Το Saskatoon είναι από εκείνα τα μέρη που πιθανότατα δεν έχεις ακούσει ποτέ και δεν έχεις ιδέα που πέφτουν στο χάρτη. Αν είσαι λίγο τυχερός, ίσως να έχεις ακούσει το όνομα σε κάποιο ταξιδιωτικό ντοκιμαντέρ ή να το έχεις διαβάσει σε κάποιο μυθιστόρημα. Είναι όμως μία από τις μεγαλύτερες μητροπόλεις στα νότια του Καναδά, συνδυάζοντας την μαγευτική φύση με τα διθυραμβικά κτίρια. Το ακόμα καλύτερο; Έχει τόσα πολλά πολιτιστικά φεστιβάλ που ειλικρινά χάνεσαι.
Μέσα από ένα τέτοιο φεστιβάλ ξεπήδησε και ο Jordan Cook. Παρότι τα καλοκαίρια(!) πήγαινε με την οικογένεια του διακοπές στο παγωμένο Thompson, είχε πάντα στο πλάι του μία κιθάρα για να του κάνει παρέα και μπόλικες παρτιτούρες από blues. Δεδομένου ότι η γενέτειρα των blues στην Αμερική ξεκίνησε από τα δέλτα του Μισισιπή στον αδιανόητα ζεστό Νότο, είναι κάπως αστείο να φαντάζεσαι έναν πιτσιρικά να προσπαθεί να βγάλει τις μελωδίες του Muddy Waters μέσα στους πάγους και το ψύχος. Όμως αυτό δεν τον εμπόδισαν να φτιάξει το πρώτο του blues-trio σε ηλικία μόλις 15 ετών και να διαγωνιστεί στο jazz festival του Montreux, το δεύτερο μεγαλύτερο στον πλανήτη. Ήταν κάπου εκεί που ο Cook πρέπει να σκέφτηκε ότι, «τα blues έχουν χαρακτήρα με όποιον τρόπο και αν παιχτούν» και αποφάσισε να πάει το όλο concept που είχε στο κεφάλι του ένα βήμα παραπέρα. Με πιο δυνατό και σκληρό ήχο, αλλά με σεβασμό σε όλα όσα εκπροσωπούν τα blues εκεί έξω.
Τι κάνεις όμως όταν πιστεύεις τόσο πολύ σε κάτι που έχεις στο μυαλό σου, έχοντας πίστη ότι μπορείς να αλλάξεις τον τρόπο που σκέφτεται ο κόσμος ένα ολόκληρο ρεύμα; Τα blues rock δεν γεννήθηκαν σε μία ημέρα και σίγουρα δεν θα αλλάξουν σε μία. Αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσεις και ο Καναδάς έχει αποδείξει ότι αγαπάει τα blues. Νέα σχήματα όπως είναι οι Black Pistol Fire, έχουν ασπαστεί το πιο μελωδικό και συνάμα «σκληρό» τρόπο μουσικής έκφρασης των blues, αλλά για τον Jordan Cook οι πειραματισμοί δεν έχουν τέλος. Από τα blues rock δοκιμάζει την τύχη του μέχρι και στα punk blues που έχουν κάνει την εμφάνισή τους από το 1980 στο πρόσωπο καλλιτεχνών όπως ο Jon Spencer, αργότερα η PJ Harvey για να φτάσουμε σε ονόματα όπως οι White Stripes και οι Kills. Ο Cook ωστόσο θέλει να έχει τον έλεγχο σε όλα. Μέχρι και στα κρουστά. Με μία κιθάρα στα χέρια και μία κάσα της ντραμς στα πόδια, μετατρέπεται σε ένα συγκρότημα μόνος του. Και κάπως έτσι γεννιέται ο Reignwolf.
Η μουσική του δεν είναι πλέον άγνωστη. Τραγούδια του έχουν παίξει σε διάσημες σειρές όπως το Peaky Blinders και το Leftovers. Όταν φτάνεις στο σημείο -μόνο με έναν δίσκο- να γράφει για σένα το Rolling Stone αναφέροντας πως είσαι ένας από τους 10 νέους καλλιτέχνες που πρέπει να γνωρίζει κάποιος, σημαίνει πως ο κόσμος ασπάστηκε αυτό που είχες στο μυαλό σου. Φωνητικά είναι σίγουρα από τους πιο ενδιαφέροντες εκεί έξω. Η φωνή του έχει αυτό το «γρέζι» που τείνουμε να λέμε. Αυτή την διακριτική αγριάδα που έχει κάτι να δηλώσει από τους στίχους του, ακόμη και αν αυτοί σε κάνουν να απορείς με στροφές όπως ‘‘learn to lie, learn to cheat/razor blades, hard to eat’’. Δεν είναι όμως μόνο η ψυχοσύνθεση αλλά και ο έρωτας που έβγαινε από τα παραδοσιακά blues. Ο Cook το κάνει με τραγούδια όπως το ‘‘Are you Satisfied?’’ και το ‘‘Wanna, Don’t Wanna’’. Κάθε ένα τραγούδι είναι ουσιαστικά μία επανεκτίμηση των blues rock που, ηθελημένα ή όχι, σε βάζουν στη διαδικασία -εκτός από να τα ακούσεις- να ψάξεις και τις ρίζες τους. Θα μπορούσες να πεις λοιπόν πως ο Cook κάνει και ένα μικρό μάθημα μουσικής παιδείας στο νέο κοινό που μπορεί να μην είχε ιδέα μέχρι σήμερα.
Με μόλις έναν ολοκληρωμένο δίσκο φέτος, το Hear Me Out (ς.ς.: μέχρι πρότινος υπήρχαν μόνο singles στο YouTube), ο Jordan Cook ξεκινάει να κατακτήσει τον κόσμο. Όσοι τον ακούν τον παρουσιάζουν με έναν πιο επιθετικό και θυμωμένο ξάδερφο των Arctic Monkeys, όπου πριν δώσεις βάση στον ερωτικό και ψυχεδελικό στίχο, παρασύρεσαι από το κύμα της μουσικής του. Όμως η ιστορία των blues rock του Jordan Cook έχει μόλις ξεκινήσει και ίσως καταφέρει τον κόσμο να ταξιδέψει σε ένα νεότερο ρεύμα, που κανένας Muddy Waters και John Lee Hooker είχαν φανταστεί.
Και μέχρι στιγμής το κάνει αριστοτεχνικά.