Ακούστε κάτι: πριν ξεκινήσει αυτός ο κειμενικός οίστρος, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως εδώ δεν υπάρχει χώρος για δούλεμα. Ή τέλος πάντων, όχι για πολύ δούλεμα. Συνήθως αυτοί που φοβούνται έναν γιατρό φοβούνται κάθε είδους εξέταση, αλλά η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν έχει μεγαλώσει αρκετά για να μην φοβάσαι τον οδοντίατρο. Δηλαδή έλεος με αυτό το «πώς κάνεις έτσι κοτζάμ άντρας;». Καραμελίτσα. Ο πατέρας μου που πήγε τελευταία φορά πριν 4 χρόνια έτρεμε σαν το φύλλο. Δεν είναι έτσι λοιπόν τα πράγματα. Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή.
Ποτέ δεν τα πήγα καλά με τα δόντια μου. Έχω στραβά δόντια. Ένα από τα στραβά είναι καρφωμένο πίσω από την κάτω οδοντοστοιχία με αποτέλεσμα να μοιάζω με Ορκ. Τα δόντια μου, αν δεν πάω ανά 6μηνο στον οδοντίατρο, γεμίζουν με τόση πέτρα που χρειάζεται να έρθει εργολάβος με λατομείο για να μπορέσει να την καθαρίσει. Το μόνο καλό, είναι ότι -δεν ξέρω πως και γιατί- δεν χρειάστηκε να κάνω ούτε ένα σφράγισμα μέχρι στιγμής στη ζωή μου. Η τελευταία φορά που επισκέφθηκα τον οδοντίατρο ήταν το καλοκαίρι του 2015. Λίγο μάλιστα πριν κλείσουν οι τράπεζες. Και είναι όλες εκείνες οι φορές που λες στον εαυτό σου «ω ρε γαμώτο πρέπει να κλείσω και οδοντίατρο», αλλά τελικά δεν κλείνω ποτέ. Γιατί; Γιατί το κλίμα δεν είναι τίποτα ευχάριστο.
Θα μου πεις, «εδώ ρε Κωστή έκανες σπερμοδιάγραμμα». Ναι ρε φίλε, αλλά αυτό δεν πονάς όταν το κάνεις. Ο χώρος είναι γεμάτος ταινίες και περιοδικά. Δεν συνέβαινε το ίδιο με το ιατρείο. Είχε προηγηθεί ένα τηλεφώνημα που έκλεινα το ραντεβού, με την γραμματέα να λέει με ξενερωμένο ύφος «Βλέπω δεν είστε τακτικός, όποτε θυμάστε». Ναι ρε. Όποτε θυμάμαι. Και δεν κοιμήθηκα και το βράδυ γιατί το σκεφτόμουν. Τι θες τώρα; Σας έχει πάρει ποτέ πελάτης τηλέφωνο να σας πει «ΤΟ ΠΟΣΟ ΜΟΥ ΕΧΕΤΕ ΛΕΙΨΕΙ ΔΕΝ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΑΙ! ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΕΡΘΩ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΗΝΑ;». Δόντια είναι αυτά. Είναι κοντά στον εγκέφαλο, άρα ο πόνος φτάνει πιο γρήγορα. Επίσης οι πόνοι από δόντι μαζί με τη μέση, είναι από τους χειρότερους. Μπαίνω μέσα και δεν υπάρχει άνθρωπος γιατί είμαι μάλλον το τελευταίο ραντεβού. Δεν ξέρω γιατί, αλλά όποτε μπαίνω σε οδοντιατρείο -τις λιγοστές αυτές φορές- κάνω σενάρια από splatter ταινία. Ότι κάποιος θα πονάει και θα πετάγονται παντού αίματα, πως ο τροχός θα ‘χει πάρει φωτιά και ο γιατρός θα γελάει σατανικά. Αντί αυτού, έπεσα να ακούω έναν βαρετό μπάρμπα που μάλλον ήταν στα τελειώματα και δεν έβαζε γλώσσα μέσα. Αυτό ήταν πιο εκνευριστικό.
Ωραίο το σαλόνι αλλά τα φώτα που βρίσκονται στον μέσα χώρο του ιατρείου, είναι λευκά. Γιατί λευκά ρε παιδιά; Όπου λευκό φως και ιατρείο μου θυμίζει νοσοκομείο ή νεκροτομείο από ταινία. Πώς να νιώσεις καλά. Και ξεκινάει να ακούγεται το σωληνάκι. Πω πω αυτό το σωληνάκι για τα σάλια. Είχε ένα σφύριγμα, όπως το Alien που πεταγόταν μέσα από σώμα και σε γράπωνε. Ανατρίχιασα. Σε κάποια φάση βγήκε αυτή με την μάσκα και μου κάνει «Τώρα τώρα κοντεύουμε! Καιρό είχατε να έρθετε». Και χαμογελούσε σαν να μου λέει «Εσύ θα φτύσεις πιο πολύ αίμα από τον Απόλλο Κριντ». Όποιος θέλει το πιστεύει, αλλά ήμουν έτοιμος να σηκωθώ να φύγω. Να βρω μία φτηνή, παιδική και τρισάθλια δικαιολογία και μετά γιατρός και βοηθός να κοιταχτούν λέγοντας «Άλλος ένας χέστης, έχει καταντήσει κουραστικό». Με φώναξε να πάω μέσα. Δεν ήρθε να με πάρει. Με φώναξε. Προχωρούσα τόσο δειλά που οι κότες ένιωθαν θαρραλέες. «Τρύπες δεν βλέπω, αλλά έχουμε πολύ δουλειά. Γίνεται χαμός». Ρε φίλη, εντάξει, θες να το πεις με τρόπο ξέρω γω;
Ξεκινάει με ένα μαραφέτι να σπάζει την πέτρα. Έχω να έρθω τόσο καιρό που δεν το θυμόμουν καν αυτό το κομμάτι. Αλλά το παρακάτω ήταν αξέχαστο. Αυτό το σκάλισμα για να απομακρυνθεί η πέτρα. Που ξέρεις ότι αν τα δόντια σου είναι σαν τα δικά μου. Θα πονέσεις. Ω ναι, θα πονέσεις πολύ. Με ρωτούσε κιόλας ανά τακτά χρονικά διαστήματα «Όλα καλά; Αντέχεις;». Εγώ σήκωνα χέρι ότι όλα καλά, αλλά ήθελα να φωνάξω «ΤΙ ΟΛΑ ΚΑΛΑ; ΠΟΙΟΣ ΣΟΥ ΕΧΕΙ ΠΕΙ ΠΟΤΕ ΟΛΑ ΚΑΛΑ;». Μα αλήθεια, υπάρχει άνθρωπος που είδε οδοντίατρο να κρατάει τροχό και είπε «Καλός είναι μωρέ, ψυχούλα». Και όντως μπορεί να είναι, αλλά εκείνη την στιγμή το μόνο που θες να του πεις είναι ότι σε έχει ταράξει στον πόνο. Είναι και άλλα πολλά. Η μυρωδιά αυτή που έχει ένα οδοντιατρείο. Δεν ξέρω αν είναι κάποιο φάρμακο αλλά μυρίζει χαρακτηριστικά. Και αυτή η ατάκα. «Φτύσε». Τόσο αίμα δεν έχω ξαναβγάλει. Ναι οκ, με τέτοια δόντια τι περιμένεις, αλλά τόσο αίμα έχω να βγάλω από το στόμα….κάτσε μία να θυμηθώ….α ναι. Από την προηγούμενη φορά που ήμουν στον οδοντίατρο. Και να βγαίνει κατακόκκινο, με κομμάτια από πέτρα και ούλου και να απορείς, πόσο ακόμα θα βγάλω. «Δεν θα πω ψέματα ότι τελειώνουμε, έχουμε δρόμο ακόμα». Μπράβο ρε. Η ατάκα που ήθελα να ακούσω.
Λένε πως αν βρεθείς σε φοβερό πόνο, στείλε το μυαλό κάπου άλλου. Δεν πάει πουθενά το διαολεμένο. Ίσως να μην έχω μυαλό. Πάντως μου συμπεριφέρθηκε σαν τον κολλητό που δεν ξεκουμπίζεται για να μείνεις μόνος με το κορίτσι. Εκεί. Μπάστακας. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο φως της λάμπας που έχει το μηχάνημα. Με τύφλωσε μετά από λίγο, τρόμαξα και κουνήθηκα με αποτέλεσμα να μου φάει ούλο. Μιλάμε για επικά μαλακισμένη ιδέα. Λες θα τελειώσει που θα πάει και δεν τελειώνει. Καλά ρε συ, αυτή δεν κουράζεται; Αρχίζεις και σκέφτεσαι μήπως την βρίσκει με το να σε βλέπει να φτύνεις αίμα. Εν τω μεταξύ καθ' όλη αυτή την διάρκεια, βρίσκουν συνετό να ανταλλάζουν και διαλόγους σαν τους παρακάτω.
- Ήρθε και ο Δημητριάδης το πρωί
- Αυτός με τη μόλυνση που του έφαγε όλο το ούλο;
- Αυτός είναι ο Δημητρίου. Ο Δημητριάδης είναι που του ανοίξαμε και ήταν όλο μέσα σάπιο και μύριζε.
ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ ΑΛΗΘΕΙΑ;
Κάποια στιγμή τελειώνει όλο αυτό. Σου ρίχνει αυτή τη σόδα στο στόμα που νομίζουν ότι είναι και σωτήρια. «Ωραία ε;». Τι ωραία, θέλω να κάνω εμετό. Αηδία είναι. Οκ είναι αναγκαία, αλλά μην την πασάρεις σαν να μου έβγαλες μηλόπιτα με παγωτό. Κάπου εκεί που φτύνεις, πίνεις νερό φτύνεις, σκουπίζεσαι, φτύνεις, κουμπώνεις γιακά, φτύνεις, έρχεται και η λυπητερή. «Κάναμε πολύ δουλειά είναι 50 ευρώ». Να φτύσω πάλι;
Λίγο πριν κλείσω την πόρτα, πετάγεται κελαηδιστή. «Θα σας πάρω σε 6 μήνες να ξαναέρθετε μην έχουμε πάλι τα ίδια».
Άντε μωρή.