Ο Μπέρνχαρντ γεννήθηκε το 1931 στο Χέερλεν της Ολλανδίας, όπου η μητέρα του Χέρτα Μπέρνχαρντ είχε καταφύγει για να αποφύγει το ανάθεμα τής εκτός γάμου γέννας: ο πατέρας του, ο μαραγκός Αλόις Τσουκερστέτερ, εγκατέλειψε τη Χέρτα Μπέρνχαρντ χωρίς να την παντρευτεί.
Τουλάχιστον όσον αφορά στην Αυστρία και τη Γερμανία, ο Μπέρνχαρντ είναι ένα σπάνιο λογοτεχνικό φαινόμενο: το όνομα και το έργο του είναι γνωστά όχι μόνο στο μικρόκοσμο της λογοτεχνίας, αλλά και στο ευρύ κοινό.
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του, κατά τα οποία έφτασε στο απόγειο της φήμης του, οι δηλώσεις του ήταν στην ημερήσια διάταξη των αυστριακών και γερμανικών εφημερίδων. Πολυάριθμα ήταν, επίσης, τα σκάνδαλα που προκάλεσε με τα λεγόμενά του σε συνεντεύξεις ή κατά τις απονομές των βραβείων που λάμβανε.
Δες πώς η Ιστορία μπορεί να σώσει τον άνθρωπο.
Η λέξη που χαρακτηρίζει τον Μπέρνχαρντ είναι η λέξη πολεμική.
Οι κεντρικές μορφές των πεζογραφημάτων και των θεατρικών του έργων είναι άνθρωποι –συνήθως μεγαλομανείς διανοούμενοι, καλλιτέχνες ή επιστήμονες– οι οποίοι σε συνθήκες απόλυτης μόνωσης εκτοξεύουν, υπό μορφή εμμονικού μονολόγου, τις απόψεις τους για τον κόσμο. Και οι απόψεις αυτές είναι κατά κανόνα απορριπτικές κάθε πυλώνα της «χυδαία μικροαστικής» καθημερινότητας. Το σύμπαν των αφηγητών του Μπέρνχαρντ είναι ένα σύμπαν σκοτεινό: «Το σφάλμα, η απάτη και πάνω απ’ όλα η αποτυχία –των οικογενειακών δεσμών, της σωματικής υγείας, της κοινωνικής προόδου, της προσωπικής και καλλιτεχνικής φιλοδοξίας– ορίζουν τους αφηγητές αυτούς» σημειώνει ο Τζέισον Μ. Μπάσκιν. «Εγγενής στα κατακερματισμένα αφηγήματα του Μπέρνχαρντ είναι η αποτυχία όλων των θεσμών και δομών που υποτίθεται πως μας ενώνουν –κληρονομικότητα, οικογένεια, επιστήμη, γλώσσα, πολιτισμός· το μόνο που απομένει είναι η μονήρης, απελπισμένη φωνή του αφηγητή».
Ο εκτεταμένος μονόλογος είναι το βασικό αφηγηματικό όχημα του Μπέρνχαρντ, όχημα που του κληροδότησε η θεατρική του παιδεία. Μάλιστα, τον συνδέει με τη μεγάλη παράδοση συγγραφέων όπως ο Προυστ, ο Μπέκετ, ο Καμί και ο Σαρτρ.
Και βέβαια, με την παράδοση του Ντοστογιέφσκι: αν και ο Μπέρνχαρντ αναφέρει στην Αυτοβιογραφία του (μετάφραση: Βασίλης Τομανάς, Εξάντας, 1995) ως θεμελιώδες κείμενο για τον ίδιο τους Δαιμονισμένους, το Υπόγειο μοιάζει να είναι εκείνο το έργο του Ντοστογιέφσκι που άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στον Μπέρνχαρντ.
Ωστόσο, η αξία του έργου του ασφαλώς και υπερβαίνει τη φιγούρα του ανυπότακτου ταραξία συγγραφέα, που έλκυε τα μεγάλα ακροατήρια.
Ο Τσουκερστέτερ δεν συνάντησε ούτε αναγνώρισε ποτέ το γιο του. Αργότερα, το 1940, αυτοκτόνησε.
Ο Μπέρνχαρντ θα περάσει τα παιδικά του χρόνια στη Βιέννη, την Άνω Βαυαρία και το Σάλτζμπουργκ. Την ανατροφή του θα αναλάβει ο παππούς του, ο αναρχικός συγγραφέας Γιοχάνες Φροϊμπίχλερ.
Μεγαλώνοντας χωρίς πατέρα και μιας και οι σχέσεις του με τη μητέρα του ήταν είτε ανύπαρκτες είτε εχθρικές, ο Μπέρνχαρντ θα στραφεί στον παππού του, το μοναδικό άνθρωπο που θαύμαζε απεριόριστα και στον οποίο χρωστά τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του και την αγάπη του για τη λογοτεχνία. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από την κτηνωδία του πολέμου και τη σύμπραξη της Αυστρίας στη ναζιστική εκστρατεία.
Ο Μπέρνχαρντ, επηρεασμένος από τις διδαχές του Φροϊμπίχλερ, απεχθάνεται το σχολείο και φυσικά την εθνικοσοσιαλιστική ροπή της αυστριακής κοινωνίας. Γίνεται ένα κλειστό και αντικοινωνικό παιδί. Σε ηλικία 16 ετών εγκαταλείπει με δική του πρωτοβουλία το σχολείο thomas_bernhard-kidκαι πιάνει δουλειά ως βοηθός σε κατάστημα τροφίμων στο Σέρτσχαουζερφελντ, την πιο κακόφημη συνοικία του Σάλτζμπουργκ.
Εκεί θα διασταυρωθεί μ’ έναν κόσμο που θα τον επηρεάσει βαθύτατα, ένα περιβάλλον που θα αγαπήσει: η ευθύτητα με την οποία μιλούν οι λαϊκοί άνθρωποι και η περιπετειώδης καθημερινότητά τους, που γειτνιάζει συνεχώς με τη βία και το θάνατο, θα συναρπάσουν το νεαρό Μπέρνχαρντ.
Το 1948 νοσεί από βαριά πλευρίτιδα και φυματίωση. Θα περάσει τα επόμενα δύο χρόνια σε νοσοκομεία και σανατόρια. Από τότε και μέχρι το τέλος της ζωής του η υγεία του θα παραμείνει εξαιρετικά εύθραυστη, αναγκάζοντάς τον να ταξιδεύει συχνά στη Μεσόγειο για να επωφεληθεί από το κλίμα του Νότου. Την εποχή που μπαινοβγαίνει στο σανατόριο πεθαίνει ο παππούς του και η μητέρα του.
Το 1951 μεταβαίνει στη Βιέννη, όπου σπουδάζει στην Ανώτατη Σχολή Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών. Συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά ως δικαστικός ανταποκριτής και κριτικός λογοτεχνίας και θεάτρου. Το 1955 επιστρέφει στο Σάλτζμπουργκ, για να σπουδάσει μουσική και υποκριτική στο Μοτσαρτέουμ, από το οποίο αποφοιτά το 1957. Από το 1958 ως το 1961 θα εκδοθούν τέσσερις ποιητικές του συλλογές, ενώ θα γράψει θεατρικά μονόπρακτα και λιμπρέτα για όπερα. Ο ίδιος όμως αναγνωρίζει ως έργο του μόνο ό,τι γράφτηκε μετά το 1963, χρονιά έκδοσης της Παγωνιάς (Frost), του πρώτου του μυθιστορήματος.
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, τον οποίο ο Ίταλο Καλβίνο το 1978 αποκάλεσε «το μεγαλύτερο συγγραφέα παγκοσμίως», μεταφράστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα το 1988: ο ποιητής Αλέξανδρος Ίσαρης μετέφρασε το Μπετόν (Beton, 1982) – η μετάφραση μάλιστα ήταν υποψήφια για το Ευρωπαϊκό Αριστείο Μετάφρασης.
Τη δεκαετία του ’90, κυρίως χάρη στη φροντίδα του μεταφραστή Βασίλη Τομανά και της εκδότριας του Εξάντα Μάγδας Κοτζιά, αποδόθηκαν στα ελληνικά ορισμένα από τα σημαντικότερα πεζογραφικά του έργα.
Δες το παρακάτω άλμπουμ για να δεις ποια βιβλία του Μπέρνχαρντ έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά: