Οι συζητήσεις για την θητεία στο στρατό αποτελούν ίσως τον καλύτερο τρόπο για να διώξεις μια ανεπιθύμητη γυναίκα από την παρέα σου. Όχι, δεν είμαστε μισογύνηδες. Στην πεθερά σου αναφερόμαστε.
Αυτό, όμως, που φαντάζει στο γυναικείο αυτί ό,τι πιο ανούσιο μετά την επεξήγηση του οφσάιντ, είναι για εμάς το ιερό ευαγγέλιο τα κεφάλαια του οποίου είναι ανεξάντλητα και δεν κουραζόμαστε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΟΤΕ να συζητάμε μεταξύ μας.
Τα βάλαμε, λοιπόν, κάτω και είπαμε να μοιραστούμε μαζί σας 4 προσωπικές αφηγήσεις με πρωταγωνιστές μια σκελέα, δυο πάτους παπουτσιών, έναν σκούφο κι έναν σχοινοβελό (μην γκουγκλάρεις, θα στα εξηγήσει ο Πολυμενεάς παρακάτω).
Για πάμε!
Η βράκα που πήρε την εκδίκηση της από τον Ντίνο Ρητινιώτη
Η σκελέα. Ίσως το πιο αστείο ένδυμα που σου προσφέρει ο Ελληνικός Στρατός με το που περνάς την πύλη. Στη δική μου τη σειρά δε, η οποία παρουσιάστηκε κάπου εκεί στα τέλη του 2007, το ρούχο αυτό φαινόταν ακόμη πιο παράταιρο μιας και την εποχή εκείνη τα φαρδιά παντελόνια είχαν ακόμη μια άλφα πέραση, την ίδια στιγμή που τις skinny καταστάσεις τις συναντούσες μονάχα σε κάνα σκοτεινό ροκάδικο της λεωφόρου Αλεξάνδρας.
Είχε φάει, λοιπόν, το άκυρό της από την αρχή, με τους περισσότερους από εμάς να την παρατάμε σε κάποια γωνιά του ντουλαπιού με την πρώτη επίσκεψη στα σπίτια μας. Οι πιο προνοητικοί πάντως, την είχαν χρησιμοποιήσει ως προσάναμμα ή την είχαν δώσει ως δώρο γενεθλίων στον παππού τους μαζί με ένα Γκοτζίλα που είχε παρασκευαστεί 2 χρόνια πριν καταταχθεί. Ο παππούς.
Οι λίγοι που είχαν το θράσος να τη φορούν, έτρωγαν το μπούλινγκ του αιώνα με το που εμφανίζονταν ως ξεπεσμένοι ράπερ μέσα στο θάλαμο. Ήταν οι ίδιοι που εκείνο τον παγωμένο Φλεβάρη του ’08, κυκλοφορούσαν αρχοντικοί και καμαρωτοί μέσα στη χιονισμένη μονάδα του Ασπροπύργου, βγάζοντας το σκοπέτο αναίμακτα δίπλα σε εμάς που το δαγκώναμε δαγκώναμε τα χείλη μας τουρτουρίζοντας.
Η σκελέα. Ίσως το πιο αστείο ένδυμα που σου προσφέρει ο Ελληνικός Στρατός. Σίγουρα όμως ένα από τα πιο χρήσιμα κι εκείνο που έρχεται να σου θυμίσει πως στη θητεία κοιτάς να είσαι προβλεπόμενος συνολικά και όχι συνολάκι.
Χωρίς σκούφο ούτε μέχρι το ΚΨΜ ο Κώστας Χρήστου
Λένε πως όσες περισσότερες οι σκοπιές, τόσο περισσότερο συνηθίζεις. Αηδίες. Ο καθένας μας έχει να διαμαρτυρηθεί για κάτι στο στρατό. Για το φαγητό. Τα χωσίματα. Για τις στενές αρβύλες. Για μένα το μεγαλύτερο ζόρι ήταν το κράνος. Και για να τα λέμε σωστά, το χαλασμένο κράνος. Όποιος έχει κάνει στρατό ξέρει. Ο τίμιος πεζικάριος, ο σκοπάνθρωπος χωρίς βύσμα, ξέρει πως τα κράνη είτε δεν κούμπωναν, είτε δεν εφάρμοζαν καλά, είτε δεν είχαν καν επένδυση. Τα περισσότερα πρέπει να είχαν ξεμείνει από την δεκαετία του ’60. Τα φόρεσαν οι μπαμπάδες μας στην επιστράτευση και μετά τα πήραμε εμείς. Και ξέρεις τι πάει να πει σκοπιά με κακό κράνος; Μέγιστος πόνος.
Θυμάμαι έναν λοχία που με κοίταξε λέγοντας την ατάκα «πως είσαι έτσι αγόρι μου με το τάπερ στο κεφάλι;». Με μούντζωσε και έφυγε ο τρισκατάρατος. Αλλά είχε δίκιο. Μόνο κράνος δεν θύμιζε αυτό το πράγμα. Είχε το βάρος μίας πολυκατοικίας και την άνεση καναπέ από καρφιά – σαν αυτά που κάθονται οι φακίρηδες. Στεκόσουν ακίνητος και έγερνε από τα πλάγια. Πόνος, φαγούρα και βέβαιη καράφλα. Αυτά ήταν τα 3 κακά της μοίρας μας από τα κράνη. Τελικά την συνταγή μας την είπε ένας παλιός. «Βάλτε από κάτω σκούφο».
Σε πρώτη σκέψη ήταν μία καλή ιδέα. Ήταν σαν να έβαζες πάτο στο κεφάλι σου. Βέβαια δεν ήταν και πολύ βολικό το καλοκαίρι για όσους έκαναν σκοπιά στην πύλη, αλλά ανάμεσα στον ιδρώτα και τον πόνο όλοι επέλεγαν το πρώτο. Άλλωστε τον ιδρώτα δεν τον γλίτωνες με τίποτα στον στρατό. Μέσα σε περίπου μία εβδομάδα, το σκουφάκι είχε μαθευτεί από όλους τους νέους. Αυτό που κανείς δεν ήξερε ήταν πως δεν προβλεπόταν από τους κανονισμούς. Σε μία τυχαία επιθεώρηση από τον υποδιοικητή του στρατοπέδου, όλη η φρουρά βγήκε αναφερόμενη με τα σκουφιά να πετάγονται στα σκουπίδια. Αυτό ήταν το ευχαριστώ ρε σεις; 3 μέρες κράτηση;
Πάντως το κεφάλι μου με πονάει ακόμα.
Οι ανατομικοί πάτοι έσωσαν τα πόδια και την ψυχή του Γιώργου Ρομπόλα
«Στρατιώτη, τέσσερις μέρες αναρρωτική σου γράφω» μου είπε ο γιατρός στο Μεσολόγγι. Προφανώς κι ο οποιοσδήποτε άλλος φαντάρος στο Κέντρο θα πέταγε τη σκούφια του για τέτοια γνωμάτευση. Εγώ όμως όχι. Γιατί τα είχα χρειαστεί. Όταν με στείλανε πακέτο στο 401.
Είχε τουμπανιάσει το πόδι μου, κατακόκκινο είχε γίνει. Στις πρόβες για την «παρέλαση» πριν την ορκωμοσία πρέπει να το έπαθα, μετά από αρκετές ώρες ορθοστασία. Στην αρχή δεν έδινα μεγάλη σημασία πέρα από τον πόνο, έλεγα «σιγά μωρέ τι είναι, θα περάσει». Όταν όμως στο 401 δε με άφηναν να φύγω, κι είχαν μαζευτεί από πάνω μου «ο ουρανός με τα άστρα» από γαλόνια, μέχρι γιατρός υποστράτηγος είχε καταφθάσει για την πάρτη μου, τότε και μόνο τότε κατάλαβα ότι ΜΑΛΛΟΝ πρέπει να ανησυχώ. «Ερυσίπελας» ήταν η γνωμάτευση. Να φροντίζεις τα πόδια σου σχολαστικά η αυστηρή τους συμβουλή.
Να φοράω σωστές κάλτσες δηλαδή τις οποίες πρέπει να αλλάζω συχνά, να πλένω τα πέλματά μου καθημερινά, να προσέχω νύχια και παρανυχίδες να είναι κομμένα και καθαρισμένα, την αρβύλα να τη σφίγγω όσο λιγότερο μπορώ και –κυρίως- να φοράω πάτους. Διπλούς αν γίνεται. Έτσι μου είχαν πει.
Αν γινόταν λέει; Και τετραπλούς θα έβαζα αν χώραγαν! Οι GelActiv Work της Scholl έσωσαν τη ζωή των ποδιών μου, σου λέω! Τους έβαλα μέσα στο άρβυλο και δε με ενόχλησε ποτέ ξανά το πόδι στις χειρότερες ορθοστασίες που έζησα στην φανταρική μου καριέρα. Και ξέρεις κάτι; Τους συνήθισα τόσο πολύ, όπου ακόμα και σήμερα στα παπούτσια μου μέσα δε θα βρεις μονάχα τις χθεσινές κάλτσες αλλά και τους πάτους GelActiv Sport.
Το ειδύλλιο κάνης-σχοινοβελού αναπολεί ο Γιώργος Πολυμενέας
Όπως κάθε θητεία, έτσι και η δική μου ήταν ένας πολτός ανούσιων εμπειριών, νύστας και ιεραρχίας, μια ευθεία γραμμή με ελάχιστες εξάρσεις. Υπήρξαν ωστόσο και στιγμές, που αν και ανήκαν σε αυτή την ατέλειωτη ευθεία γραμμή, τις θυμάμαι πολύ έντονα.
Σκαλιά Λόχου, βράδυ. Οι περισσότεροι κοιμούνται, έχω σκοπιά σε 3 ώρες, αλλά παρόλα αυτά, παλεύω να καθαρίσω το G3A3 διότι είχαμε ταξιαρχική επιθεώρηση την επόμενη μέρα.
Συνήθως, ένα τουφέκι έχει υπολείμματα από μπαρούτι και βρωμιές στην κάνη και μπαρούτι σε ένα σημείο που πλέον δεν θυμάμαι πώς το λένε. Η κατάσταση της δικής μου κάνης ήταν σαν να είχε περάσει μια αλλόφρων αγέλη από βροντόσαυρους την ώρα που δεχόταν επίθεση από Τυραννόσαυρο Rex. Όσο για το μπαρούτι, εικάζω ότι θα έφτανε για να τινάξει στον αέρα τα μισά καράβια του Γιούρον Γκρέιτζόι και θα περίσσευε λίγο για να φτιάξεις «γουρούνες» για το Πάσχα.
Συμπλήρωνα γεμάτο δίωρο, όταν σκέφτηκα να φτιάξω έναν αυτοσχέδιο σχοινοβελό, ξέρεις αυτή την κατασκευή που στην άκρη ενός σχοινιού δένεις ένα κομμάτι χαρτί και στη συνέχεια περνάς το σχοινί από την κάνη και έπειτα το τραβάς με δύναμη ώστε το χαρτί να σκουπίσει την κάνη. Τρομερή ιδέα. Τράβηξα απότομα και έμεινε ο σπάγκος στα χέρια μου. Ένα τμήμα του σπάγκου, διότι το υπόλοιπο, μαζί με το χαρτάκι, είχε σφηνώσει στην κάνη.
Δεν θυμάμαι αν πρώτα ένιωσα τον ιδρώτα να κυλάει στο πρόσωπο μου ή είδα τους εφιάλτες από την επιθεώρηση της επόμενης μέρας. Πήγα στη σκοπιά με το όπλο σε αυτή την κατάσταση, γύρισα, το άφησα στον οπλοβαστό και όταν δόθηκε εγερτήριο, βρήκαν εκείνον το παλιό που είχε ολόκληρο σετάκι με αυτά τα μαραφέτια.
- «Παραδίδω το όπλο μου στα χέρια σου»
- «Η επιστήμη έχει προχωρήσει, αλλά από ένα σημείο και μετά αναλαμβάνει ο Θεός».
Είχε όρεξη για χιούμορ. Μετά από κάνα πεντάλεπτο μού το επέστρεψε καθαρό από ξένους εισβολείς. Στην επόμενη έξοδο πήγα και προμηθεύτηκα κανονικό σχοινοβελό. Η έλξη που ένιωσε για το τουφέκι μου ήταν κεραυνοβόλα και αγαπήθηκαν με πάθος για το υπόλοιπο της θητείας. Εκείνος τρελαινόταν να γλιστράει στα τοιχώματα της κάνης και εκείνη ανυπομονούσε να νιώσει την αίσθηση από το βουρτσάκι του. Έζησαν αυτοί καλά και εγώ καλύτερα.