μου να καταλάβω ότι το συγκεκριμένο μαγαζί, τι κι αν περιβάλλεται από μία ερημωμένη γειτονιά λουκέτων κι από μία τρομακτική ησυχία νεκροταφείου, είναι αθάνατο και μάλλον έχει υπογράψει επ’ αόριστον σύμβαση με τον κόσμο, αφού φαίνεται πως το όνομα και οι παροχές του το κρατούν ακέραιο στη συνείδηση των πελατών. Περίμενα μάλιστα ότι θα είναι και αυτό επηρεασμένο από τη γενικότερη ξεραΐλα στους πρόποδες της Σκουφά κι ότι δεν θα έχει κόσμο, ωστόσο παρακολουθούσα κόσμο να μπαίνει συνεχώς μετά από μένα.
Αν εξαιρέσεις λίγο το ντεκόρ και κάποιες -ελάχιστες- μικροαλλαγές από τότε (μιλάμε για 10ετία και πίσω) είναι ακριβώς ίδιο! Κλασσικός Ιπποπόταμος! Το μικρό προαύλιο απ’ έξω με την ημισκότεινη ρομαντική ατμόσφαιρα και τα μικρά τραπεζάκια, με μία προέκταση που φτάνει ως τον πεζόδρομο, οι τρεις ξεχωριστοί χώροι μέσα που σου δίνουν τη δυνατότητα επιλογής, ειδικά αν θες να είσαι πιο απομονωμένα, η απαλή αλλά ταυτόχρονα «ζωντανή» (όχι live) μουσική και εν πάση περιπτώσει αυτό το αιωρούμενο κλίμα που σου δίνει την αίσθηση και την επιλογή ενός σταντέ μαγαζιού για ραντεβού.
Μου ξύπνησε πολλές εικόνες και συναισθήματα από φοιτητικά χρόνια, μου έβγαλε μία πολύ ζεστή «μυρωδιά» και μου έδωσε όλα τα πειστήρια για να σας εγγυηθώ πως αν επιλέξετε να πάτε την κοπέλα σας ή το πρώτο σας ραντεβού εκεί, θα κερδίσετε πόντους, ακόμη κι αν η επιλογή σας θεωρηθεί «ντεμοντέ».