Η πανκ γενιά της δεκαετίας του 70 στην Αγγλία, αυτή τη στιγμή διανύουν τα πρώτα χρόνια της τρίτης ηλικίας τους. Όσοι δηλαδή δεν έχουν πεθάνει από τα ναρκωτικά ή δε μετράνε χρόνια στη φυλακή. Αν ωστόσο μπορούν να περηφανευτούν για κάτι είναι ότι χόρτασαν την πανκ μουσική στο απόγειο της, σε μια ταραγμένη περίοδο όπου το πανκ δεν ήταν μόνο συνώνυμο της οποιαδήποτε αντίστασης στο κατεστημένο, αλλά τρόπος ζωής για τη νεολαία της Μεγάλης Βρετανίας.
Ωστόσο μέχρι και σήμερα, για την μπάντα που απασχόλησε περισσότερο το κοινό εκείνη τη δεκαετία, τους Sex Pistols, είναι πολύ συγκεκριμένα τα όσα είναι γνωστά. Ότι ο Johnny Rotten δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του στις συνεντεύξεις. Ότι ο Sid Vicious δεν μπορούσε να παίξει μπάσο. Ότι το God Save The Queen Έβγαινε πρώτο στα charts και οι εταιρείες του έβαζαν δεύτερο πίσω από τον Rod Stewart γιατί φοβόντουσαν την αντίδραση του παλατιού. Ωστόσο αυτό το τραγούδι άφησε ιστορία. Το 2002 σε μια συνέντευξή του, ο Rotten θα έλεγε: «Αυτά τα τραγούδια τα γράφαμε γιατί είχαν πλάκα. Προφανώς και δεν φωνάζαμε τον κόσμο να πάρει τα όπλα και να κάνει εμφύλιο».
Το 1977 όμως ήταν πολύ μακριά από το 2002. Και την εποχή που οι Sex Pistols έβγαζαν το τραγούδι, έγιναν πρώτο θέμα σε όλα τα μέσα ενημέρωσης της εποχής αλλά και πρώτο θέμα συζήτησης στις παρέες των αντιδραστικών νέων. Η βασική μελωδία ήταν γραμμένη στο μπάσο του Glen Matlock – αν και ο ίδιος δεν θα έμενε στο συγκρότημα για να βιώσει από κοντά την φρενίτιδα του God Save the Queen. Ο ίδιος, το είχε ονομάσει αρχικά No Future. Ο Paul Cook είχε αναφέρει τις αμφιβολίες του για τον στίχο ‘‘fascist regime’’ αλλά κανένας από τα μέλη του συγκροτήματος που ήταν όλοι πιτσιρικάδες πήραν αυτή τη δήλωση στα σοβαρά. Και γιατί άλλωστε; Πολλοί λένε ότι τα τραγούδια που γράφουν οι πανκ μπάντες θέλουν να προκαλέσουν σκόπιμα. Όμως για αυτόν ακριβώς το λόγο δημιουργήθηκαν οι πανκ μπάντες εξαρχής.
Βλέποντάς το όμως πιο ψύχραιμα από τη σημερινή εποχή, το τραγούδι ενδεχομένως να μην είχε επηρέασε σε τόσο μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα αν δεν ήταν ο μάνατζερ της μπάντας και κόκκινο πανί για τον Johnny Rotten, ο Malcolm McLaren. Οι περισσότεροι κριτικοί και δημοσιογράφοι μουσικής τον σιχαίνονται -και για καλό λόγο- αλλά ο McLaren ήξερε καλά τη δουλειά του. Ήξερε πώς να είναι απατεώνας και να βάζει το προσωπικό του συμφέρον πρώτο από όλα. Αλλά και τι διαφορετικό θα περίμενε κανείς. Ήταν όμως δική του ιδέα να στείλει σημείωμα στις εφημερίδες ότι η νέα πανκ μπάντα που μανατζάρει θα έβγαζε αυτό το τραγούδι και οι δημοσιογράφοι έκαναν αυτό που ήξεραν να κάνουν καλύτερα. Το έχτισαν. Φρόντισαν να στριμώχνουν την μπάντα σε κάθε συνέντευξη, έχοντας σχεδόν την απαίτηση να πάρουν μια απάντηση για το αν ή όχι καλείται ο κόσμος στα όπλα. «Δεν γράφεις ένα τέτοιο τραγούδι επειδή σιχαίνεσαι την αγγλική φυλή. Το γράφεις επειδή τους αγαπάς και επειδή έχεις μπουχτίσει με το να βλέπεις να τους συμπεριφέρονται άδικα». Δεν λέω ότι ο Rotten δεν πίστευε αυτά που έλεγε τότε, αλλά ο αγνός ενθουσιασμός ενός νέου μουσικού μιας μπάντας που θέλει να ρίξει κλωτσιές στο κατεστημένο, μπορεί να λύσει τη γλώσσα πολύ πιο εύκολα.
Στις 27 Μαΐου του 1977 όπου και κυκλοφόρησε το τραγούδι, ο McLaren περίμενε οι πωλήσεις να πάνε από καλά μέχρι πολύ καλά. Το να ξεπουλήσει ωστόσο, δεν το περίμενε με τίποτα – ή τουλάχιστον έτσι έλεγε ο ίδιος. Η συνέχεια για το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα είναι λίγο πολύ γνωστή. Ο ΜcLaren ήταν αυτός που κανόνισε την περίφημη «κρουαζιέρα» στον Τάμεση, η οποία κατέληξε με σύλληψη των μελών του συγκροτήματος. Το BBC, παραδοσιακά προβλέψιμο, απαγόρευσε το τραγούδι δίνοντας ακόμα μεγαλύτερη δημοτικότητα στην μπάντα και φέρνοντας τις πωλήσεις ακριβώς στο σημείο που ήθελε και κυνηγούσε ο McLaren. Φτάσανε μάλιστα στο σημείο να το απαγορεύσουν και σε γνωστή αλυσίδα δίσκων, με στόχο να σαμποτάρουν τις πωλήσεις. Ακόμη και αν κατάφεραν να περιορίσουν τον κόσμο να το αγοράσει, δεν κατάφεραν στο να τον περιορίσουν με το ακούσει. Για την ακρίβεια ήταν αυτές ακριβώς οι κινήσεις που έφεραν το God Save the Queen να γίνει σύνθημα της νεολαίας της εποχής.
Σίγουρα δεν έχει να πει κάτι σε μια νεολαία σαν τη σημερινή που φαίνεται να βρίσκει μεγαλύτερη έκφραση μέσω της τραπ. Όμως όλα τα πράγματα κάνουν τον κύκλο τους. Ίσως να υπάρξει κάποια στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία, που το τραγούδι να έχει να πει ακόμα περισσότερα σε μια μελλοντική νεολαία. Ένα ωστόσο είναι βέβαιο. Κανείς και ποτέ, δεν κατάφερε να αποδυναμώσει κάτι με το να το απαγορεύσει.