Τον όρο τον ακούσαμε για πρώτη φορά ως υποπροϊόν του κινήματος #metoo. Ήταν η αντίδραση στις αποκαλύψεις για τις κακοποιητικές σεξουαλικά συμπεριφορές ορισμένων ισχυρών ανδρών της βιομηχανίας του θεάματος, σαν συμπλήρωμα στην ποινικές συνέπειες των υποθέσεων. Η ακύρωση του καλλιτεχνικού τους αποτυπώματος και της κληρονομιάς τους ήταν ένα ζήτημα που προέκυψε ως άθροισμα διαφορετικών αιτημάτων.
Ίσως το πιο σημαντικό αφορά τα ίδια τα θύματα, με τη διακοπή της προβολής και ακρόασης του έργου των θυτών παύει μια υπενθύμιση του τραύματός τους. Για κάποιους άλλους είναι μια μορφή αλληλεγγύης προς τα θύματα, ενώ σε κάποιες άλλες περιπτώσεις το διπλό χτύπημα σε χρήμα και δόξα σαν τιμωρία, αποδεικνύεται πιο οδυνηρό για τους ματαιόδοξους θύτες από ότι θα ήταν μια ελαφριά ποινή.
Το πώς ακριβώς ξεκινάει η περίφημη ακύρωση είναι πια γνωστό, αρκεί ένα hashtag, #cancelτάδε σε twitter και instagram, ακολουθούν τα εκτενή κείμενα που ακροβατούν μεταξύ καταγγελτικού λόγου και ηθικολογίας και κάπου εκεί κηρύσσεται το τέλος της μάχης, μέχρι να βρεθεί η επόμενη καμπάνια.
Οι υπέρμαχοι της απόλυτης ελευθερίας του λόγου και όσοι κοιτούν με μισό μάτι αυτή τη σύγχρονη τάση, μιλούν για μια μορφή λογοκρισίας και περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης, ειδικά όταν αυτή αφορά την καλλιτεχνική έκφραση, ίσως την πιο ιερή ανέγγιχτη μορφή της. Κάποιοι από τους πολέμιους του cancel culture ανησυχούν ότι κάποια στιγμή θα έρθει και η σειρά τους και αυτός είναι ένας καλός λόγος για να εναντιώνονται στο φαινόμενο. Στις περισσότερες από αυτές τις περιπτώσεις δεν υπάρχει κανένας τέτοιος κίνδυνος γιατί συνήθως αυτές οι φωνές είναι attention whores και το έργο τους έχει τόσο μικρή αξία και αναγνωρισιμότητα, που μόνο μέσω μιας cancel καμπάνιας θα αποκτήσει μια κάποια προβολή.
Φυσικά αυτό δεν είναι ένα οριζόντιο φαινόμενο και δεν έχει πάντα το ίδιο αποτέλεσμα. Συνήθως όσο μεγαλύτερο και πιο σημαντικό είναι το αποτύπωμα ενός καλλιτέχνη, τόσο πιο δύσκολο είναι το cancel culture. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό με τον Michael Jackson. Δεν είναι μόνο ότι τουλάχιστον τρεις γενιές χόρεψαν με τα τραγούδια του, αυτό ίσως κάποια ξεπεραστεί. Η μουσική του ήταν τόσο επιδραστική που καθόρισε ακόμα και τη μουσική που παρήγαγαν άλλοι μουσικοί δέκα και είκοσι χρόνια ακόμα και μετά τη δύση της καριέρας του. Άρα η επιχείρηση ακύρωσης του Michael Jackson μπορούμε να πούμε ότι στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία.
Θα πει κάποιος ότι η μια μουσική που βγήκε πριν από 30 χρόνια έχει μπεί τοσο βαθιά κάτω από το πετσί κάθε κοινωνικής μας έκφανσης, που δεν υπάρχει περίπτωση μια σοσιαλμιντιακή καμπάνια να την ξηλώσει. Ίσως θα είχε μεγαλύτερο νόημα να υπάρξει καμπάνια ακύρωσης κάποιου σύγχρονου καλλιτέχνη. Είναι πιο εύκολο να ανακόψεις την επιρροή ενός έργου την ώρα και τη στιγμή που συμβαίνει παρά να κυνηγάς τους ανεμόμυλους του παρελθόντος, ή μήπως ούτε αυτό γίνεται τελικά;
Ο Louis CK είναι ένα από τα πιο πρόσφατα θύματα (;) του cancel culture αφού πρώτα πέρασε από το στάδιο του θύτη σεξουαλικής παρενόχλησης. Το αρχικό κύμα των ακυρώσεων των παραστάσεών του και το πάγωμα της συμμετοχής του σε τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές ήταν μάλλον προσωρινό. Σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα οι stand up παραστάσεις του έγιναν και πάλι sold out και αυτό δεν συνέβη μόνο σε χώρες νεκροταφεία ελεφάντων όπως έγινε με τις παραστάσεις του στην Αθήνα.
Το κερασάκι στην τούρτα ήταν το Grammy το οποίο του απονεμήθηκε πριν από δύο ημέρες στην τελευταία απονομή στην κατηγορία Best Comedy Album και δικαίως οι περισσότεροι αναρωτήθηκαν όχι για το αν είναι κακή ή όχι η cancel culture αλλά αν όντως υπάρχει. Σε ένα παράλληλο σύμπαν, αυτό της ελληνικής πραγματικότητας που κακοχωνέυει με διαφορά φάσης ό,τι συμβαίνει στην απέναντι όχθη του Ατλαντικού, το θέμα των ημερών ήταν η επάνοδος του Μάρκου Σεφερλή στα τηλεοπτικά δρώμενα.
Στόχος του σχολιασμού ήταν για ακόμα μια φορά αστεία (;) με βιαστές και άλλα τέτοια μη αστεία πράγματα θυμίζοντας για ακόμα μία φορά ότι αν υπάρχει κάτι χειρότερο από ένα προσβλητικό και κακοποιητικό αστείο, είναι ένα αστείο που δεν βγάζει γέλιο. Οι μετρήσεις τηλεθέασης όμως έδειξαν πως εκεί έξω υπάρχει όντως ένα κοινό που όχι μόνο δεν χαλιέται με τέτοιου είδους αστεία, αλλά γελάει κιόλας. Κάπου εκεί φαίνεται με το πόσο ρηχό τρόπο αντιμετωπίζεται το θέμα της cancel culture, από θιασώτες και πολέμιους.
Το τι θα προβάλλεται και τι όχι στην τηλεόραση και αλλού σε μια δημοκρατική χώρα είναι καθαρά θέμα αγοράς και έτσι θα έπρεπε να είναι. Από την άλλη πλευρά ο πόλεμος των hashtags πάνω στον Σεφερλή ή σε οποιονδήποτε άλλο καλλιτέχνη σπανίως αφορά τον ίδιο τον καλλιτέχνη και αφορά περισσότερο τους εμπλεκόμενους στη μάχη για να (απο)δείξουν ότι βρίσκονται στη σωστή πλευρά της ιστορίας, η οποία δεν είναι άλλη από τη δική τους. Ο ρυθμός με τον οποίο καταναλώνουμε τις σοσιαλμιντιακές μας διαιρέσεις δεν μας επιτρέπει να ασχοληθούμε σοβαρά με αυτές, είναι πολύ πιο εύκολο να προχωρήσουμε στην επόμενη καταγγελία/υπεράσπιση γεμάτοι αυταρέσκεια και συνεχίζουμε.
Αν μια κοινωνική ομάδα κάνει καμπάνια «δυσφήμισης» ενός θεάματος ή καλλιτέχνη δεν είναι τίποτα άλλο από μια ακόμα άσκηση του δικαιώματός της στην ελεύθερη έκφραση και η εναντίωση σε αυτή από τους καθ’ ομολογία υπερασπιστές της ελευθερίας του λόγου έχει κι αυτή μέσα της μια υποκριτική αντίφαση. Από την άλλη η αξίωση μιας σοσιαλμιντιακής σταυροφορίας να γίνει θεσμική λογοκρισία είναι ταυτόχρονα αστεία και επικίνδυνη, με τη ζυγαριά να κλίνει προς την πλευρά του αστείου.
Σε αντίθεση με ότι μπορεί να πιστευει πολύς κόσμος, τα social media δεν πρόκειται να λύσουν κανενα κοινωνικό θέμα, για τον ίδιο λόγο που καμία συζήτηση στο καφενείο του χωριού δεν επιτάχυνε την ασφαλτόστρωση γύρω από την πλατεία. Δεν είναι κακό να «πλακωνόμαστε» στο twitter, το κακό είναι να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι κάνουμε κάτι παραπάνω από αυτό.