Από τον πατέρα μου έμαθα ότι λίγοι συγγραφείς μπορούσαν να συγκριθούν στο κατασκοπικό theme με τον John Le Carre. Ήταν ο άνθρωπος που μέσα από την ξεχωριστή ατμόσφαιρα των ιστοριών του, μετέδωσε στη γενιά των μπαμπάδων μας τον υπόγειο πόλεμο. Τον Ψυχρό Πόλεμο. Εκείνο των παρακολουθήσεων, των κωδικοποιημένων μηνυμάτων και των εκτελέσεων. Και για την εποχή, τα κατάφερε μία χαρά. Όμως στις αρχές του 1980 -παρότι η Σοβιετική Ένωση δεν είχε ακόμη διαλυθεί- δεν είχε ξεκινήσει να αλλάζει μόνο ο παγκόσμιος χάρτης αλλά και ο τρόπος που γινόταν πλέον ο πόλεμος σε όλο τον κόσμο.
Η νέα εποχή του Πολέμου
Ο Tom Clancy ήταν ο συγγραφέας αυτής της νέας εποχής. Έπαιρνε τα αποκαΐδια των τελευταίων στιγμών από τον Ψυχρό Πόλεμο ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση για να φτιάξει ένα νέο υπόβαθρο στον κόσμο της κατασκοπίας. Μπορεί η mainstream ταυτότητα να αναδεικνύει το «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» και τον τετραπέρατο Jack Ryan, αλλά το βιβλίο υπήρξε στην ουσία η βάση για τα νέα πράγματα που ήθελε να εισάγει ο Clancy στην κατασκοπική λογοτεχνία. Τυπικά, από ένα σημείο και μετά, μας είπε «Ξεκολλήστε λίγο από τον ρομαντισμό του Ψυχρού Πολέμου. Γιατί ο πόλεμος αλλάζει πρόσωπο». Κάπως έτσι μάθαμε για τις νέες μυστικές υπηρεσίες και τον αφανή πόλεμο που διεξάγουν οι πράκτορες στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Και όχι με μηνύματα σε παλτά και κρυμμένα περίστροφα σε τηλεφωνικούς καταλόγους.
Οι hi-tech πράκτορες του Tom
Ένα από τα πλέον αναγνωριστικά των ιστοριών του Tom Clancy, ήταν ο τρόπος με τον οποίο εμφάνιζε την προηγμένη τεχνολογία στα χέρια των υπηρεσιών Εθνικής Ασφάλειας. Τα έπαιξες στα Splinter Cell και στο Division. Δεν σου είναι άγνωστα. Μέσα από τον Clancy μάθαμε για την ύπαρξη της DARPA, που στρατολογεί μεγάλα μυαλά για να σχεδιάσουν τον εξοπλισμό του απόλυτου πράκτορα. Δεν έχουμε πλέον αδιάβροχα και παρακολουθήσεις πίσω από εφημερίδες. Έχουμε προηγμένες κάμερες, εναέριους βομβαρδισμούς μέσω ενδοεπικοινωνίας, συσκευές ηλεκτρομαγνητικού παλμού που αχρηστεύουν τα πάντα και, λίγο-πολύ, gadgets που θα έκαναν τον Q του James Bond να ντρέπεται. Και σε λογικό πλαίσιο. Γιατί τι είναι ένας πράκτορας χωρίς την προηγμένη τεχνολογία στο πλάι του; Απλά θνητός που έχει προσδόκιμο ζωής μικρότερο από 5 δευτερόλεπτα. Ο Clancy λοιπόν εισήγαγε ένα νέο πλαίσιο στο κομμάτι της κατασκοπίας. Εκείνο που λέει ότι, κάποια στιγμή, το πιστόλι θα βγει από τη θήκη και δεν θα μείνει τίποτε όρθιο.
Και σε όλο αυτό βοήθησαν τα video games που επηρεάστηκαν από τις ιστορίες του. Που είναι μέχρι σήμερα βραβευμένοι τίτλοι και που εισήγαγαν νέους ήρωες στο πάνθεο των βιντεοπαιχνιδιών. Αλλά αυτά θα στα πει καλύτερα ο Χρήστος Κάβουρας παρακάτω.
Έχουμε και λίστα με τις αγαπημένες κατασκοπικές μας ταινίες.
Το παιχνίδι που έκανε το Stealth αυτό που είναι σήμερα
Ακούω για κατασκοπάρες τύπου James Bond, Ethan Hunt και Jason Bourne και τρελαίνομαι. Διότι ανάμεσά τους δεν βλέπω καθόλου το όνομα-θρύλο του «Tom Clancy’s Splinter Cell». Της παιχνιδάρας επηρεασμένης από τα βιβλία του συγγραφέα. Του απόλυτου black-op της NSA και του Stealth Gaming, Sam Fisher. Του ειδικού των πεικίνδυνων αποστολών που κάτι γατάκια τύπου 007 και «Mission Impossible» τα έχει για πρωινό χωρίς καν να είναι ξύπνιος. Είναι ο άρχοντας της αντιτρομοκρατικής. Ο τύπος που ξετρυπώνει τρομοκράτες, που διεισδύει ως undercover agent σε εγκληματικές οργανώσεις και προλαβαίνει πυρηνικές καταστροφές, που κρύβεται στις σκιές καλύτερα και από τον Batman και δεν θα διστάσει να βάλει τα χέρια του στα σκατά για χάρη του ευρύτερου καλού.
Ο Sam Fisher με την εμβληματική φωνή του Michael Ironside είναι ένας μικρός ήρωας που μας έκανε για πρώτη φορά να νιώσουμε την ιδιοσυγκρασία και κυρίως την αγωνία του εκπαιδευμένου κομάντο εν ώρα αποστολών-αυτοκτονίας και των δυσκολιών που πρέπει να αντιμετωπίσει σε videogames. Από έναν απλό θόρυβο που πρέπει να αποφύγει, στον τρόπο με τον οποίο θα κρύψει τους αφοπλισμένους και αναίσθητους αντιπάλους, το πώς θα καλύψει τα ίχνη του και τελικά τις επιλογές που θα καθορίσουν την μετέπειτα πορεία της αποστολής του.
Διότι δεν είναι ένας τύπος όπως στα παιχνίδια James Bond που παίρνεις το πιστολάκι - ως First ή Third Person Shooter- καθαρίζεις κακούς, ανατινάζεις πράγματα και καταλήγεις στο τέλος με την γκόμενα. Σε κάθε παιχνίδι, από το πρώτο αυθεντικό «Splinter Cell» του 2002 μέχρι και το «Blacklist» του 2013, είσαι ένα μαζί του. Εκπαιδεύεσαι πλάι του, μαθαίνεις να χειρίζεσαι τα όπλα, αποκτάς την εμπειρία στις δύσκολες καταστάσεις, έρχεσαι σε κόντρα με τον φίλο-αφεντικό σου Lambert, μπαίνεις στον κόσμο του, λύνεις υποθέσεις και καταστάσεις, εκτελείς κόσμο. Με όποιον τρόπο θεωρείς καλύτερο.
Και σύντομα (;) ελπίζουμε ότι θα τον δούμε στους κινηματογράφους. Το γεγονός άλλωστε ότι ο Tom Hardy έχει συμφωνήσει να είναι ο black-op της καρδιάς μας, έχει πάει τις προσδοκίες μας στο άπειρο. O Clancy πάντως έφυγε νωρίς. Αγάπησε τα παιχνίδια και είχε πάντα ιδέες για περισσότερους τίτλους. Σίγουρα ωστόσο, έβαλε το λιθαράκι του στον σκοτεινό κόσμο των μυστικών υπηρεσιών.
Από τον πατέρα μου έμαθα ότι λίγοι συγγραφείς μπορούσαν να συγκριθούν στο κατασκοπικό theme με τον John Le Carre. Ήταν ο άνθρωπος που μέσα από την ξεχωριστή ατμόσφαιρα των ιστοριών του, μετέδωσε στη γενιά των μπαμπάδων μας τον υπόγειο πόλεμο. Τον Ψυχρό Πόλεμο. Εκείνο των παρακολουθήσεων, των κωδικοποιημένων μηνυμάτων και των εκτελέσεων. Και για την εποχή, τα κατάφερε μία χαρά. Όμως στις αρχές του 1980 -παρότι η Σοβιετική Ένωση δεν είχε ακόμη διαλυθεί- δεν είχε ξεκινήσει να αλλάζει μόνο ο παγκόσμιος χάρτης αλλά και ο τρόπος που γινόταν πλέον ο πόλεμος σε όλο τον κόσμο.
Η νέα εποχή του Πολέμου
Ο Tom Clancy ήταν ο συγγραφέας αυτής της νέας εποχής. Έπαιρνε τα αποκαΐδια των τελευταίων στιγμών από τον Ψυχρό Πόλεμο ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση για να φτιάξει ένα νέο υπόβαθρο στον κόσμο της κατασκοπίας. Μπορεί η mainstream ταυτότητα να αναδεικνύει το «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» και τον τετραπέρατο Jack Ryan, αλλά το βιβλίο υπήρξε στην ουσία η βάση για τα νέα πράγματα που ήθελε να εισάγει ο Clancy στην κατασκοπική λογοτεχνία. Τυπικά, από ένα σημείο και μετά, μας είπε «Ξεκολλήστε λίγο από τον ρομαντισμό του Ψυχρού Πολέμου. Γιατί ο πόλεμος αλλάζει πρόσωπο». Κάπως έτσι μάθαμε για τις νέες μυστικές υπηρεσίες και τον αφανή πόλεμο που διεξάγουν οι πράκτορες στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη. Και όχι με μηνύματα σε παλτά και κρυμμένα περίστροφα σε τηλεφωνικούς καταλόγους.
Οι hi-tech πράκτορες του Tom
Ένα από τα πλέον αναγνωριστικά των ιστοριών του Tom Clancy, ήταν ο τρόπος με τον οποίο εμφάνιζε την προηγμένη τεχνολογία στα χέρια των υπηρεσιών Εθνικής Ασφάλειας. Τα έπαιξες στα Splinter Cell και στο Division. Δεν σου είναι άγνωστα. Μέσα από τον Clancy μάθαμε για την ύπαρξη της DARPA, που στρατολογεί μεγάλα μυαλά για να σχεδιάσουν τον εξοπλισμό του απόλυτου πράκτορα. Δεν έχουμε πλέον αδιάβροχα και παρακολουθήσεις πίσω από εφημερίδες. Έχουμε προηγμένες κάμερες, εναέριους βομβαρδισμούς μέσω ενδοεπικοινωνίας, συσκευές ηλεκτρομαγνητικού παλμού που αχρηστεύουν τα πάντα και, λίγο-πολύ, gadgets που θα έκαναν τον Q του James Bond να ντρέπεται. Και σε λογικό πλαίσιο. Γιατί τι είναι ένας πράκτορας χωρίς την προηγμένη τεχνολογία στο πλάι του; Απλά θνητός που έχει προσδόκιμο ζωής μικρότερο από 5 δευτερόλεπτα. Ο Clancy λοιπόν εισήγαγε ένα νέο πλαίσιο στο κομμάτι της κατασκοπίας. Εκείνο που λέει ότι, κάποια στιγμή, το πιστόλι θα βγει από τη θήκη και δεν θα μείνει τίποτε όρθιο.
Και σε όλο αυτό βοήθησαν τα video games που επηρεάστηκαν από τις ιστορίες του. Που είναι μέχρι σήμερα βραβευμένοι τίτλοι και που εισήγαγαν νέους ήρωες στο πάνθεο των βιντεοπαιχνιδιών. Αλλά αυτά θα στα πει καλύτερα ο Χρήστος Κάβουρας παρακάτω.
Έχουμε και λίστα με τις αγαπημένες κατασκοπικές μας ταινίες.
Το παιχνίδι που έκανε το Stealth αυτό που είναι σήμερα
Ακούω για κατασκοπάρες τύπου James Bond, Ethan Hunt και Jason Bourne και τρελαίνομαι. Διότι ανάμεσά τους δεν βλέπω καθόλου το όνομα-θρύλο του «Tom Clancy’s Splinter Cell». Της παιχνιδάρας επηρεασμένης από τα βιβλία του συγγραφέα. Του απόλυτου black-op της NSA και του Stealth Gaming, Sam Fisher. Του ειδικού των πεικίνδυνων αποστολών που κάτι γατάκια τύπου 007 και «Mission Impossible» τα έχει για πρωινό χωρίς καν να είναι ξύπνιος. Είναι ο άρχοντας της αντιτρομοκρατικής. Ο τύπος που ξετρυπώνει τρομοκράτες, που διεισδύει ως undercover agent σε εγκληματικές οργανώσεις και προλαβαίνει πυρηνικές καταστροφές, που κρύβεται στις σκιές καλύτερα και από τον Batman και δεν θα διστάσει να βάλει τα χέρια του στα σκατά για χάρη του ευρύτερου καλού.
Ο Sam Fisher με την εμβληματική φωνή του Michael Ironside είναι ένας μικρός ήρωας που μας έκανε για πρώτη φορά να νιώσουμε την ιδιοσυγκρασία και κυρίως την αγωνία του εκπαιδευμένου κομάντο εν ώρα αποστολών-αυτοκτονίας και των δυσκολιών που πρέπει να αντιμετωπίσει σε videogames. Από έναν απλό θόρυβο που πρέπει να αποφύγει, στον τρόπο με τον οποίο θα κρύψει τους αφοπλισμένους και αναίσθητους αντιπάλους, το πώς θα καλύψει τα ίχνη του και τελικά τις επιλογές που θα καθορίσουν την μετέπειτα πορεία της αποστολής του.
Διότι δεν είναι ένας τύπος όπως στα παιχνίδια James Bond που παίρνεις το πιστολάκι - ως First ή Third Person Shooter- καθαρίζεις κακούς, ανατινάζεις πράγματα και καταλήγεις στο τέλος με την γκόμενα. Σε κάθε παιχνίδι, από το πρώτο αυθεντικό «Splinter Cell» του 2002 μέχρι και το «Blacklist» του 2013, είσαι ένα μαζί του. Εκπαιδεύεσαι πλάι του, μαθαίνεις να χειρίζεσαι τα όπλα, αποκτάς την εμπειρία στις δύσκολες καταστάσεις, έρχεσαι σε κόντρα με τον φίλο-αφεντικό σου Lambert, μπαίνεις στον κόσμο του, λύνεις υποθέσεις και καταστάσεις, εκτελείς κόσμο. Με όποιον τρόπο θεωρείς καλύτερο.
Και σύντομα (;) ελπίζουμε ότι θα τον δούμε στους κινηματογράφους. Το γεγονός άλλωστε ότι ο Tom Hardy έχει συμφωνήσει να είναι ο black-op της καρδιάς μας, έχει πάει τις προσδοκίες μας στο άπειρο. O Clancy πάντως έφυγε νωρίς. Αγάπησε τα παιχνίδια και είχε πάντα ιδέες για περισσότερους τίτλους. Σίγουρα ωστόσο, έβαλε το λιθαράκι του στον σκοτεινό κόσμο των μυστικών υπηρεσιών.