«Μου λείπει εκείνος ο ωμός, άναρχος ήχος των Arctic Monkeys»

Κυκλοφόρησε το νέο «Tranquility Base Hotel & Casino» και ένας συντάκτης αναπολεί τα «παλιά».

Τους άκουσα για πρώτη φορά  στο σπίτι μίας κοπέλας που έκανε πάρτι. Το επόμενο πρωινό για την ακρίβεια. Ξυπνήσαμε γύρω στις 12 το μεσημέρι από την μουσική και με θυμάμαι, παρότι προσπαθούσα ακόμη να ανοίξω τα μάτια μου και να ξεφορτωθώ την γεύση από το αλκοόλ στο στόμα, να κάθομαι στον καναπέ όπου αποκοιμήθηκα και να προσπαθώ να καταλάβω τι ακούω.

Έπαιζε το ‘‘I Bet You Look Good on the Dancefloor’’ και θυμάμαι έναν άλλο αγουροξυπνημένο φίλο, τον Μάκη, να γυρίζει και να μου λέει «Ρε συ... ωραίοι αυτοί».

 

 

Indie και όπου βγει

O ήχος των πρώτων δύο δίσκων ήταν κάτι ανάμεσα σε post-punk και garage revival. Το γεγονός ότι αυτοί οι πιτσιρικάδες μεγάλωσαν στο Σέφιλντ ακούγοντας χιπ χοπ και παίζοντας τραγούδια των Queens of Stone Age για να μάθουν καλύτερη κιθάρα, έκανε τα πράγματα ακόμα πιο εμπορικά ακόμη και αν οι ίδιοι δεν το ήθελαν.

Όμως το μεγαλύτερο ίσως ατού τους, ήταν οι αναρτήσεις των τραγουδιών στο MySpace. Όχι, δεν ήταν οι πρώτοι που το έκαναν αλλά ήταν σίγουρα από τις πρώτες μπάντες που, ενώ είχαν ήδη ένα καλό συμβόλαιο με την δισκογραφική, δεν παρέλειψαν να χρησιμοποιήσουν μέχρι και το Facebook της εποχής (σ.σ.: στην πρώιμη έκδοσή του) για να προμοτάρουν τα τραγούδια τους. Και αυτό το λες και καλό μάρκετινγκ.

Μέσα σε πολύ ελάχιστο χρόνο, έγιναν οι ανεπίσημοι εκπρόσωποι της underground indie rock σκηνής.

 

 

Η πορεία προς την δόξα

Σε κάθε περίπτωση όμως, ήταν μία μπάντα που άξιζε την προσοχή. Είχε όλη την ένταση και την μουσική που γύρευες σε μία ροκ μπάντα και σε κάποια σημεία σκεφτόσουν μήπως θα μπορούσαν να αποτελέσουν και το εναρκτήριο λάκτισμα για μία νέα Britpop. Ούτως ή άλλως, ήταν μεγάλοι φανς του Richard Hawley και παρότι ο κόσμος έδειχνε να ανταποκρίνεται στα τραγούδια τους, οι ίδιοι πίστευαν πως δεν είχαν φτάσει ούτε στο απειροελάχιστο κοντά στους αγαπημένους τους Βρετανούς καλλιτέχνες.

Όπως το παρακάτω στιγμιότυπο όπου κέρδιζαν βραβείο Mercury και πίστευαν πως «έκλεψαν» το βραβείο από τον Hawley

 

 

Η αλλαγή

Το στυλ και η μουσική τους εξελίχθηκαν με το ‘‘Humbug’’ του 2009, όπου η μελωδία κατέκτησε το πεντάγραμμό της και ξεκίνησε μία περίοδος «ροκ ρομαντισμού». Μέχρι το ‘‘ΑΜ’’, που τελικά κατέληξε να είναι και ο πιο εμπορικός και βραβευμένος τους δίσκος - και μάλιστα ο μοναδικός σύγχρονος που πούλησε πάνω από 27.000 σε βινύλια. Από ένα σημείο και μετά, νόμιζες πως ο Alex Turner είχε ξεθάψει κάποια κρυφή συλλογή με ακυκλοφόρητα του Elvis. Ή τουλάχιστον αυτό μου ερχόταν εμένα στο μυαλό όταν άκουσα τους τελευταίους δίσκους.

 

 

Οπωσδήποτε, ένας μουσικός δεν μπορεί να μένει στάσιμος. Καλείται να εξερευνήσει μουσικά μονοπάτια που τον εντυπωσιάζουν και που πάντα ήθελε. Είναι άλλο όμως να δοκιμάζεις πράγματα που σε ιντριγκάρουν και άλλο να αλλάζεις ολοσχερώς το στυλ σου. Οι Monkeys κέρδισαν το mainstream κοινό και το έχουν γοητεύσει ξεκάθαρα, αλλά παράλληλα έχασαν τους παλιούς φανς τους οποίους γοήτευσαν με τον post-punk ήχο. Είναι και ο ήχος εκείνος που μου λείπει και εμένα προσωπικά. Ο ήχος χωρίς σχέδιο. Ο πιο άναρχος. Όπου οι στίχοι είναι μερικές προτάσεις που σου έσκασαν στο κεφάλι επειδή ξύπνησες άσχημα και τις έντυσες με το ακόρντο που ένιωθες να ταιριάζει.

 

Τι συνέβη στους Monkeys;

Έγιναν πολιτισμένοι. Πετυχημένοι. Δεν ανησυχούν για τον λογαριασμό στην τράπεζα, για τα ενοίκια. Και όταν μειώνονται οι ανησυχίες σου και οι σκοτούρες σου, ενδίδεις αλλού. Στον έρωτα. Στα όνειρα για το άλλο σου μισό ή την γαλήνη που ήρθε από το πουθενά χάρη στις τελευταίες διακοπές που έκανες. Ήταν ένα ώριμο και απολαυστικό άλμπουμ το ‘‘ΑΜ’’. Δεν ήταν όμως Arctic Monkeys.

Ακούσαμε το Tranquility Base Hotel & Casino. Έχουν ήδη βάλει το άλμπουμ στο Spotify και από το πρώτο κιόλας κομμάτι έχεις ξεκάθαρα έναν πιο ταξιδιάρικο και lounge ήχο. Η αλήθεια; Δεν με τρέλανε. Τον άκουσα με ευχαρίστηση, με όρεξη, αλλά κανένα κομμάτι δεν μου μετέδωσε την ενέργεια που θυμάμαι. Και υπάρχει τεράστια διαφορά στο να αναγνωρίζεις την έμπνευση από την ενέργεια. Πολλές φορές η πρώτη δεν αρκεί για τον κόσμο. Χρειάζεται την δεύτερη για να ταξιδέψει. Παραδέχομαι όμως αυτό: ότι οι Monkeys βγάζουν τα τραγούδια που θέλουν και που αρέσουν πρώτα στους ίδιους. Και αυτό είναι αξιέπαινο για κάθε καλλιτέχνη.

 

 

Και ποιος ξέρει, ίσως στο μέλλον να θυμηθούν τις «ρίζες» τους.



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved