Αυτό που κάνει τον δίσκο κλασικό, είναι η εύκολη κατανόησή του από άτομα τα οποία δεν είναι απαραίτητα φίλοι της jazz. Κόντρα στο ρεύμα της hard bop, ο Davis κατάφερε να αναδείξει τους αυτοσχεδιασμούς μέσα από κουτάκια, χωρίς να περιορίζει τους μουσικούς του αλλά και τον ίδιο. Όπως πολύ σωστά έγραψε ο κριτικός Robert Palmer, το Kind of Blue είναι όλος μελωδίες και ατμόσφαιρα. Η εισαγωγή του So What, του εναρκτήριου κομματιού, είναι η πιο οικεία και χαρακτηριστική μελωδία στον κόσμο της jazz. Δεύτερη, έρχεται αυτή του Blue Train, του John Coltrane.
Το μουσικό περιοδικό Rolling Stone, κατατάσσει το Kind of Blue στη 12η θέση στη λίστα με τους σημαντικότερους δίσκους όλων των εποχών. Η εξήγηση είναι απλή. Ο Miles Davis είχε μαζί του κάποιους από τους καλύτερους μουσικούς της εποχής, όπως ήταν ο Paul Chambers στο μπάσο, ο Jimmy Cobb στα ντραμς, ο Bill Evans στο πιάνο και οι Paul Chambers και John Coltrane στο σαξόφωνο. Ήταν, στην ουσία, μια dream team υπό την καθοδήγηση ενός νεωτεριστή.
Διάβασε επίσης τι είχαμε γράψει για τον Miles Davis
To Kind of Blue δεν είναι απαραίτητα ο καλύτερος δίσκος στον κλειστό κύκλο της jazz μουσικής, καθώς κάτι τέτοιο ήταν και θα είναι υποκειμενικό. Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά, όμως, είναι πως πρόκειται για τον δίσκο με την μεγαλύτερη αλληλεπίδραση μεταξύ των μουσικών και του κοινού, αυτός που κατάφερε να κάνει τη jazz να μοιάζει πιο εύπεπτη σε εκείνους που τη θεωρούσαν σνομπ και υποστήριζαν πως απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό.
Ο ήχος που θα φτάσει στα αφτιά σου είναι μελαγχολικός, ρομαντικός και μοντέρνος και αξίζει κάθε δευτερόλεπτο από την προσοχή σου καθώς η βελόνα του πικάπ σου παιδιαρίζει με το βινύλιο. Αν θέλεις να έρθεις πιο κοντά στη jazz, το Kind of Blue είναι μια καλή αρχή.