Είσαι στο γραφείο και δουλεύεις ασταμάτητα από τις 9 το πρωί στον υπολογιστή, είναι αυτό που κάνεις, εσύ και εκατοντάδες άλλοι άνθρωποι στην ίδια πόλη, στην ίδια χώρα, στην ίδια ήπειρο, στον ίδιο πλανήτη.
Τα δίνεις όλα στο να είσαι ο καλύτερος εαυτός σου πάντα, δηλαδή δουλεύεις στο 150% των δυνατοτήτων σου, είσαι φιλότιμος, εργατικός, δεν κάνεις εκπτώσεις και δεν λυπάσαι τον εαυτό σου ποτέ. Η σχέση σου με τους συναδέλφους είναι η καλύτερη και θέλεις να την διατηρήσεις έτσι, παρά τις αντιξοότητες της δουλειάς και της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί στις μέρες που έπονται μιας καραντίνας κι ενός οικονομικού κόλαφου.
Ο σκοπός σου είναι να πέφτεις ικανοποιημένος στο κρεβάτι μετά από μία δημιουργική ημέρα σε όλα τα επίπεδα. Εντάξει μπορεί να μην γίνεται αυτό κάθε μέρα, αλλά τουλάχιστον το προσπαθείς, το παλεύεις. Η ζωή είναι δύσκολη αλλά δεν είναι ακατόρθωτη.
Πώς θα μοιάζουν τα μπαρ μετά τον κορονοϊό.
Ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα που μου έφερε ο ιός προσωπικά είναι που έκλεισαν τα αγαπημένα μου μπαρ. Το απάγκιο όλων των σκληρά εργαζομένων του κόσμου. Τώρα όμως επιστρέφουμε ξανά από εκεί που είχαμε σταματήσει.
Εδώ βρίσκουμε μία απότομη έλλειψη αποσυμπίεσης που λέει κι ένας φίλος. Εκείνος εργάζεται σε μουσικό στούντιο και όλη μέρα θέτει τα αυτιά του σε τεράστιες ποσότητες ήχου, καθισμένος σε μία καρέκλα, όπως κι εγώ άλλωστε, η μέση βογκάει στο τέλος της ημέρας και ο πόνος στο ισχίο...ισχύει άσχημα. μετά από 13 ώρες δουλειάς, κλεισμένος μέσα σε ένα μικρό χώρο, υπόγειο.
Το ότι επιστρέψαμε στα μπαρ για μένα είναι ευλογία, όπως και για πολύ κόσμο φυσικά.
Τώρα το βλέπω. Μπορεί μέχρι τώρα και πριν την καραντίνα να μην το είχα πάρει χαμπάρι αλλά τα μπαρ είναι ένας γνήσιο χώρος αποσυμπίεσης.
Μπορεί να βρίζεις τον τύπο που ουρλιάζει δίπλα σου μετά από το δεύτερο ποτό και ξεχνάει οποιαδήποτε ανατροφή μπορεί να του έδωσε κανείς, μπορεί να στραβομουτσουνιάζεις με τον τύπο που θα ζητήσει «μία μπύρα» στον μπάρμαν ο οποίος με τη σειρά του θα πει για εκατομμυριοστή φορά «βαρέλι;», μπορεί να μην θέλεις να βλέπεις τον τύπο που θα πληρώσει 7 ευρώ ένα ποτό κι αντί να κάτσει στη μπάρα θα πάει έξω και θ' αράξει στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, μπορεί χίλια πράγματα να είναι στραβά μόνο και μόνο επειδή εσύ είσαι στραβόξυλο, αλλά τώρα βλέπεις πως όλα αυτά σου λείπουν και σε έκαναν να ξεχνάς το βασικό:
Τη δύσκολη μέρα που μόλις πέρασες.
Η τελευταία αναπνοή του Charles Bukowski.
Εγώ θέλω μπάρα, δεν γίνεται μπαρ χωρίς μπάρα, το να κάτσεις σε ένα τραπεζάκι δεν είναι μπαρ. Το να σου σερβίρουν ποτό σε πλαστικό δεν είναι μπαρ, το να μην έχεις επαφή με τον άλλο δίπλα σου δεν είναι μπαρ, είναι καντίνα νοσοκομείου.
Εντάξει αυτό είναι γκρίνια αλλά πως είναι δυνατόν; Η ιεροτελεστία του ποτού μετά τη δουλειά είναι προσκύνημα προς τον θεό της ψυχικής υγείας και αυτός ο θεός πήγε να εκλείψει με το χάος που έγινε με τον ιό, αλλά πάει τώρα πέρασε.
Μόνο ο ήχος από τα παγάκια που γυρνάνε μέσα στο ποτήρι σου είναι αρκετός για να σε κάνουν να ηρεμήσεις, η κουβέντα που θα πεις με τον διπλανό σου, ακόμη κι αν δεν τον ξέρεις, θα λειτουργήσει σαν ψυχοθεραπεία πάνω στα δεκάδες προβλήματα που κουβαλάς σαν σταυρό από το πρωί.
Νικήτας Σινιόσογλου: Μία συζήτηση με τον συγγραφέα του ανεξερεύνητου άστεως.
Επιστροφή στην κανονική ζωή, πάλι καλά που αντέξαμε και μπορούμε πάλι να καθόμαστε στα αγαπημένα μας σκαμνιά του μπαρ.
Τα μπαρ είναι μάλλον αναντικατάστατα όπως και η ψυχοθεραπεία που προσφέρουν. Εμείς οφείλουμε να είμαστε χαρούμενοι.