Γυρνάς από τις μίνι διακοπές του Πάσχα. Διότι μίνι είναι, οι περισσότεροι φύγαμε Μεγάλη Παρασκευή και γυρίσαμε Δευτέρα του Πάσχα. Το «επιβεβαιώσαμε» άλλωστε και στα καράβια που γυρίσαμε, στα λιμάνια που βγήκαμε όταν φτάσαμε, στις Εθνικές Οδούς και στα διόδια όπου μποτιλιαριστήκαμε: κόσμος πολύς, επιστροφή μεγάλη, ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Ο κάθε; Μπα…
Διότι έφτασε Τρίτη του Πάσχα. Και βγήκες στον πηγαιμό για το γραφείο. Οι δρόμοι άδειοι. Βίωσες την απόλυτη ευτυχία, φτάνοντας κυριολεκτικά στο μισό χρόνο. Αλλά, για μια στιγμή: πού είναι όλος ο κόσμος;;; Γιατί είναι άδειοι οι δρόμοι;;;; Πώς και βρήκα να παρκάρω ακριβώς έξω από την πόρτα;;;; Δεν είναι εργάσιμη μέρα σήμερα; Μπας και έκανα λάθος; Μήπως γύρισα νωρίτερα; Μπαααα. Η Αλήθεια, είναι εκεί έξω:
Τα παιδάκια και τα «μεγάλα παιδάκια» ακόμα λείπουν
Τα μαθητούδια έχουν ακόμα μια εβδομάδα διακοπές. Τα μισείς γι’ αυτό, παρόλο που κι εσύ υπήρξες μαθητής και έκανες το Πάσχα δυο εβδομάδες διακοπές και με τη σειρά τους σε μισούσαν οι μεγάλοι. Τα κωλοπαίδια αγαπημένα μας αγγελούδια ξεκουράζονται, κοιμούνται, λιώνουν στην τηλεόραση και το Playstation, σχεδόν βαριούνται από το πολύ καθισιό, κάποια κάνουν ακόμα διακοπές στο χωριό, με τον παππού και τη γιαγιά. Μερικά και με τους γονείς τους, που κόλλησαν 1-2 μέρες άδεια, ένα ρεπό από δω, μια αναρρωτική από κει, μια μέρα «από τη σημαία» και πάει η εβδομάδα. Όλα καλά ως εδώ (που λέει ο λόγος…). Αλλά κυρίες και κύριοι δάσκαλοι και καθηγητές, ΘΑ ΠΑΕΙ ΜΑΚΡΙΑ Η ΒΑΛΙΤΣΑ; Τι θα γίνει με την πάρτη σας; Δυόμιση μήνες το καλοκαίρι, δυο βδομάδες τα Χριστούγεννα, άλλες δυο το Πάσχα, του Αγίου Πνεύματος, Καθαρά Δευτέρα, των Τριών Ιεραρχών, 25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου, το καταλαβαίνετε ότι μας έχετε σπάσει τα νεύρα;
Ω ντελιβερά, που είσαι;
Γυρίζεις το βράδυ της Δευτέρας του Πάσχα. Θες να ξεπακετάρεις, να κάνεις τα μπάνια σου, να τακτοποιηθείς, να βάλεις κανένα πλυντήριο. «Ας μην μαγειρέψουμε, ας παραγγείλουμε κάτι». Θα’ θελες. You wish… Διότι ο ντελιβεράς ξεκουράζεται. Όπως και ο ψήστης. Και ο σεφ. Και το προσωπικό ολόκληρο. Παίρνεις απεγνωσμένα τηλέφωνα και «ψυχρά μου απαντά/ ο τηλεφωνητής σου» που λέει και ο αοιδός. Μπαίνεις στο e-food και βρίσκεις πέντε μαγαζιά, λες και είσαι στα Ίμια ξερωγώ και ψάχνεις να παραγγείλεις. Καταλήγεις να πάρεις από μαγαζί που δεν έχεις ξαναπάρει ποτέ με κίνδυνο της ζωής σου. «If he dies, he dies», που είπε κι ο Ιβάν Ντράγκο για τον Απόλο Κριντ. Ο Απόλο τελικά πέθανε. Είθε εσύ να σταθείς πιο τυχερός.
Τρεις κι ο κούκος στο γραφείο
Το γραφείο υπολειτουργεί σαν Εφορία παραμονή Δεκαπενταύγουστου. Κυλικειάρχης; Απών! Ο απέναντι; Απών! Ο παραδίπλα; Λείπει! Ο από πίσω; Στο χωριό του! Η γραμματεία; Άδεια! Τι έγινε ρε παιδιά; Μόνο εμείς δουλεύουμε; Μόνο εμείς ΔΕΝ πήραμε έξτρα άδεια; Μόνο εμείς τσακιστήκαμε να γυρίσουμε πίσω Δευτέρα του Πάσχα, για να είμαστε Τρίτη στο πόστο μας; Η απάντηση είναι «ναι κυρ-μαλάκα μου. Μόνο εσύ γύρισες. Και δεν σε χάλασε καθόλου».
Η πολυκατοικία του Walking Dead
Γυρνάς φορτωμένος μπαγκάζια. Κουβαλάς σε μια, δυο ή τρεις δόσεις τα πράγματα σπίτι. Είναι όμως αυτό το σπίτι σου; Είναι αυτή η πολυκατοικία που μένεις; Είσαι σίγουρα στη σωστή γειτονιά; Διότι όλα τα φώτα είναι σβηστά. Άνθρωπος δεν ακούγεται πουθενά. Κάτι λάμπες που είχαν καεί, παραμένουν καμένες στη θέση τους. Ο κατσαπλιάς που κάτι έριξε στο ασανσέρ και κολλάει, όχι απλά δεν φιλοτιμήθηκε να το μαζέψει, αλλά δεν φιλοτιμήθηκε ούτε το συνεργείο καθαρισμού να το μαζέψει – προφανώς κι αυτοί διακοπάρουν. Να μπω στο ασανσέρ ή θα κλειστώ και θα με βγάλουν τη Δευτέρα, μετά την Κυριακή του Θωμά; Να ανεβώ από τις σκάλες φορτωμένος βαλίτσες, ή στο δεύτερο έχουν στήσει παγανιά τίποτα ζόμπι από το Walking Dead και θα με κολατσίσουν; Να μπω σπίτι θαρραλέα ή διακριτικά, μην τυχόν και έχουν μπει τίποτα μυστήριοι τύποι και φορτώνουν τα υπάρχοντά μου; Να στείλω πρώτα τη γυναίκα, να φάνε αυτήν άμα είναι, για να μπορέσω εγώ να τρέξω να γλιτώσω; Καλή ιδέα!