Αν καθίσουμε σε ένα τραπέζι και ψηφίσουμε την καλύτερη/αγαπημένη ταινία του Πατσίνο, η πολυφωνία των απόψεων και προτιμήσεων θα είναι και η απόδειξη της πορείας του. Το υποερώτημα που πρέπει να πέσει στο τραπέζι, όμως, πριν ή και μετά τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας, είναι αν οι προτιμήσεις και εν τέλει αυτή η πολυφωνία ξεπερνούν τα καλούπια που περικλείουν τους ρόλους οι οποίοι και τον ανέδειξαν.
Θέσε αυτό το ερώτημα στον εαυτό σου, δώσε την απάντηση και έπειτα εξήγησε και σε εμάς, γιατί παρέλειψες να βάλεις στην κάλπη και το «Άρωμα Γυναίκας». Για το οποίο μάλιστα, πριν από ακριβώς 26 χρόνια, ο Αλ Πατσίνο πήρε Χρυσή Σφαίρα.
Για όποιον έχει δει ή έστω διαβάσει τη φιλμογραφία του Πατσίνο σε χρονολογική σειρά, το Σέρπικο ίσως τελικά να είναι και αυτό που κερδίζει την τελική του προτίμηση, αφού, κακά τα ψέματα, ήταν η ταινία με την οποία συστήθηκε στο κοινό, ενδεχομένως και η ταινία με τις καλύτερες και πιο δυνατές ερμηνείες.
Δημοκρατία, όμως, έχουμε και εν προκειμένω, όταν μιλάμε για ρόλους που απογείωσαν τον γκανγκστερικό κινηματογράφο, οι απόψεις ποικίλουν και διαφέρουν. Ταυτόχρονα, όμως, συγκλίνουν προς μία κατεύθυνση, μία ταυτότητα, ένα μοτίβο ρόλων που ακολούθησε πιστά και υποδύθηκε με τον δικό του Αλ(α) Πατσίνο τρόπο.
Ο Μάικλ Κορλεόνε, ο Τόνι Μοντάνα ή και ο Καρλίτο Μπριγκάντε ακόμα που διαδέχτηκε το «Άρωμα Γυναίκας», ήταν ρόλοι που τον στιγμάτισαν (με την καλή έννοια), του έδωσαν ταυτότητα. Στον ίδιο, στις ταινίες του, στην καριέρα του. Ακόμη και ο Φρανκ Σέρπικο, όπου ξέφευγε από τα στενά γκανγκστερικά όρια, παρουσιάζοντας την καλή, την ηθική, την νομοταγή πλευρά ενός εκ των πολλών φανταστικών του χαρακτήρων, παρέμενε δράμα μεν, αλλά αστυνομικό δράμα. Με τη διαπλοκή και το διεφθαρμένο αστυνομικό σύστημα, να του δίνουν από τη μία χώρο για να απλώσει το ταλέντο του στο δράμα, αλλά εντός πλαισίου και εύρους των ταινιών που τον χαρακτήριζαν. Και αυτόν και τους ρόλους του.
Το «Άρωμα Γυναίκας» ήταν κάτι διαφορετικό...
Εδώ, όμως, έχουμε κάτι διαφορετικό. Όταν το 1992 κλήθηκε να συμμετάσχει στο διασκευασμένο και έπειτα βραβευμένο για την τόλμη και εκτέλεσή του σενάριο της (προ 20ετίας σχεδόν) Ιταλικής ταινίας Profumo di donna, ο Πατσίνο είχε -σχεδόν- όλους τους παραπάνω ρόλους. Ο Κορλεόνε, ο Μοντάνα, ή και ο Σέρπικο μπήκε στα παπούτσια ενός τυφλού, αλκοολικού, οξύθυμου γεροπαράξενου απόστρατου για να παίξει σε ένα ατόφιο κοινωνικό δράμα. Χωρίς πιστολίδια, μακριά από γκανγκστεριλίκια, πέρα από παραμύθια ανάμεσα σε κλέφτες κι αστυνόμους, ακόμη κι αν μιλάμε για ένα τόσο δυνατό δράμα, όπως το Σέρπικο, που όμως τον κράτησε μέσα στο καλούπι που ο ίδιος και οι ρόλοι του είχαν σχηματίσει.
Εδώ, ο Πατσίνο μετατρέπεται σε έναν εκλεπτυσμένο, ώριμο και γοητευτικό άντρα, έχοντας χάσει τη δύναμη και την ίντριγκα του κυκλώματος, έχοντας απωλέσει το ελιξίριο της νεότητας και του άφθαρτου νέου, έχοντας αποτάξει το ρόλο του καλού ή κακού «μπάτσου». Ένας άντρας σε απόγνωση, αποφασισμένος να αυτοκτονήσει, που δεν είναι μεν αρτιμελής σωματικά, αλλά είναι ακέραιος πνευματικά και κυρίως ηθικά.
Τόσο ώστε να προσφέρει την σκηνή που σημάδεψε το έργο με τον τανγκό χορό στο πλάι μίας εντυπωσιακής γυναίκας (Gabrielle Anwar) και να καθηλώσει μία ολόκληρη αίθουσα (μαζί και χιλιάδες κινηματογραφικές) με την ομιλία-επίδειξη ήθους προς υπεράσπιστη του «κατηγορούμενου» Τσάρλι.
«Έχω δει παιδιά με χέρια κομμένα, πόδια ξεριζωμένα αλλά δεν υπάρχει τίποτα σαν το πνεύμα ενός ακρωτηριασμένου πνεύματος», λέει πετάγοντας σπίθες σε μία σκηνή, χωρίς να έχει κανένα από τα εργαλεία των ταινίων που κατέδειξαν το... είδος του (say hello to my little friend), ούτε καν το σπινθηροβόλο βλέμμα εκείνων των ερμηνειών. Ακόμη κι αυτό, όμως, μέσα από τα νεκρωμένα μάτια ενός τυφλού ανθρώπου, καταφέρνει να το αναστήσει και να το αξιοποιήσει με τον δικό του μοναδικό τρόπο.
Όχι τον Carlitos' Way. Αλλά τον Pacino's Way. Γι' αυτό και το «Άρωμα Γυναίκας» ήταν το έργο που τον ξεχώρισε από τους κοινούς ρόλους και διαχώρισε τον ταλαντούχο από τον ολοκληρωμένο ηθοποιό.