Είναι ο τύπος που μπορεί να πετύχεις στο μπαράκι της γειτονιάς σου να κάθεται και να τα πίνει ήσυχος σε μία γωνία καπνίζοντας σαν φουγάρο φάμπρικας κοιτώντας για πολύ ώρα τον πάτο του ποτηριού του και τίποτε άλλο.
Τα πνευματικά παιδιά του είναι μάλλον πιο γνωστά από τον ίδιο τον πατέρα τους. Ναι, ο Aki Kaurismaki είναι μία από τις κρυφές υπερδυνάμεις του Ευρωπαϊκού σινεμά και πολύς κόσμος δεν έχει ιδέα για την ύπαρξη του, πράγμα εντελώς και ασυγχώρητα εγκληματικό.
Ο Aki Kaurismaki είναι ο άνθρωπος που μπορεί να μετατρέψει τον Άμλετ σε μία ιστορία με λαστιχένια παπάκια και φορτηγατζήδες, είναι ο άνθρωπος που κάνει τους πάντες να κλαίνε με ένα ακίνητο πλάνο, με ένα νεύμα του κεφαλιού, με μία λέξη που ποτέ δεν θα ειπωθεί τελικά.
Ο ίδιος είναι πολύ λιτός σαν άνθρωπος, οδηγεί ένα παλιό μπλε Volvo, και κάθε χρόνο, από το σπίτι του στην Πορτογαλία κάνει το ταξίδι για την πατρίδα του την Φιλανδία.
O Jim Jarmusch μας προτείνει ταινίες για το Σαββατοκύριακο.
«Παλιά το έκανα σε τρεις μέρες, τώρα που είμαι πάνω από 60, χρειάζομαι πέντε μέρες» λέει ο ίδιος και ανασηκώνει τους ώμους του.
Όταν τον ρωτάμε τι μουσική ακούει μέσα στο αυτοκίνητο εκείνος απαντάει: «Otis Redding, Dylan και Φιλανδικά τανγκό. Έχω να ακούσω καινούρια μουσική τα τελευταία 30 χρόνια».
Το έργο του, οι ταινίες του, εκτείνονται από το φιλμ νουάρ μέχρι το road movie και από ένα δικό του grotesque urban musical μέχρι και ένα σουρεαλιστικό κοινωνικό δράμα με πολιτικές προεκτάσεις.
Το ύφος και οι κινήσεις της κάμερας του είναι διεισδυτικά, άμεσα, λιτά, επηρεασμένα φανερά από το χουλιγουντιανό μελόδραμα της δεκαετίας του ’50 και του ’60, οι εικόνες του είναι γεμάτες μελαγχολία και ελπίδα και κουβαλάνε πάντα πάνω τους το ιδιόμορφο, Φιλανδικό θα λέγαμε, χιούμορ.
Ο Aki Kaurismaki ξέρει πώς να φτιάχνει κάδρα που μαγνητίζουν.
Οι πρωταγωνιστές του είναι πάντα απόκληροι της κοινωνίας, αδικημένοι, φτωχοί, άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ καμία τύχη με το οτιδήποτε. Τα σενάρια του, τα οποία τα γράφει πάντα ο ίδιος, είναι ξέχειλα από απλούς ανθρώπους, αληθινά συναισθήματα, τα πλάνα του είναι ένα παράθυρο στην πραγματική ζωή που δεν γνωρίζει από κινηματογραφικά εφέ και αρνείται να ενδώσει σε μία βιομηχανία του θεάματος.
Όλες του οι ταινίες ισορροπούν μεταξύ της νοσταλγίας, της κωμωδίας και του δράματος. Μία μόνιμη ανεργία κι ένας αέναος ψυχολογικός κόλαφος ταλανίζουν τους ήρωες του, οι οποίοι όμως δεν το βάζουν κάτω και συνεχίζουν να προχωράνε απτόητοι, αν και μονίμως μέσα σε μία ψυχική και οικονομική κρίση.
Χαρακτηριστική είναι η τριλογία του προλεταριάτου – με τις ταινίες Shadows in Paradise (1986), Ariel (1988) και The Match Factory Girl (1990) - όπου ο Kaurismaki εξερευνά με κωμικοτραγική διάθεση τη φινλανδική εργατική τάξη: καταδικασμένους αντιήρωες, σε αδιέξοδες δοκιμασίες, έρωτες μετ’ εμποδίων, αλλά και με όνειρα για ένα καλύτερο αύριο.
Παρομοίως, στην τριλογία των χαμένων – Drifting Clouds (1996), The Man Without a Past (2002), Lights in the Dusk (2006) – ο δημιουργός φέρνει στο προσκήνιο τον άνθρωπο του περιθωρίου, ο οποίος παρά τις κακοτυχίες του, διαθέτει απρόσμενα αποθέματα θάρρους και αλληλεγγύης.
Ο ίδιος απεχθάνεται τη βία και αρνείται πεισματικά να την βάλει μέσα στις ταινίες του. Σε όλες του τις ταινίες η βία υποδηλώνεται αλλά ποτέ δεν δείχνεται.
«Μισώ τις ταινίες που δείχνουν τη βία σαν κάτι το κωμικό» λέει ο ίδιος μέσα από ένα σύννεφο καπνού. «Τα αγαπημένα μου πράγματα είναι τα τζουκ μποξ και τα παλιά μπαρ που θυμίζουν Ρωσία».
«Βλέπω κι εγώ ταινίες της Marvel. Όταν είναι Κυριακή κι έχω hangover».
Ο ίδιος είναι φανατικός θαυμαστής της τηλεοπτικής σειράς Holby City. «Είναι καλή σειρά. Μόνο όταν ανοίγουν τους ανθρώπους με τα νυστέρια, τότε κλείνω τα μάτια».
Παλιότερα συνήθιζε να κάνει μία με δύο ταινίες το χρόνο. Τώρα τα πράγματα είναι πιο δύσκολα.
Το σινεμά του μπορεί να είναι λιτό φαινομενικά αλλά είναι βαθιά ανθρώπινο. Τα κάδρα του έχουν τον αέρα του μονίμως παλαιού, του ρετρό, και οι έξυπνοι διάλογοι συνδυάζονται άψογα με το κοινωνικό μήνυμα.
Με φόντο την υποβαθμισμένη πλευρά του Ελσίνκι, στο Crime and Punishment (1983) ο δημιουργός φιλτράρει με τη δική του οπτική το ομώνυμο έργο του Ντοστογιέφσκι, ενώ στο La Vie De Bohème (1992) διασκευάζει τη νουβέλα «Scènes de la vie de bohème» που ενέπνευσε την όπερα του Πουτσίνι.
Στην ταινία Leningrad Cowboys Go America (1989) χτίζει ένα κωμικό, σουρεαλιστικό road movie με πρωταγωνιστές τα μέλη της πιο ανορθόδοξης μπάντας του κόσμου, ενώ στο χωρίς διάλογους ασπρόμαυρο Juha (1999) επιστρέφει στην αθωότητα μιας από τις μεγαλύτερες εμμονές του, το βωβό σινεμά.
Ο ίδιος ο Kaurismaki είναι φανατικός θαυμαστής του παράνομου παρκαρίσματος και όπως μας λέει «Το παρκάρισμα στο Ελσίνκι είναι τόσο ακριβό που πάντα αξίζει να ρισκάρεις. Μία φορά που είμασταν στα γυρίσματα της τελευταίας μου ταινίας, μου κόψανε 8 κλήσεις σε 8 μέρες».
O Aki Kaurismaki δεν είναι απλά ένας σκηνοθέτης, οι ταινίες του δεν είναι απλά σινεμά που θα το δεις και την επόμενη στιγμή θα το έχεις χωνέψει.
Ο Aki Kaurismaki είναι ένας θεσμός του κινηματογράφου που έχει αφήσει το δικό του στίγμα στο είδος.
Ψάξε επειγόντως να δεις κάποια ταινία του.
Δες το παρακάτω άλμπουμ για να δεις ποιες ταινίες του Aki Kaurismaki σου προτείνουμε: