Τι να πρωτοθυμηθούμε για την ταινία θρύλο; Τι να πει κανείς για τον μάστορα της κάμερας Νικολαΐδη; Όλα είναι γνωστά και μπορεί κάποιοι να πουν πως το κουράζουμε το θέμα με τις ταινίες του. Εντάξει ναι, έχει γίνει μεγάλος ντόρος και μπορεί κάπου να κουράζει η επανάληψη. Εμείς όμως θα το πιάσουμε από μία άλλη πλευρά, λίγο πιο κοινωνιολογική. Ουσιαστικά η ταινία έδειξε πως η αστική τάξη στην Ελλάδα μεταλλάχθηκε. Από μία ελπίδα μετατράπηκε σε εφιάλτη. Η ταινία δείχνει μία παρέα ανθρώπων που ζει στο περιθώριο μιας πόλης χωρίς όνομα, μίας πόλης που θα μπορούσε να είναι η Αθήνα. Η δεκαετία του 1980 ήταν για την Ελλάδα κάτι σαν παράδεισος στα χαρτιά, στην πραγματικότητα όμως ήταν μία κόλαση, μία γενική οπισθοδρόμηση στις θολές «αξίες» της μεταπολίτευσης. Το σύγχρονο κράτος άφησε πίσω του συντρίμμια και άρχισε να χτίζει νέα συντρίμμια πάνω στα παλιά. Φαινομενικά η ταινία μοιάζει κάπως ανάλαφρη, βαθιά μέσα της όμως είναι ακραία πολιτικοποιημένη.
«Σπιρτόκουτο»: Η ταινία που άνοιξε την ταφόπλακα της ελληνικής οικογένειας
Ο Αργύρης, ο πρόσφατα αποφυλακισμένος φίλος του Ανδρέας, η Μαρίνα και η Σοφία, αποτελούν μια παρέα που ζει σε μια μονοκατοικία που μοιάζει με το κάστρο του Δράκουλα. Έχουν φτάσει σ’ ένα συναισθηματικό, οικονομικό, ψυχικό και σωματικό αδιέξοδο κι αναζητούν κάτι πάνω στο οποίο θα ακουμπήσουν, κάτι για το οποίο θα άξιζε ακόμα και να πεθάνουν. Εκεί βρίσκουμε και το πρώτο πολιτικό σχόλιο του Νικολαΐδη: Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο μέσα μας αλλά κι έξω μας. Τι φταίει; Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει. Είναι η φύση του αστικού πλάσματος που παραπαίει; Είναι το πολιτικό σύστημα που διαφθείρει; Το σκοτάδι είναι βαθύ και μόνο η φιλία απομένει, ένα τελευταίο προπύργιο μίας ελπίδας που πεθαίνει.
Η Δέσποινα Τομαζάνη (Σοφία), η Δώρα Μασκλαβάνου (Μαρίνα), ο Τάκης Μόσχος (Αργύρης) και ο Τάκης Σπυριδάκης (Ανδρέας), είναι τέσσερις φίλοι, που επέλεξαν συνειδητά να πεθάνουν πίσω από τις κλεμμένες καραμπίνες τους, αντιμετωπίζοντας μ' ένα σαρκαστικό χαμόγελο τους διώκτες τους. Δεν είναι παιδιά του λαού, δεν είναι παιδιά κανενός θεού, είναι ψυχές που ξέρουν πως θα λυτρωθούν μόνο με την δική τους οικειοθελή «έξοδο» από ένα σκοτεινό, αστικό και μοντέρνο Μεσολόγγι.
Σέρνοντας πίσω τους ένα πολυτάραχο παρελθόν, επιδίδονται σε παντοειδείς απρέπειες: τρώνε σε πολυτελή εστιατόρια χωρίς να πληρώνουν, κλέβουν τρόφιμα από σούπερ μάρκετ, ρούχα από καταστήματα, λίρες από χρηματοκιβώτια, λεφτά από φίλους, παίζουν σε ταινίες πορνό (ο Ανδρέας και ο Αργύρης) ή χρηματοδοτούν μια παράνομη αντιεξουσιαστική οργάνωση (η Σοφία). Πράξεις σπασμωδικές, απελπισμένες, χωρίς μέλλον. Ο Νικολαΐδης επιμένει στην φιλία μιας και είναι γνωστή η μονομανία του με το παρελθόν, βλέπει όμως και το μέλλον μέσα από μάτια νηφάλια, δεν ελπίζει, προσπαθεί όμως να πεθάνει αξιοπρεπώς, με τον δικό του τρόπο, με τους δικούς του όρους. Το ίδιο κάνουν και οι (αντί-) ήρωες της ταινίας.
Η ταινία είναι μια μελέτη πάνω στο γεμάτο σήψη σώμα μίας αστικής κοινωνίας όπου όλοι παρακολουθούνται, ελέγχονται και λογοδοτούν για τις πράξεις τους. Είναι ένας παιάνας στις μέρες που ζούμε τώρα, στις μέρες της ξύλινης πολιτικής ορθότητας που υψώνεται σαν γκιλοτίνα πάνω από τους λαιμούς μας. Είναι όμως και μια ιστορία χαράς και τρυφερής αγάπης. Μια μουσική θανάτου, μια αποθέωση χρωμάτων, μιας γλυκιάς βίας κι ενός αθώου daydreaming.
Το φιλμ θα εντυπωσιάσει και θα συγκινήσει το κοινό που θα την παρακολουθήσει. Στη Θεσσαλονίκη όπου και προβάλλεται στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, θα συγκεντρώσει ουκ ολίγα βραβεία: Βραβείο Ερμηνείας Α’ Ανδρικού Ρόλου (Τάκης Σπυριδάκης), Φωτογραφίας (Άρης Σταύρου), Σκηνογραφίας (Μαρί-Λουίζ Βαρθολομαίου), Ήχου (Μαρίνος Αθανασόπουλος), Μοντάζ (Ανδρέας Ανδρεαδάκης).
«Οι κοινωνίες και οι θεσμοί βρίσκονται υπό συνεχή κρίση και ανεξέλεγκτη εξέλιξη. Οι διανοούμενοι (ποιοι και πόσοι τάχα;) βρίσκονται σε συνεχή νάρκη. Οκτώ χρόνια πριν το τέλος του 20ού αιώνα, δεν θα ήθελα να επιβαρύνω την ήδη υπάρχουσα σύγχυση με την προσωπική μου θολή μαρτυρία. Επισημαίνω όμως τον απόλυτο θρίαμβο του κρατικού φασισμού, την οριστική εγκατάσταση του “στερεότυπου” και των μεταλλαγμένων και, τέλος, την επιτυχή μεταμόσχευση του τηλεοπτικού συστήματος στον κοινωνικό κορμό... Στην περίοδο που ζούμε ο καθένας πρέπει να εντάξει τον προσωπικό του εφιάλτη σ’ έναν συλλογικό εφιάλτη και ν’ αρχίσει να επεξεργάζεται μόνο αυτόν. Φριχτά δικαιωμένος που ο εφιάλτης προχωράει κατά κει που υπολόγιζα, δεν έχω να πω τίποτα άλλο.». Ο ίδιος ο Νικολαΐδης δηλώνει μάλλον αδιάφορος απέναντι στο πολιτικό σύστημα, δεν παίρνει καμία πλευρά, ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, ούτε κεντρώα, είναι μόνος του και εκφράζει τον εαυτό του μέσα από τον φακό και τα σενάρια του.
Μπορεί ο κυνισμός, ο σαρκασμός, αλλά και κάποιος απελπισμένος ρομαντισμός, να κινούν τον ψυχισμό των ηρώων, έξω και πέρα από τα καθιερωμένα της ζωής -εκεί όπου παραμονεύει ο θάνατος, σε καμία στιγμή όμως η ταινία δεν χάνει την τρυφερότητα της, κάτι που λείπει από την σύγχρονη κοινωνία του 21ου αιώνα. Αν είχαμε έστω και ένα δράμι από την τρυφερότητα του Νικολαΐδη, τότε ίσως κάποια πράγματα να ήταν πολύ πιο απλά. Ουσιαστικά ο Νικολαΐδης παλεύει με την κάμερα του για να βρει μία απολεσθείσα αγάπη, μία αγάπη που είναι η ουσία της ζωής και κατ’ επέκταση του κινηματογράφου.