Operation Varsity Blues: Μια ιστορία διαφθοράς και ματαιοδοξίας

Για ένα διεφθαρμένο σύστημα, η γέννηση ακόμα περισσότερης διαφθοράς είναι κάτι απόλυτα αναμενόμενο, ακόμα κι αν όλοι παριστάνουν τους έκπληκτους.

Υπάρχει κάτι ανέλπιστα λυτρωτικό όταν βλέπεις απατεώνες να εξαπατούν πλούσιους ματαιόδοξους. Δεν έχει να κάνει με καμία απόδοση κοινωνικής δικαιοσύνης, απλά έχει πλάκα να βλέπεις, έστω και για μια στιγμή, την αγωνία στα μάτια αυτών που νομίζουν πως είναι υπεράνω όλων και βλέπουν τα πάντα γύρω τους ως αντικείμενα προς αγορά. Η ιστορία της επιχείρησης Varsity Blues που διεξήχθη από το FBI πριν από δύο χρόνια ήταν μια τέτοια ακριβώς ιστορία και το Netflix μας την εξιστορεί σε ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ που καταφέρνει να δείξει ένα δραματικό γεγονός με λίγο αλατοπίπερο κωμωδίας.

Αν ο συνδυασμός ματαιόδοξοι πλούσιοι που πιάνονται κορόιδα από απατεώνες σας θυμίζει την υπόθεση του Fyre, δεν έχετε άδικο, καθώς και στο Operation Varsity Blues σκηνοθέτης είναι ο Chris Smith. Όμως η διαφορά με το Fyre είναι ότι οι κοινωνικές προεκτάσεις του σκανδάλου αφορούν πολύ περισσότερο κόσμο από την κοινωνική φούσκα των εμπλεκόμενων.

Μιλάμε φυσικά για το σκάνδαλο όπου μερικοί πλούσιοι εξαγόραζαν την είσοδο των παιδιών τους στα καλύτερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Στην Ευρώπη η υπόθεση έκανε ντόρο επειδή είδαμε ξαφνικά γνωστούς celebrity όπως την ηθοποιό Felicity Huffman να καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης επειδή παραδέχθηκε ότι έδωσε μίζα για να καταφέρει να μπει το παιδί της σε ένα πρεστιζάτο πανεπιστήμιο. Όμως για μία στιγμή, αυτό δεν είναι νόμιμο στην Αμερική; Φυσικά και είναι αλλά πρέπει να το κάνεις σωστά, να μπεις από την «πίσω» πόρτα, όχι από το «παράθυρο».

Η πρακτική της αξιολόγησης των πανεπιστημίων σε λίστα έχει οδηγήσει τα πανεπιστήμια, γονείς και μαθητές σε μια ανελέητη κούρσα. Για να ανέβει ένα πανεπιστήμιο στην κατάταξη πρέπει να δείχνει ποθητό, πρέπει να μοιράσει «χυλόπιτες» σε πολλούς εφήβους που θα ήθελαν να σπουδάσουν εκεί. Ένα ιδιόμορφο clout απόρριψης που αυξάνει τον ελιτισμό του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να γίνεται όλο και πιο δύσκολη η είσοδος στα πρώτα 10-15 από τα συνολικά 3000 πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Οι πλούσιοι γονείς είχαν τη δυνατότητα να κάνουν κάποια δωρεά πχ προς τη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου, να θυμίσουν στην επιτροπή ότι ήταν και οι ίδιοι κάποτε απόφοιτοι του εν λόγω εκπαιδευτικού ιδρύματος και αυτό θα έκανε πιο εύκολη την είσοδο για το τέκνο τους. 

Αυτή είναι λεγόμενη «πίσω» πόρτα, όμως ο ανταγωνισμός και η κούρσα του ελιτισμού την έχει κάνει κάπως «στενή». Στην προσπάθεια των πανεπιστημίων να κρατήσουν το επίπεδο των φοιτητών τους σε ένα υψηλό επίπεδο, σημαίνει πως αυτοί που μπαίνουν από την πίσω πόρτα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν λιγότεροι. Αυτό πρακτικά οδήγησε σε μια δημοπράτηση αυτών των golden tickets με αποτέλεσμα πολλές από αυτές τις χορηγίες να φτάνουν ακόμα και τα 25 εκατομμύρια δολάρια. Ακόμα και αν τα καταβάλει αυτά κάποιος και πάλι κανείς δεν δίνει την εγγύηση ότι το παιδί θα μπει στο πανεπιστήμιο, αφού και πάλι θα υπάρξει διαλογή μεταξύ των προνομιούχων παιδιών. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι όλα αυτά είναι νόμιμα.

Η ματαιοδοξία των γονιών, η οποία δυστυχώς μεταφέρεται και στα παιδιά τους, έχει δημιουργήσει ένα παράλληλο εκπαιδευτικό σύστημα που θα μπορούσε κάποιος να παραλληλίσει με το δικό μας σύστημα των ιδιαίτερων μαθημάτων, αλλά είναι πολύ διαφορετικό. Οι γονείς προσλαμβάνουν ειδικούς «προπονητές» που αναλαμβάνουν να προετοιμάσουν τις αιτήσεις των παιδιών. Πώς να συντάξουν το βιογραφικό τους, σε ποιο ίδρυμα να κάνουν αίτηση, ποια μαθήματα επιλογής να πάρουν κλπ. Όμως υπάρχουν και «προπονητές» που μπορούν να προσφέρουν και κάτι παραπάνω όπως ο Rick Singer

Εδώ έχουμε περάσει από τις ανήθικες πρακτικές, στις παράνομες. Ανήθικες γιατί ακόμα κι αν δεν μιλάμε για την «πίσω» πόρτα οι νόμιμοι φροντιστές παίρνουν από 500 ως 1000 δολάρια την ώρα για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, βάζοντας ένα ακόμα εμπόδιο στα μη προνομιούχα παιδιά. Έτσι ξεκίνησε ο Singer, ως πρώην προπονητής μπάσκετ βοηθούσε παιδιά να πετύχουν υποτροφίες ως αθλητές. Όμως κάπου κατάλαβε πως μπορεί να «εμπλουτίζει» τα βιογραφικά τους με ολυμπιακές επιδόσεις. Το photoshop έκανε πιο αθλητικά τα σώματα των υποψηφίων και αυτά ήταν μόνο η αρχή.

Δεν αρκούσαν μόνο τα πειραγμένα βιογραφικά, αλλά και να μην κάνουν ερωτήσεις και αυτοί που τα δεχόντουσαν. Με το αζημίωτο στήθηκε μία φάμπρικα μεταξύ των γονέων που ήθελαν πάση θυσία να δουν το παιδί τους σε κάποιο πρωτοκλασάτο πανεπιστήμιο και των υπευθύνων των πανεπιστημίων που φρόντιζαν να γίνουν δεκτά. Ο Singer για να ανοίξει τις δουλειές του έπειθε ακόμα και γονείς παιδιών που ήταν αριστούχα ότι είχαν ανάγκη από τις υπηρεσίες του. Η «ταρίφα» για να μπει κάποιο παιδί στο Stanford, το USC ή κάποιο άλλο παρόμοιο ίδρυμα ξεκινούσε από τις 300.000 κι έφτανε ακόμα και τις 700.000 δολάρια. Ένα ποσό που όσο εξωφρενικό κι αν μοιάζει, είναι μόλις ένα μικρό ποσοστό των ποσών που δέχονται ως δωρεές για εξετάσουν ευνοϊκά μια αίτηση. 

Η όλη κατάσταση θυμίζει πολύ χρηματιστήριο, χειραγώγηση μετοχών και κρυφές πληροφορίες. Αυτό που οξύνει την τραγικότητα του συγκεκριμένου σκανδάλου είναι ότι οι ανυποψίαστοι επενδυτές είναι έφηβοι γεμάτοι όνειρα για μια ζωή που ξεκινάει μέσα στη διαφθορά και την απάτη χωρίς καν να το γνωρίζουν. Από τη μία είναι τα παιδιά που στερήθηκαν μια θέση σε αυτά τα πανεπιστήμια. Από την άλλη, ίσως και πιο τραγικές φιγούρες είναι τα παιδιά που κατάφεραν να μπουν. Σχεδόν κανένα από αυτά δεν ήξερε ότι έμπαιναν από ένα παράθυρο. Ένα παράθυρο που είχαν φροντίσει να παραβιάσουν οι γονείς τους με τη συνέργεια ακαδημαϊκών και της απίθανης περίπτωσης του Rick Singer. 

Οι περισσότεροι από αυτούς τους γονείς, παρά την οικονομική τους επιφάνεια, δεν είχαν μια μόρφωση επιπέδου Ivy League. Κάποια από τα παιδιά δεν είχαν καν σαν στόχο την είσοδο σε κάποιο αυτά. Ήταν απλά η φιλοδοξία τους να στείλουν τα παιδιά τους σε ένα τέτοιας κλάσης πανεπιστήμιο ώστε να το βάλουν οι ιδιοι στο βιογραφικό τους. Ναι, ήταν τέτοια η ματαιοδοξία αυτών των γονιών που απλά ήθελαν να λένε σε συνεργάτες και ανταγωνιστές πόσο καλοί γονείς ήταν που κατάφεραν να κάνουν πανάξια παιδιά. 

Η επιχείρηση Varsity Blues για το FBI τρέχει ακόμα. Υπολογίζεται ότι ο Rick Singer «βοήθησε» περίπου 700 παιδιά να μπουν από το παράθυρο. Τον έπιασαν καταλάθος κι επειδή δεν είναι κάποιος επαγγελματίας κακοποιός συνεργάστηκε αμέσως με τις αρχές και άρχισε να δίνει τα ονόματα των ισχυρών γονέων. Δεν προσπάθησε ούτε για μία στιγμή να κρύψει τα ίχνη του. Όταν είσαι διεφθαρμένος και ξεγελάς ένα ακόμα διεφθαρμένο σύστημα δεν νομίζει ότι θα σε πιάσουν ποτέ, γιατί δεν τους ενδιαφέρει να σε πιάσουν. ο Singer ήταν ένα ακόμα γρανάζι αυτού του συστήματος, απλά ήταν αναλώσιμο. Το σύστημα έχει πολλά παράθυρα ακόμα, μένει κάποιος να πετάξει μια πέτρα πάνω τους και να ανοίξει από μέσα...



©2016-2024 Ratpack.gr - All rights reserved