Στο σπίτι υπάρχει ένα 45άρι των Stones, κάπου χωμένο ανάμεσα σε άλλους μικρούς και μεγάλους δίσκους βινυλίων. Είναι από την μουσική κληρονομιά που μου άφησε ο πατέρας, από τα πράγματα που βρήκα μπροστά μου στην εφηβεία μου. Αναγκαστικά. Θέλοντας και μη, κάποτε θα ερχόταν η στιγμή που η φωνή του Mick Jagger θα έφτανε στα αφτιά μου. Αν αυτό έπρεπε να γίνει με το ζόρι, τότε θα γινόταν με το ζόρι. Από μικρή ηλικία, μου ασκήθηκε απίστευτο «μουσικό μπούλινγκ» από τη μεριά του πατέρα μου. Τον ευχαριστώ γι' αυτό, αν και στο σύνολο δραπέτευσα και από ψυχεδελικός ροκάς με ολίγον ποπ ροκ και καλό γούστο στη γενικότερη καλή μουσική που ήταν και είναι εκείνος, εγώ επέλεξα τη σχεδόν ολοκληρωτική αφοσίωση στη «μαύρη» μουσική.
Με τα χρόνια να περνούν, όμως, συνειδητοποίησα πως η μουσική δεν είναι κυβάκια που τα τοποθετείς και τα αφαιρείς από το κεφάλι σου, ούτε επιλέγεις ένα είδος και πορεύεσαι με αυτό μέχρι το τέλος. Η μουσική είναι ένας ζωντανός οργανισμός και όπως όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί, έτσι και εκείνη, έχει πολλές πτυχές αλλά και την ικανότητα να επηρεάζει άμεσα τον συναισθηματισμό σου. Έτσι, αν και δοσμένος στη «μαύρη» μουσική, η περιέργεια με έκανε να ψάχνω συνεχώς για νέες μελωδίες. Πλέον, «απατώ» το πιάνο της Nina Simone με ένα μπλουζ του Richards και δεν υπάρχει καμία ενοχή για αυτό. Αυτό είναι μουσική: Nα είσαι εκεί, αλλά να και είσαι αλλού. Να είσαι μια χαμηλή νότα του Coltrane στις 4:14 τα ξημερώματα και στις 4:18 να είσαι ένα ακαταλαβίστικο μουρμουρητό του Lou Reed. Με αυτή τη λογική, κυνηγώ πλέον το καλό άκουσμα και όχι αποκλειστικά αυτό που κινείται γύρω από τη τζαζ.
Με το ίδιο σκεπτικό, βρέθηκα στο Gillette Stadium των Patriots λίγο έξω από τη Βοστόνη, ένα απόγευμα του Ιουλίου. Δεν εμφανίζεται συχνά η ευκαιρία να ακούσεις και να δεις τους Rolling Stones από κοντά. Το κλίμα, πέρα από ζεστό λόγω της θερμοκρασίας, ήταν και χαρμόσυνο. Οι Patriots κέρδισαν φέτος το πρωτάθλημα στο NFL και έτσι κάθε επίσκεψη στο στάδιο, είναι ένα μικρό throwback στην τρέλα που βίωσε φέτος η πολιτεία της Μασαχουσέτης. Γύρω μου, υπήρχαν παντού αναψοκοκκινισμένοι Αμερικανοί, σκορπισμένοι εδώ και εκεί σε ένα χαοτικό πάρκινγκ κάτω από τις τέντες που είχαν στήσει δίπλα από τα αυτοκίνητά τους. Οι περισσότεροι, ιδίως αυτοί που είχαν κάνει χιλιόμετρα για να δουν τον Jagger να χορεύει σπασμωδικά, χάνονταν πίσω από τον καπνό που δημιουργούσαν οι μικρές ψησταριές που είχαν φέρει μαζί τους. Αν είναι να κάνεις κάτι, καλύτερα να το κάνεις σωστά. Οι Αμερικανοί βλέπουν το ψήσιμο των μπέργκερ και των hot dogs ως προεργασία, σαν μια θυσία πριν τη μεγάλη τελετή. Άλλωστε, είχαν τρεις ώρες μπροστά τους μέχρι να ξεκινήσει η συναυλία και το να τρως παραδοσιακά και να καταναλώνεις μεγάλες ποσότητες μπίρας πριν από αυτή, δεν είναι ποτέ κακή ιδέα.
Κόκκινα σαρκώδη χείλη και μια ανέμελη περιπαικτική γλώσσα. Το γνωστό λογότυπο, σήμα κατατεθέν των Stones, βρισκόταν κυριολεκτικά παντού. Σε αφίσες, σε αυτοκίνητα, σε μπλούζες, στα κρεμασμένα και γέρικα πλέον μπράτσα ορκισμένων πολέμιων που ταξίδεψαν από όλο τον πλανήτη για να δουν τους Stones. Όλοι αυτοί, ήταν κάποτε έφηβοι που ζούσαν τους πρώτους του έρωτες χορεύοντας το Angie και ήταν όμορφο που τους έβλεπες ακμαίους. Όταν η ώρα έφτασε 18:30, ο ανυπόμονος κόσμος, μικροί και μεγάλοι, άρχισαν να κατακλύζουν τον περιβάλλοντα χώρο του σταδίου και ύστερα το ίδιο το στάδιο. Το ξεκίνημα έκανε ο Gary Clark Jr., ένας εξαίρετος μουσικός με blues rock ήχο που έμοιαζε σαν χαλί έτοιμο να πατηθεί από τους Stones. Η παρομοίωση δεν είναι καθόλου υποτιμητική. Μουσικά μιλώντας, ο ήχος του ήταν ο κατάλληλος για να ετοιμάσει την ομαλή μετάβαση από ένα ισορροπημένο άκουσμα σε κάτι πιο αλλοπρόσαλλο.
PHOTO GALLERY
Tα φώτα σβήνουν. Για λίγα λεπτά επικρατεί ησυχία, τουλάχιστον από τη σκηνή και τα ηχεία αφού οι συνομιλίες μεταξύ του κόσμου που έβαζε στοιχήματα για το πότε και το πώς θα εμφανιστούν οι Stones, δημιουργούσαν έναν κάποιο θόρυβο. Στις γιγαντοοθόνες εμφανίζονται φευγαλέα διάφορες εικόνες, πολλά χρώματα και από τα τεράστια ηχεία ακούγεται μια μουσική που σε προετοίμαζε για την έλευσή τους. «The Rolling Stones», φωνάζει κάποιος και μια απότομη «γρατζουνιά» στην κιθάρα, μας έκανε γνωστό πως η μεγαλύτερη rock 'n' roll μπάντα στον πλανήτη μόλις είχε ανέβει στη σκηνή. O Jagger αρχίζει να κάνει τις γνωστές του βόλτες, ο Richards παίζει χαμογελαστός, ο Ronnie το ίδιο και Watts, κύριος όπως πάντα, προσπαθεί με το βλέμμα του να τους συμμαζέψει. «Everywhere I hear the sound» ξεστομίζει ο Jagger.
Το ξεκίνημα έγινε με το Street Fighting Man και σειρά πήραν όλες οι μεγάλες τους επιτυχίες. Κάπου στη μέση του προγράμματος, ένα από τα πιο γνωστά τους κομμάτια, το You Can't Always Get What You Want, μου έδωσε ένα γερό εσωτερικό ξύλο. Πριν πάω στη συναυλία, σκεφτόμουν σοβαρά να επισκεφτώ τη Νέα Υόρκη. Αντί να ακούσω τον Jagger και τον Keith, θα έκανα βόλτες στο Central Park. Έπρεπε να επιλέξω μεταξύ των δύο. Κάποιες φορές, δεν παίρνουμε αυτό που θέλουμε, αλλά αυτό που χρειαζόμαστε και οι Rolling Stones, τελικά, ήταν αυτό που πραγματικά χρειαζόμουν.
Σε λίγα χρόνια, θα λέω με καμάρι πως άκουσα από κοντά τους Stones. Είδα τον Mick Jagger να κινείται εδώ και εκεί σαν ανεξέλεγκτο μικρό παιδί λίγους μήνες μετά την επέμβαση στην καρδιά και λίγο πριν κλείσει τα 76 του χρόνια ζωής και ανησυχίας. Είδα τον Keith Richards να παίζει με την γνωστή του ανεμελιά, τον Ronnie να παιδιαρίζει και τον Watts να εκπέμπει σε όλο το στάδιο αυτή την αυστηρότητα και την ήρεμη δύναμη που τον χαρακτηρίζει καθώς βαρούσε τα τύμπανα. Οι Rolling Stones, ακόμα και σε αυτή την ηλικία, έκαναν γνωστό πως they can't get no, satisfaction. Ποτέ δεν μπόρεσαν. Η προσπάθεια να περιγράψω σε ένα κείμενο ολόκληρη τη συναυλία αποδείχθηκε ανώφελη και άκαρπη καθώς υπάρχει φωτογραφικό υλικό και βίντεο. Προσπάθησα, αλλά δεν τα κατάφερα.
Τα πυροτεχνήματα φώτισαν τον ουρανό της Μασαχουσέτης. Είχε έρθει το τέλος της συναυλίας. Το άλλο τέλος, αυτό των Rolling Stones, είναι άγνωστο το πότε θα έρθει.