Όταν οι ταινίες τρόμου έρχονται στο προσκήνιο, υπάρχουν δύο πιθανές αντιδράσεις: είτε τις λατρεύεις είτε τις σιχαίνεσαι. Δεν υπάρχουν ενδιάμεσες οδοί. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Από τη μία είναι αυτοί που δεν αντέχουν ούτε μερικά λεπτά από τις σκηνές κορύφωσης και από την άλλη αυτοί -εμείς- που τρομάζουν και το απολαμβάνουν. Γιατί, ναι, προφανώς και τρομάζουμε, σε αντίθεση με αυτό που πιστεύει η κοινή γνώμη. Η διαφορά είναι ότι ξέρουμε να εκτιμήσουμε τον τρόμο. Να τον αναλύσουμε και να τον ξεχωρίσουμε από τις σπλατεριές (σ.σ. Όχι, το σπλάτερ δεν είναι τρόμος, είναι αηδία. Και attention freak χωρίς λόγο. Τελεία. Πάμε παρακάτω). Ο σεναριογράφος του «Nightmare on Elm’s Street», Wes Craven, έχει πολύ εύστοχα πει «Οι ταινίες τρόμου δε δημιουργούν φόβο. Τον απελευθερώνουν».
Τις προάλλες, είδα το «Lost Souls» (2000). Winona Ryder και Ben Chaplin στους πρωταγωνιστικούς ρόλους και μία ιστορία που ουσιαστικά σού λέει ότι ο Διάβολος έχει επιλέξει έναν άνθρωπο μέσα από τον οποίο θα ενσαρκωθεί ο Αντίχριστος. Η Ryder στο μόνιμα ανατριχιαστικό της στυλ, λες και πραγματικά αυτό το κορίτσι έχει γεννηθεί για να παίζει ηρωίδες σε σκοτεινές ταινίες. Όμως, δεν επαφίεται μόνο στα χέρια της πρωταγωνίστριας αυτό το dark κλίμα της ταινίας.
Οι σκοτεινές ταινίες τρόμου των 90s και early 00s
Οι ταινίες τρόμου που κυκλοφορούσαν στα 90s και στις αρχές των 00s είχαν σκοτεινή ατμόσφαιρα. Τέτοια που σε έκανε να τρομάζεις ακόμα κι όταν οι μεταφυσικές παρουσίες ή οι όποιοι αναλάμβαναν τον ρόλο του κακού κάθε φορά δεν ήταν καν στο πλάνο. Θες η μουσική υπόκρουση που ήταν λες και την άκουγες στα κόκκαλά σου. Θες η σκηνοθεσία που εστίαζε στο φυσικό φως και δε βασιζόταν στα μεγάλα συνεργεία που φροντίζουν πλέον να μην υπάρχει η παραμικρή υποψία σκιάς, δίχως να καταλαβαίνουν ότι το να ψάχνεις να δεις τι ακριβώς βλέπεις και παράλληλα να φαντάζεσαι και να προσμένεις, τα κάνει όλα πιο τρομακτικά. Τα πράγματα ήταν πιο ωμά, πρωτόγονα σε όλα τα επίπεδα όσο πηγαίνουμε προς τα πίσω χρονικά και υπηρετούσαν άψογα τον φόβο.
Εφέ, εφέ και πάλι εφέ
Τα σύγχρονα θρίλερ προσπαθούν όλο και περισσότερο με τα ειδικά εφέ. Να δημιουργήσουν τέρατα και οντότητες. Να φτιάξουν το πρόσωπο του ηθοποιού ακόμα και από την αρχή. Να εστιάσουν σε χαρακτηριστικά, σημάδια και μορφασμούς πλάθοντας με υλικά μέχρι και το πόσο ψηλά θα σηκωθεί το φρύδι από τη μία πλευρά του προσώπου του. Προσπαθούν να κάνουν το ένα. Προσπαθούν να κάνουν το άλλο. Αντί να αφήσουν και κάποια βασικά πράγματα, το περιβάλλον και το ταλέντο, να μιλήσουν από μόνα τους, η υπερπροσπάθεια για ρεαλισμό φέρνει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Καταλήγει να τον δείχνει ψεύτικο. Και, αν το συνειδητό του θεατή δείχνει να μην έχει πρόβλημα και να πηγαίνει με τα νερά της σύγχρονης τέχνης, το υποσυνείδητο αντιδρά σιωπηλά και παραμένει περίοπτα ανεπηρέαστο από τα όσα εκτυλίσσονται μπροστά του σε επίπεδο τρόμου.
Το υποκριτικό ταλέντο και το φυσικό φως έφτιαχναν την ατμόσφαιρα
Στα 90s, δεν υπήρχαν ούτε αληθοφανή εφέ ούτε τίποτα. Και, ακριβώς επειδή δεν υπήρχαν, η παραγωγή και οι ηθοποιοί τα έδιναν όλα, ώστε να μην τα χρειάζονται και να μη νιώθουν οι θεατές ότι υπάρχει κάποια έλλειψη. Η Kathy Bates ήταν καταπληκτική στο «Misery» (1990) του Stephen King και όταν σήκωνε τη βαριοπούλα ήθελες να ανοίξει η γη να σε καταπιεί. Το «Blair Witch Project» (1999) που θεωρείται κατά πολλούς μία από τις πιο τρομακτικές ταινίες όλων των εποχών, είχε τι ακριβώς; Μία κάμερα στο χέρι και ένα φρικιαστικό δάσος. Το πρώτο «The Ring» (1998) του Hideo Nakata (σ.σ. «Ringu») γυρίστηκε με μία τηλεόραση και μία κοπέλα με λευκό φόρεμα και μακριά μαλλιά να βγαίνει μέσα από το γυαλί. Το «The Sixth Sense» (1999) του M. Night Shyamalan χτίστηκε στις εμβληματικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών, Bruce Willis και Cole Sear, και στο ώριμο και στοιχειωτικό βλέμμα του τελευταίου (σ.σ. Στο «I see dead people» ένα ρίγος όλοι το νιώσαμε, πώς να το κάνουμε). Μέχρι και το «Interview With A Vampire» (1994). Που μπορεί να μην είναι ο ορισμός του τρόμου, αλλά κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν είναι ατμοσφαιρικό.
Βασικά, αυτό. Τι να το κάνεις το θρίλερ αν δεν είναι ατμοσφαιρικό; Αν δε χάνεις τη σκέψη σου στον φόβο ότι κάτι μπορεί να βρίσκεται μαζί σου στο δωμάτιο. Αν δεν πετάγεσαι από τη θέση σου στο θρόισμα των φύλλων έξω, επειδή εκείνη την ώρα σκέφτεσαι ότι κάτι από την οθόνη βρήκε τον τρόπο να σε πλησιάσει επειδή τόλμησες να ασχοληθείς μαζί του. Στο τέλος του θρίλερ, όσο καλά και να είναι τα εφέ, αν πέσουν οι τίτλοι και είσαι μια χαρά, τότε κάτι έχει πάει λάθος.
Να, κάπως έτσι πρέπει να είσαι δηλαδή: