Ναι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αρμόδιων φορέων, θα έχουμε περίπου 30 εκ. αφίξεις τουριστών το 2023. Στις πιο φορτωμένες ημέρες, η Ακρόπολη θα δέχεται πάνω από 16.000 επισκέπτες κάθε μέρα, ενώ οι 63 απευθείας πτήσεις από τις ΗΠΑ κάθε βδομάδα, καθιστούν την Ελλάδα τον 3ο πιο δημοφιλή τουριστικό προορισμό στον κόσμο. Εντυπωσιακό; Ακόμα πιο εντυπωσιακά τα 18 δις € που μπουν στην Ελλάδα ως το 25% του ΑΕΠ. Αλλά δεν είναι όλα και τόσο ρόδινα.
Σε πρόσφατο άρθρο της Guardian εκφράζεται η ειλικρινής απορία για το κατά πόσο αντέχει η Ελλάδα, η Αθήνα και τα νησιά όλους αυτούς τους τουρίστες και δεν χρειάζεται κάποια στρογγυλή τράπεζα ακαδημαϊκών για να καταλάβουμε ότι δεν θα έχει καλή κατάληξη όλο αυτό το πράγμα χωρίς ρεγουλάρισμα.
Ακόμα και όσοι θα έπρεπε να πανηγυρίζουν στους δρόμους, όπως ο δήμαρχος Αθηναίων, εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός της υπερσυσσώρευσης τουριστικής κίνησης στην πρωτεύουσα. Η κατάσταση με τη βραχυχρόνια μίσθωση είναι μόνο ένα από τα πολλά προβλήματα που παράγονται από την τουριστική πλυμμηρίδα και ίσως το πιο εύκολο από ως προς την επίλυση προβλήματα. Όχι εύκολο να λυθεί, άλλα τουλάχιστον γνωρίζουμε το μέγεθος το προβλήματος και τη λύση, όσο ακριβή κι αν είναι. Οι αρχαιολογικοί χώροι όμως δεν έχουν εύκολες λύσεις.
Τα έργα στην Ακρόπολη για την ενίσχυση της προσβασιμότητας, ακόμα και όταν ξεπεράστηκαν οι όποιες αντιρρήσεις δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να δράσουν σαν μηχανισμός για την αύξηση της κίνησης. Οι 16.000 επισκέπτες σε μία μέρα είναι ένα ρεκόρ το οποίο αναμένεται να σπάσει πανηγυρικά τους επόμενους μήνες και οι αρχαιολόγοι υποστηρίζουν ότι τα όρια αντοχής του Ιερού Βράχου, έχουν εξαντληθεί ήδη.
Ακούγονται πολλές προτάσεις και άλλες τόσες έχουν πέσει στο τραπέζι. Αυτή που ακούγεται συχνότερα είναι ένα είδος τουριστικού φόρου ανά τουρίστα. Μοιάζει περίπου με το μέτρο που έχει το Λονδίνο σαν διόδια για να περιοριστεί η κίνηση στο κέντρο. Είναι ένα μέτρο που συζητείται και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης που βαρυγκομούν από την τουριστική κίνηση.
Ας θεωρήσουμε ότι είναι ένα μέτρο προς τη σωστή κατεύθυνση. Όχι τόσο γιατί θα μειώσει κάπως την κίνηση με τη λογική του αντικίνητρου, κάτι τέτοιο ούτε είναι επιθυμητό, αλλά ούτε και εφικτό. Κάποιος που έρχεται από την άλλη άκρη του κόσμου και πρόκειται να χαλάσει τουλάχιστον 3000€ για αυτό το ταξίδι, ένας επιπλέον φόρος δεν του λέει κάτι. Το θέμα είναι αν μπορεί αυτός ο τουριστικός φόρος να χρηματοδοτήσει ένα είδος ανάπτυξης υποδομών για να αντέξει η Αθήνα, τα νησιά και οι αρχαιολογικοί μας χώροι. Ακόμα κι αν ένα νησί των 3000 μονίμων κατοίκων αποκτήσει ένα νοσοκομείο και ένα αποχευττικό σύστημα αντάξιο μιας τουριστικής κίνησης που φτάνει τις 20.000 διαμονές ταυτόχρονα, είμαστε σίγουροι ότι είναι βιώσιμο ένα τέτοιο μοντέλο;
Το παράδειγμα των ισπανικών ακτών είναι χαρακτηριστικό και γυρίζουμε και πάλι στο μοντέλο της ήπιας και βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης. Ωραίο σαν φράση, αλλά ο δράκος του παραμυθιού αγνοείται. Ποιος και με ποια κριτήρια μπορεί να αποφασίσει το μέγεθος της εκμετάλλευσης της γης ενός νησιού; Η Σαντορίνη και η Μύκονος είναι παραδείγματα το πόσο αστείο είναι να μιλάμε για συντελεστές δόμησης και σχέδια πόλης.
Στο τέλος καταλήγουμε ότι η δυναμική της αγοράς και η φυσιολογική επιθυμία των κατοίκων να βγάλουν λεφτά ενώ ήταν για δεκαετίες ξεχασμένοι από την κεντρική διοίκηση, είναι τόσες μεγάλες δυνάμεις που είναι πρακτικά αδύνατο να ελεγχθούν με τον ρομαντικό τρόπο που ευαγγελίζεται η ήπια και βιώσιμη ανάπτυξη.
Δυστυχώς είναι μια συζήτηση που θα έπρεπε ήδη να έχει γίνει για να ξεκινήσει η υλοποίηση των λύσεων, αλλά ακόμα δεν τολμάμε να την κάνουμε γιατί ειλικρινά δεν ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε από την τουριστική ανάπτυξη, εκτός από τα πανθομολογούμενα ωραία λεφτά της που μπαίνουν σε δημόσια ταμεία, επιχειρήσεις και εργαζόμενους σε ένα ελαφρά λειτουργικό trickle down economics μοντέλο.
Ίσως αυτό που θα ξεκινήσει επιτέλους τη συζήτηση να είναι ο κίνδυνος των αρχαιοτήτων, γιατί μόνο έτσι θα καταλάβουμε ότι χωρίς αυτές δεν υπάρχει τουρισμός, για να δούμε.