Δεν είναι να έρθει το καλοκαίρι, κάτι πάντα δεν μου αρέσει. Είναι όλη αυτή η τρέλα με τις διακοπές. Δεν μας έλειπε το άγχος που ήδη είχαμε πρέπει τώρα να έχουμε κι ένα παραπάνω. Να κλείσουμε δωμάτια για να προλάβουμε την καλή τιμή. Οι διακοπές είναι κάτι που δεν αντέχω, δεν ξέρω αν είναι δικό μου θέμα (δικό μου θέμα είναι μάλλον) αλλά πραγματικά στο τέλος πάντα τα κάνω σαλάτα και δεν πάω πουθενά.
Και όταν είσαι μόνος σου δεν τρέχει και τίποτα η αλήθεια είναι, όποτε θέλεις φεύγεις, όποτε θέλεις έρχεσαι. Στην τελική δεν πας και πουθενά και ταξιδεύεις με το μυαλό σου όπου θες και μάλιστα γρήγορα, με ασφάλεια και χωρίς να δώσεις δέκα τσουβάλια χρυσάφι για ένα σπήλαιο από γυψοσανίδα και ποδαράκια κατσαρίδας που παρουσιάζεται τη συγκεκριμένη περίοδο του χρόνου σαν κάτι το θεϊκό και το απαραίτητο μόνο και μόνο γιατί πέφτεις στην ανάγκη του σαν καμιά άβγαλτη φώκια με μαγιό.
Ίσως να φταίει που είμαι από νησί κι έχω φάει στη μάπα όλο αυτό το σάπιο πράγμα με το καλοκαίρι και τον τουρισμό. Ίσως να φταίει που πάντα δούλευα σεζόν σαν σκυλί από μικρός και δεν ξέρω τι σημαίνει να πηγαίνει κανείς διακοπές.
Σίγουρα το κορίτσι όμως δεν το έχει συνηθίσει αυτό. Είναι η παραδοσιακή περίπτωση που όλο το χρόνο δεν πάει πουθενά και τελικά αποφασίζει να λείπει όλο το καλοκαίρι, ακόμη και με αγνώστους ή ακόμη και μόνη της. Σεβαστό, αλλά εγώ δεν κάνω τέτοια πράγματα. Έχω πρόβλημα; Ίσως...δεν το αρνούμαι.
Σίγουρα είμαι δυσκίνητος σαν χελώνα. Σίγουρα παίζει ρόλο πως εργάζομαι σε μία δουλειά γραφείου κι επίσης νομίζω παίζει ρόλο το γεγονός πως έχω τρεις γάτες στο σπίτι που πρέπει να φροντίσω. Δεν ξεκουνάω εύκολα η αλήθεια είναι. Το βασικό όμως είναι πως βαριέμαι τα νησιά και δη τα ελληνικά. Το χειρότερο μου. Ορδές από Ελληναράδες με όλο τον εξοπλισμό της μίζερης διακοπομανίας στη πλάτη κι όλο αυτό το αίσχος μέσα σε μία υπερτιμημένη καλύβα περιτριγυρισμένη από μία εσφαλμένη αστική μυθολογία που δεν είναι τίποτε παραπάνω από κακόγουστη και κάνει την αισθητική μου να παθαίνει αυτοάνοσο μόλις την οσμιστεί στο χιλιόμετρο.
Όλα αυτά φυσικά εμένα μου βγαίνουν περίεργα και κάπου στη στροφή έχω χάσει τον έλεγχο (ή μάλλον τον αυτοέλεγχο) και έχω κάτι μούτρα μέχρι το πάτωμα που πρέπει να πάω διακοπές. ΒΑΡΙΕΜΑΙ. ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΑΩ ΔΙΑΚΟΠΕΣ. Κι αν είναι να πάω θέλω να πάω το Νοέμβρη με το κρύο και τη βροχή.
Όχι δεν χαλαρώνω καθισμένος στην ιδρωμένη παραλία με άλλους δέκα ηλίθιους, γαλβανίζοντας το ήδη ευαίσθητο δερματάκι μου στον καρκινογόνο ήλιο, όχι δεν μου αρέσει η θάλασσα και δεν γουστάρω να διαβάζω βιβλία στην παραλία.
Με αυτό το άτομο λοιπόν παιδιά έμπλεξε το καημένο το κορίτσι. Εμένα δηλαδή το γεροκαμπούρη, ακατανόμαστο μισάνθρωπο.
Παρόλα αυτά όμως πιέστηκα (σίγουρα λάθος) όπως μια ζωή πιέζομαι για τους άλλους για να μην τους χαλάω τα χατίρια και είπα άντε να πάμε στην Ύδρα να χαζέψουμε τη ψαρόβαρκα του Κουνς για άλλη μία χρονιά και να περπατήσουμε στα σοκάκια που κάποτε κατουρούσε ο Λέοναρντ Κόεν επειδή δεν είχε τι άλλο να κάνει και τον έπαιρνε να πληρώνει τη σαλάτα 50 ευρώ.
Κι εκεί που πάμε να κλείσουμε τα εισιτήρια της γυρνάει ανάποδα της δικιάς μου κι αρχίζει να μου τα ψάλει διότι λέει είμαι πολύ χαλαρός και δεν δίνω δυάρα που αυτή πνίγεται στη δουλειά και πως εγώ ζω στον κόσμο μου κτλπ κτλπ.
Όπως καταλαβαίνετε δεν έκλεισα κανένα εισιτήριο για καμία Ύδρα κι έκατσα στην Αθήνα να λουστώ τον τοξικό μου ιδρώτα όπως είθισται (μια χαρά περνάω τελικά). Εκείνη πήγε στην Ύδρα μόνη της και τελικά όλοι μείναμε ικανοποιημένοι.
Εμένα μόνο 4 θα με πάνε διακοπές ή σαν την περίπτωση του Μπέρνι, δύο.
Καλό καλοκαίρι και ζωή σε λόγου σας.