Ξέρετε κάτι; Τελικά είμαστε πολύ γκρινιάρηδες. Δεν ξέρουμε για εσάς, αλλά εμείς είμαστε σίγουρα. Μπορεί να λέμε για το τι χαμός γίνεται την Τσικνοπέμπτη στις ταβέρνες, για τα λάθος ψησίματα, για το τι πρέπει να προσέξεις και να κρατήσεις ψυχραιμία στις παραγγελίες. Αλλά ξέρετε ποια είναι η αλήθεια; Κάθε χρόνο έχουμε τα ίδια και το παρακάνουμε. Και κάθε χρόνο λέμε πως δεν θα ξανακάνουμε τα ίδια λάθη.
Τι φταίει τελικά ρε γαμώτο; Είμαστε απλά κοιλιόδουλοι ή μας έχει περάσει γονιδιακά μια διαφορετική αντίληψη εξαιτίας των κακουχίων που βίωσαν οι δικοί μας; Κάθε χρόνο τα ίδια, θα το ξαναπώ. Καθόμαστε στα τραπέζι και όσο ο σερβιτόρος μας λέει τι έχει ο κατάλογος, εμείς απαντάμε μονολεκτικά «φέρε». Το ίδιο και στο σπίτι. Πηγαίνουμε στο χασάπη και του παραγγέλνουμε τόσο κρέας, λες και έχουμε κάποια βραδιά οπλίτη. Και ακόμη και εκείνος χάνει την λαλιά του με τους τόνους από μπριζόλες, μπιφτέκια, λουκάνικα κλπ και σε κοιτάζει με ύφος «ρε μήπως είναι πολλά;». Αλλά εμείς τίποτα.
Και θα τα φάμε. Γιατί είμαστε γλεντζέδες , γιατί μας αρέσει να καλούμε κόσμο, να ψήνουμε και να τρώμε τα πάντα. Τρώμε και πίνουμε. Καλώς ή κακώς, αυτό είναι ένα από τα πολλά στοιχεία της ταυτότητας Ελλάδα, αλλά δεν δείχνουμε να βάζουμε και μυαλό. Γιατί; Γιατί κάθε φορά δεν μένει ψίχουλο. Και δεν μιλάμε μόνο για τα κρέατα. Μιλάμε για τα πάντα. Για τις σαλάτες, τα ψωμιά, τις τυροκαυτερές και τα τυριά. Και ξυπνάς την επόμενη και δεν μπορείς να κουνηθείς, αφού το προηγούμενο βράδυ έχεις πάρει χάπια για το στομάχι, έχεις πιει κόκα κόλα, τσάι και άλλα αφεψήματα και λες στον εαυτό σου «Δεν θα το ξανακάνω ποτέ αυτό». Αυτό είναι η Τσικνοπέμπτη. Ένα hangover. Κάτι που πάντα θα ξανακάνεις ό,τι και αν λες στον εαυτό σου.
Το αστείο της υπόθεσης είναι ότι η επόμενη μέρα, η σημερινή Παρασκευή, είναι ενδεχομένως η μόνη μέρα που δεν θες να δεις κρέας μπροστά σου. Που λες «οκ, μόνο σαλάτα σήμερα και δίαιτα από Δευτέρα». Όμως όλα αυτά δεν έχουν σχέση με το αν είμαστε βίγκανς ή όχι, αν τρώμε πολύ κρέας ή τρώμε περισσότερο το Πάσχα και αν αγοράσουμε περισσότερο από όσο χρειαζόμαστε. Έχει να κάνει με τη νοοτροπία γιατί αυτός είναι ο Έλληνας. Του ύψους ή του βάθους. Στην προκειμένη περίπτωση της υπερβολής. Γιατί όσοι σκέφτονται τους οβελίες του Πάσχα, αν κάτσουν και το σκεφτούν, καταναλώνουμε τις τριπλάσιες ποσότητες κρέατος της Τσικνοπέμπτης που δεν περιορίζονται στο αρνί.
Ως ένα σημείο μπράβο μας γιατί τα τρώμε. Μήπως όμως είμαστε μαθημένοι σε μία λανθασμένη νοοτροπία; Αυτήν που έχεις ως αντίκτυπο να περπατάμε με δυσκολία ξεφυσώντας, που δεν μπορούμε να κουνηθούμε καλά-καλά, αλλά που σε τρεις μέρες από τώρα θα είμαστε με τα σουβλάκια στο χέρι. Το απολαμβάνουμε; Σίγουρα. Μήπως μας βλάπτει διπλής; Είναι πως το βλέπει ο καθένας. Αν ωστόσο όλοι λέμε πως υπερβάλλουμε αλλά τελικά κάνουμε τα ίδια, ίσως πράγματι να κάνουμε κάτι λάθος.
Όλα αυτά μέχρι την επόμενη Τσικνοπέμπτη. Ή μάλλον το Πάσχα. Ή τον Δεκαπενταύγουστο με τις γουρνοπούλες. Άκυρο, τελικά ίσως να το παρακάνουμε πιο πολλές φορές από ότι θα περιμέναμε.