Θα σας πω μια ιστορία από το παρελθόν. Άλλωστε όλοι έχουμε να αφηγηθούμε κάποια στιγμή της ζωής μας όταν πλέον το σώμα μας έπαψε να είναι λιλιπούτειο και τα πιο εκλεπτυσμένα ρούχα των γονιών μας, μας ταίριαζαν περισσότερο από ότι τα δικά μας. Για μένα βέβαια συνέβαινε το αντίθετο αρχικά, καθώς αντί να βουτάω εγώ μπλούζες από τον πατέρα μου, εκείνος παραμόνευε μετά το σιδέρωμα για να αρπάξει τα καλύτερά μου φούτερ, ακόμα και τις κοντομάνικες μου. Τον είχα φτάσει στο ύψος και εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τις έπαιρνα πιο φαρδιές ήταν εκεί πέρα, έτοιμος να τις εξαφανίσει.
Το γεγονός ότι με τα δύο, μικρότερα αδέρφια μου υπήρχε μεγάλη υψομετρική διαφορά τα χρόνια της σχολικής μας ηλικίας, με έκανε εύκολο και αναλώσιμο στόχο. Μια μέρα όμως αποφάσισα να πάρω εκδίκηση και το θυμάμαι σαν χτες.
Ορμώντας στην ντουλάπα
Μια φορά θυμάμαι να είχα επιχειρήσει να πάρω μια μπλούζα από τον πατέρα μου και εκείνος την έκρυψε και δεν την ξαναείδα. Ποτέ όμως, ούτε καν εκείνος δεν τη φόρεσε ξανά. Πρέπει να ήμουν 18-19 ετών όταν έλειπε αρκετά από το σπίτι εξαιτίας των χημειοθεραπειών, αλλά παρέμενε «σκύλος», περνώντας αρκετές ώρες στη δουλειά, δυστυχώς καμιά φορά με τα ρούχα μου.
Το flashback λοιπόν έχει να κάνει με εκείνη την καλοκαιρινή μέρα που ετοιμαζόμουν για ένα beach πάρτι και έψαχνα εναγωνίως για ένα καρό πουκάμισο που ήξερα ότι είχε στην ντουλάπα του (γενικά μόνο πουκάμισα είχε αυτός ο άνθρωπος). Ήθελα να το φορέσω πάνω από ένα λευκό T-Shirt μου και όντας στην τρέλα του πρώτου πανεπιστημιακού έτους, δεν σήκωνα μίγα στο σπαθί μου. Ή θα πήγαινα με δικό του πουκάμισο, ή δεν θα πήγαινα καθόλου.
Όρμησα λοιπόν στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου, ερχόμενος αντιμέτωπος με τα τέσσερα μεγάλα ντουλάπια που ήταν εφαρμοστά στον τοίχο. Το δεξί ήξερα πως είχε μονάχα ρούχα της μητέρας μου, επομένως δεν έδωσα σημασία και ξεκίνησα με τα υπόλοιπα από δεξιά προς τα αριστερά. Αυτό όμως που δεν είχα καταλάβει είναι ότι από πίσω μου, πάνω στο κρεβάτι στέκονταν τα δύο ζιζάνια αδέρφια μου, σαν κακές πεθερές που θέλουν να μάθουν τα πάντα.
«Κλεφτή….» ακουγόταν μια μακρόσυρτη φωνή ενός εκ των δύο αλλά εμένα δεν με ένοιαζε καθόλου. Ήθελα να βάλω κάτι για να δείχνω ωραίος στο πάρτι. Αυτό όμως που με παραξένευε είναι ότι δεν έβρισκα τίποτα που να μου αρέσει. Και κυρίως, που να μου κάνει.
«Καλά ρε παιδιά πού πήγαν τα πουκάμισα του μπαμπά;» ρωτούσα τους «μικρούς» οι οποίοι μου λέγαν για να με πειράξουν:
«Θα τα πήρε μαζί του στα Καλάβρυτα» και ένας κρύος ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό μου. Αλλά τι ήξεραν αυτοί, σίγουρα κάποιο πουκάμισο θα υπήρχε.
Μήπως όμως τα είχε πάρει όντως;
Έψαχνα από εδώ, έψαχνα από εκεί. Τίποτα. Μηδενικό αποτέλεσμα. Όλα ήταν t-shirts και μάλιστα μικρά. Σαν ατέρμονας βρόγχος που δεν ξέρεις πού τελειώνει. Πίσω στο 2009 βίωνα ένα ζωντανό χάσιμο στον κόσμο του Doctor Strange.
«Καλά ρε παιδιά, πού είναι ο μπαμπάς;» ρώτησα εκνευρισμένος. Ο μικρότερος τότε μου απάντησε:
«Στα Καλάβρυτα σου είπαμε. Με τη μαμά θα πάμε σήμερα να τον δούμε εκεί». Η αλήθεια είναι ότι δεν με ένοιαζε ιδιαίτερα πού θα πάνε οι μικροί, αλλά το ότι ο πατέρας μου θα ήταν στα Καλάβρυτα, πρώτη φορά το άκουγα. Δεν μου είχε πει ποτέ ότι είχε δουλειά στα Καλάβρυτα. Τέλος πάντων.
Πίσω στο θέμα μας τώρα και στις τρεις ντουλάπες τζίφος. Μόνο μικρά t-shirt που δεν έκαναν ούτε σε εκείνον, παρά μόνο στους μικρούς. Μάλλον θα πήγαινα χωρίς πουκάμισο στο πάρτι. Στην πρώτη μου επιδρομή στην κρεβατοκάμαρα των γονιών μου, ήμουν έτοιμος να αποχωρήσω με σκυμμένο το κεφάλι. Λίγο όμως πριν φύγω, κάτι μου έλεγε ότι στην τέταρτη ντουλάπα που θεωρούσα ότι έχει μόνο ρούχα της μητέρας μου, κάτι θα υπήρχε. Κοντοστάθηκα, αποφάσισα να το επιχειρήσω και έπιασα τα χερούλια. Ύστερα άνοιξα.
Εύρηκα
Όχι όμως αυτό που νομίζεις. Ξάφνου τα πάντα αλλάζουν. Η ντουλάπα με ταξίδεψε μακριά από το σπίτι, σε ένα χωροχρόνο από τον κόσμο της Νάρνια, όπου αντί για ρούχα κοίταζα ευθεία στον τοίχο του διαμερίσματός μου. Τα αδέρφια μου δεν ακούγονται πια, παρά μόνο πουλιά με τα πρώτα πρωινά τους τιτιβίσματα. Η ώρα είναι 06:42 και είμαι μακριά από το πατρικό και την κρεβατοκάμαρα των γονιών μου, σκεπασμένος με το ζεστό μου πάπλωμα.
Δεν είμαι πια 18-19 ετών, είμαι 31 και σε λίγες ώρες δουλεύω. Η ιστορία που περιέγραψα είναι μια ανάμνηση που όσο περνάνε τα δευτερόλεπτα σβήνεται από τη μνήμη και το ασυνείδητό μου. Δεν είναι τίποτα πραγματικό αλλά ένα κατασκεύασμα του μυαλού μου.
Κοινός παρονομαστής ο πατέρας μου που ακόμα και σήμερα λείπει, αλλά σίγουρα δεν έχει θέμα να φοράω τα ρούχα του. Η μαγεία που κάνουν καμιά φορά τα όνειρα. Σε μεταφέρουν σε μια άλλη διάσταση που έστω και για λίγο ξεχνάς ποιος είσαι και κυρίως ότι κάποιοι άνθρωποι σου λείπουν πραγματικά. Ειδικά τώρα στις γιορτές.
Τουλάχιστον αποκτάς κάποια καινούργια ανάμνηση μαζί τους, ακόμα και αν δεν είναι αληθινή. Και ας έχουν περάσει 11 χρόνια από τότε που τους είδες τελευταία φορά.