Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολή να παραφράσουμε τον Winston Churchill όταν απευθυνόμενος στους άνδρες της RAF τους είπε πως δεν θα μπορέσουμε ποτέ να σας ευχαριστήσουμε για την προσφορά σας και να πούμε ακριβώς το ίδιο για διανομείς κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στους έρημους από ΙΧ δρόμους σε ολόκληρο τον κόσμο μετέφεραν φαγητό, φάρμακα, είδη πρώτης ανάγκης, αλλά λιγότερο απαραίτητα αγαθά τα οποία όμως κράτησαν την οικονομία σε μια λειτουργική κατάσταση.
Το πόσο δύσκολο και επικίνδυνο είναι να οδηγείς δίκυκλο στους δρόμους της Αθήνας είναι γνωστό σε όλους όσους έχουν στοιχειώδη επαφή με την πραγματικότητα και το γεγονός ότι το κάνουν αυτό για 8+ ώρες κάτω από οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες, το κάνουν ακόμα πιο ζόρικο. Οι ακραίες συνθήκες της πανδημίας τους έφεραν για πρώτη φορά στο προσκήνιο ως απολύτως αναγκαίους εργαζομένους μαζί το υγειονομικό προσωπικό και τους εργαζόμενους στα super market, και αυτή ήταν η αφορμή για μια πρώτη αποτίμηση του έργου τους από την πλευρά της κοινωνίας.
Για χρόνια οι διανομείς ζούσαν και εργάζονταν στο περιθώριο της αγοράς εργασίας. Η μαύρη εργασία ήταν κανόνας, όλοι την αντιμετώπιζαν σαν μια προσωρινή δουλειά για φοιτητές, ένα μπάλωμα στην ανεργία μεταξύ δύο δουλειών και λύση ανάγκης για μετανάστες που δεν ξέρουν καλά τη γλώσσα και γενικά ανειδίκευτων εργατών. Ακόμα και όσοι δεν κοιτούσαν με το μισό μάτι του κοινωνικού ρατσισμού την εργασία του δικυκλιστή διανομέα, ήταν δύσκολο να αποφύγουν την μπανανόφλουδα του πατερναλισμού. Τα φιλοδωρήματα, οι εκκλήσεις για μη παραγγελίες υπό βροχή και ο χαρακτηρισμός «παιδιά» για τους διανομείς είναι μόνο μερικά από τα συμπτώματα μιας κοινωνίας που προσπαθεί να καμουφλάρει το ενοχικό της σύνδρομο απέναντι σε μια ομάδα εργαζομένων που όλοι ήξεραν ότι δουλεύουν σκληρά, αλλά κανείς δεν έκανε κάτι για να τους το αναγνωρίσει.
Η πανδημία συνέπεσε με την άνθιση της πλατφόρμας διανομής και πλέον ο διανομέας έφυγε από τη συνοικιακή-οικογενειακή επιχείρηση και πλέον μπήκε σε ένα αμιγώς corporate περιβάλλον, χωρίς όμως να αλλάξει η φύση της δουλειάς τους. Η στολή όμως της πλατφόρμας τους έκανε επιτέλους ορατούς, ένα κανονικό σμήνος μελισσών στους δρόμους που κανείς δεν μπορεί να λέει ότι δεν βλέπει. Αυτή η ορατότητα ήρθε μαζί με την αναγνώριση του ζωτικού ρόλου τους κατά τη διάρκεια των lockdown και αυτό έφερε το μεγάλο κύμα αλληλεγγύης όταν οι διανομείς απήργησαν, διεκδίκησαν και κέρδισαν τα απολύτως αυτονόητα πράγματα. Μετά την ορατότητα και την αναγνώριση ήρθε επιτέλους η ώρα και για την ουσιαστική στήριξη.
Ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε μια σειρά από μέτρα στήριξης που έχουν να κάνουν με την προστασία και την οικονομική στήριξη των διανομέων. Ενώ κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τα μέτρα αυτά είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, μια πιο προσεκτική ματιά γεννά αυθόρμητα κάποιες σκέψεις.
Αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη του κράνους και του ανακλαστικού γιλέκου που είναι αυτονόητα για όλους τους δικυκλιστές, ας εστιάσουμε για λίγο στην αποζημίωση την οποία θα δικαιούνται όσοι δουλεύουν με δικό τους δίκυκλο και όχι με εταιρικό. Ενώ είναι αυτονόητο το ότι θα έπρεπε να είναι διαφορετική η αντιμετώπιση κάποιου που δουλεύει με το δικό του δίκυκλο, η απουσία αυτής της θεσμοθέτησης και της διαφορετικής αμοιβής, είναι ενδεικτικό της «θεσμοθετημένης» αυθαιρεσίας που επικρατεί στον χώρο της διανομέων. Το ακόμα καλύτερο ξέρετε ποιο είναι; Ότι αυτό είχε θεσμοθετηθεί και πάλι το 2019 και την προηγούμενη κυβέρνηση.
Κάπως έτσι βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στην ανακήρυξη μιας διαρκούς επανάστασης του αυτονόητου. Από άλλες πρόσφατες «επαναστάσεις» είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι τα εργασιακά προβλήματα των διανομέων δεν πρόκειται να λυθούν με τελευταίες τις παρεμβάσεις που ανακοινώθηκαν και φυσικά δεν θα σταματήσει εδώ η κουβέντα για αυτά. Το ακριβώς αντίθετο πρόκειται να συμβεί, όσο περισσότερο παίζει στην επικαιρότητα κάποια πρωτοβουλία, ακόμα κι αν αυτή επαναλαμβάνει μονότονα το περιεχόμενο κάποιας προηγούμενης, τόσο πιο πιθανό είναι κάποια στιγμή να δούμε κάποια πραγματική αλλαγή και βελτίωση.
Η ώρα της ενοχικής αντιμετώπισης των διανομέων πέρασε ανεπιστρεπτί, τώρα αρχίζει η δικαίωση.