Το ξημέρωμα της 18ης Φεβρουαρίου του 2016, ο Παντελής Παντελίδης κίνησε για την απάνω γειτονιά. Για μια στραβοτιμονιά και πιθανότατα 3-4 ποτήρια παραπάνω. Σκοτώθηκε, έχοντας παρέα δυο ωραίες γυναίκες. Είχε φύγει από ένα σπίτι που έπαιζαν χαρτιά. Και μάλλον δεν ήταν από τις βραδιές που το χαρτί τον πήγε. Είχε στραβώσει από την αρχή της παρτίδας μέχρι το τέλος της.
Κάποιοι θα πουν ότι ο Παντελής τα έκανε όλα λάθος εκείνο το βράδυ και το πλήρωσε με τη ζωή του. Με το πιο βαρύ τίμημα. Προσωπικά, θεωρώ ότι εκείνο το βράδυ, το μοιραίο-για τους πολλούς-ο Παντελής έσβησε την απόσταση του λάθους με το πάθος. Πήγε με τσίτα τα γκάζια από την αρχής της βραδιάς μέχρι το τέλος της. Πότε μεταφορικά και πότε στην κυριολεξία. Έζησε πεθαίνοντας. Και έφυγε με τον τρόπο που φεύγουν όσοι περνούν στην αθανασία.
Όλα γρήγορα
Για τον Παντελή δεν είχε σημασία ότι θα πήγαινε για χαρτιά κατευθείαν από την πρόβα. Ούτε ότι το επόμενο βράδυ είχε πρεμιέρα στο μαγαζί. Δεν είχε σημασία τίποτα. Πήρε τη συντροφιά του και πήγε να ζήσει ένα βράδυ ακόμη όπως ακριβώς γούσταρε… Ίσως να ένιωσε ότι είναι ένας μικρός Θεός. Ή απλά ένας άνθρωπος, ένας άντρας, που είχε πάρει την απόφαση να μην κάνει πίσω σε τίποτα. Ούτε καν στο θάνατο. Ο Παντελής δεν ήξερε ότι θα σκοτωθεί εκείνο το βράδυ. Ήξερε όμως ότι για μια ακόμη φορά θα ζούσε στα όρια. Κι αυτό ήθελε. Αυτό γούσταρε. Αυτή ήταν η φύση του. Η ζωή του όλη.
Γι΄αυτό και κάθε φορά που έπιανε την κιθάρα, ότι έβγαινε από την ψυχή και μετά από το στόμα του, τα έσπαγε! Γιατί ήταν εικόνες, παραστάσεις, αισθήματα, βιώματα από μια ζωή στο κόκκινο. Μιας ζωής σαν παραμύθι. Με τη διαφορά ότι αυτό το παραμύθι δεν είχε χαρούμενο τέλος. Ήταν ένα παραμύθι που δεν τελείωσε με το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» αλλά με το «Παραμυθιάζομαι, ξέρω πολύ καλά τι θα συμβεί. Κι ούτε που νοιάζομαι, θέλω μαζί να μας βρει το πρωί…».