«Έχω άδεια ιδιωτικού ντετέκτιβ. Εδώ και ορισμένα χρόνια μάλιστα ασκώ αυτό το επάγγελμα. Είμαι τύπος μοναχικός, άγαμος, πλησιάζω τα σαράντα και δεν είμαι πλούσιος. Έχω κάνει φυλακή περισσότερο από μία φορά και δεν αναλαμβάνω ποτέ διαζύγια. Μου αρέσει το αλκοόλ, μ΄ αρέσουν οι γυναίκες, μου αρέσει το σκάκι και ορισμένα άλλα πράγματα. Είμαι ντόπιος, γεννήθηκα στη Σάντα Ρόζα, οι γονείς μου έχουν πεθάνει κι οι δύο, δεν έχω αδέλφια κι αν κάποιος με χτυπήσει από πίσω σε ένα σκοτεινό σοκάκι, κάτι που μπορεί να συμβεί σε οποιονδήποτε στο επάγγελμά μου, κανείς δεν θα ανησυχήσει, δεν θα αισθανθεί να φεύγει το έδαφος κάτω από τα πόδια του» - Φίλιπ Μάρλοου.
Η πρώτη γνωριμία με τον Φίλιπ Μάρλοου, τον ήρωα-ντετέκτιβ των αστυνομικών διηγημάτων του Ρέιμοντ Τσάντλερ, είναι μία Χολιγουντιανή γνωριμία. Αν δηλαδή δεν έχεις διαβάσει τα αστυνομικά του μυθιστορήματα αλλά έχεις εντρυφήσει σε ότι νουάρ έχει κυκλοφορήσει στον κινηματογράφο, τότε οι εικόνες που ταξιδεύουν μέσα από τις λέξεις φέρνουν μαζί τους απαλή τζαζ μουσική, βρομοκοπάνε φτηνό ουίσκι και έχουν γεμίσει τα πάντα με αίμα. Τα ξέρεις τα νουάρ και τα έχεις αγαπήσει. Όλα με μία ιστορία μυστηρίου, με αστυνομίες να τραβάνε κίτρινες κορδέλες λόγω φονικού και έναν ιδιωτικό ντετέκτιβ να καλείται να λύσει το μυστήριο. Όλα όσα έχεις δει και σε έκαναν να λατρέψεις τις ιστορίες αυτές, είχαν ως αρχέτυπο τον Φίλιπ Μάρλοου. Τον ιδιωτικό ντετέκτιβ των ιστοριών του Ρέιμοντ Τσάντλερ που γέννησε όλους τους μετέπειτα νεονουάρ ήρωες.
Μπορεί να καλομάθαμε στον Τζέιμς Μποντ με τα μαρτίνι, τα κοστούμια και τις Aston Martin, αλλά ο Μάρλοου ήταν πάντα πιο προσιτός. Πιο γήινος. Αγαπούσε το ουίσκι, ήταν τέρμα κυνικός, έψαχνε για μπελάδες ακόμη και αν δεν το παραδεχόταν ποτέ και πρόκειται για έναν ευφυή και σκληρό τύπο που καλείται να λύσει ένα σωρό δολοφονίες. Ειδικότερα, ο Μάρλοου είναι ο άντρας που θα ήθελες να βγεις έξω μαζί του για μπίρες ώστε να σου διηγηθεί τις ιστορίες του και σίγουρα να μιλήσετε για γυναίκες. Μέχρι σήμερα τον έχουν υποδυθεί μερικοί από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς του σινεμά και μεγάλοι γυναικοκατακτητές. Κάποια στιγμή ο Τσάντλερ είχε γράψει ότι «μόνο οι έξυπνοι άντρες έχουν αδυναμία στις γυναίκες γιατί κατανοούν ότι δεν μπορούν να κάνουν βήμα χωρίς αυτές». Αυτή τη φράση, ο συγγραφέας την έκανε ευαγγέλιο για τον ήρωα του, που ωστόσο δεν είναι ότι ψάχνει τις damsels in distress. Απλά του αρέσουν οι ωραίες (και μοιραίες) γυναίκες. Είναι τόσο απλό και ξεκάθαρο χωρίς φανφάρες.
Ο Τσάντλερ πίστεψε στον ήρωά του, αλλά δεν πίστευε και τοσο στις ιστορίες του. Έπασχε από αυτό το μόνιμο σύνδρομο απογοήτευσης και αυτοτιμωρίας, θεωρώντας πως λίγοι έδειχναν ενδιαφέρον για τα διηγήματά του. Όταν το 1942 έγραψε το Ψηλό Παράθυρο, έστειλε συνοδευόμενη επιστολή στους εκδότες, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε: Φοβάμαι ότι το βιβλίο θα σας είναι άχρηστο. Δεν έχει δράση, δεν έχει συμπαθητικούς χαρακτήρες, δεν έχει τίποτα. Ο ντετέκτιβ δεν κάνει τίποτα». Μετέπειτα θα σχολίαζε ότι «Το βιβλίο αυτό θεωρείται συνήθως η πιο αδύναμη προσπάθειά μου μέχρι σήμερα, αν και για μερικούς είναι το καλύτερο μυθιστόρημα που έχω γράψει». Δεν ξέρουμε αν αυτό ήταν κάτι που σκεπτόταν μονίμως ο Τσάντλερ όταν ξεκινούσε να εκδίδει τις ιστορίες του σε pulp έντυπα, αλλά αν αυτό ισχύει του αξίζουν μόνο συγχαρητήρια για την δύναμη που βρήκε να πιστέψει στον εαυτό του. Άλλωστε ήταν ένας τύπος που αντιμετώπιζε χρόνια κατάθλιψη (σ.σ.: κλασσικό μικρόβιο των γραφιάδων), αλκοολισμό και είχε παρατήσει την δουλειά του σε εταιρεία πετρελαίων για τους παραπάνω λόγους. Η ψυχοσύνθεση, οι φοβίες και η μποέμ νοοτροπία, φαίνονται ξεκάθαρα στον χαρακτήρα του Μάρλοου που μέσα από κάθε υπόθεση που καλείται να λύσει, δεν ανοίγει αλλά σπάει ένα παράθυρο πληγώνοντας την εικόνα που θέλει να έχει η κοινωνία για τον εαυτό της – όλα με έξυπνους διαλόγους, κοφτές λακωνικές φράσεις και μαύρο χιούμορ. Για τον ντετέκτιβ, ο κόσμος μας είναι ένα διαχρονικό τσίρκο όπου έχεις πληρώσει εισιτήριο χωρίς να θέλεις και παραμένεις μόνιμος θεατής χωρίς να έχεις το δικαίωμα να φύγεις. Αυτό, σε μία σκέψη, είναι και κάπως τρομαχτικό δεδομένο ότι το σημερινό τσίρκο που βιώνουμε, όχι μόνο έχει επιβιώσει αλλά έχει προσθέσει και νέα θεάματα.
Δεν γίνεται όμως να μην δεις το κληροδότητα που άφησε πίσω του. Άνοιξε μία νέα σελίδα για τα αστυνομικά μυθιστορήματα. Από τις πίσω σελίδες των pulp περιοδικών, με ιστορίες στην αφάνεια για τους λίγους και τους πιστούς, έφερε το αστυνομικό διήγημα στο προσκήνιο κάνοντάς το διαχρονικά απαραίτητο. Είναι άλλωστε μέχρι και σήμερα ένα από τα genre με τις σταθερές αξίες σε σενάρια αλλά και σε κοινό. Επίσης, παρέδωσε στο κοινό αυτό που οι κριτικοί ονομάζουν λαϊκό αστυνομικό μυθιστόρημα. Με ιστορίες του δρόμου, με ήρωες καθημερινούς ανθρώπους και με καταστάσεις που θα μπορούσαν να συμβαίνουν στο διπλανό διαμέρισμα και με σένα να δίνεις ξαφνικά κατάθεση στην αστυνομία. Γιατί ο κόσμος του Ρέιμοντ Τσάντλερ δεν είναι κάποιος άλλος κόσμος που καλείσαι να εξερευνήσεις. Είναι ο δικός σου κόσμος, με ειδήσεις που δεν γνωρίζεις επειδή δεν είδες τα πρωτοσέλιδα. Με ειδήσεις που έφτασαν στο αυτί, την πόρτα, την πρωινή εφημερίδα του Φίλιπ Μάρλοου και γέννησαν μερικές από τις πιο κορυφαίες νουάρ ιστορίες.
Ογδόντα χρόνια αργότερα μετά την έκδοση του Ο Μεγάλος Ύπνος (σ.σ: που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος), ο Ρέιμοντ Τσάντλερ είναι η διαχρονική ανάγκη για ποιότητα στην ανάγνωση. Αυτό που πιστεύεις ότι δεν χρειάζεσαι επειδή έχει αποδείξει την σημασία του, αλλά που τελικά καταφέρνει τόσο εύστοχα να υπενθυμίσει την αξία της ποιότητας σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή της ζωής μας.
Όλα αυτά, μέσα από τον άνθρωπο που πρόσθεσε την κατάλληλη δόση μαύρου ατμοσφαιρικού χρώματος στα νουάρ, αλλάζοντας για πάντα το «μαύρο» όπως το είχαμε στο μυαλό μας.