Όλοι έχουμε πει μια αστεία, γελοία ή θλιβερή δικαιολογία για να μην πάμε για δουλειά. Ή τέλος πάντων την έχουμε σκεφτεί. Η πιο συνηθισμένη είναι πως είμαστε άρρωστοι ή πως αρρώστησε κάποιος δικός μας. Ή ότι μας χάλασε το αυτοκίνητο. Ή ότι πλημμύρισε το σπίτι και περιμένουμε τον μάστορα. Όλα ξεκίνησαν πολλά χρόνια πριν, όταν έπρεπε να σκαρφιστούμε μια δικαιολογία επειδή πήγαμε αδιάβαστοι στο σχολείο ή επειδή χάσαμε την πρώτη ώρα και κάτι έπρεπε να πούμε όταν μας σήκωσε ο δάσκαλος στον πίνακα. «Χάλασε το ξυπνητήρι». «Μου έφαγε ο σκύλος το βιβλίο». «Πόναγε η κοιλιά μου όλη τη μέρα». «Νόμιζα ότι είχαμε να διαβάσουμε αυτό το κεφάλαιο για την άλλη εβδομάδα και διάβασα το προηγούμενο». Οτιδήποτε.
Ο Μάριους Καμίνσκι όμως, ο 36χρονος Πολωνός που ζει στο Τράουνμπριτζ του Γουίλτσαϊρ το τερμάτισε. Καταρχάς, πήγε κόντρα στο στερεότυπο που λέει «όλοι οι Πολωνοί είναι πιο τίμιοι κι από το Τίμιο Ξύλο» - αυτός δεν είναι. Βουτηγμένος στα προβλήματα, έχοντας «χάσει» έναν καλό του φίλο πρόσφατα, μην έχοντας πάει για δουλειά αρκετές φορές και χρωστώντας λεφτά δεξιά κι αριστερά, αποφάσισε μια μέρα πως δεν ήθελε να πάει στη δουλειά. Δεν την πάλευε. Δεν είχε διάθεση. Ήθελε να καθίσει σπίτι και να σκεφτεί το μέλλον του. Να κοιμηθεί. Να δει σειρά. Να χαλαρώσει. Να παίξει playstation. Ήθελε να κάνει οτιδήποτε άλλο, εκτός από το να πάει για δουλειά. Κι αποφάσισε να τερματίσει το δικαιολογιό-μετρο: έστειλε SMS στο αφεντικό του, γράφοντας ότι τον απήγαγαν. Και μάλιστα, με κάθε λεπτομέρεια: «τρεις άντρες με άρπαξαν και με έριξαν στο πορτ-μπαγκάζ μιας λευκής BMW. Αλλά κατάφερα να δραπετεύσω λίγο πιο μετά».
Το αφεντικό φυσικά ειδοποίησε την Αστυνομία και η Αστυνομία φυσικά ξεκίνησε μια μεγάλη έρευνα για να βρει τους δράστες – «απαγωγή» ήταν, όχι παίξε – γέλασε. Για κακή τύχη του φίλου μας, η αλήθεια αποκαλύφθηκε γρήγορα: δεν τον απήγαγε ποτέ και κανένας, έστειλε το SMS από τον καναπέ του σπιτιού του, προκάλεσε μια τεράστια αναστάτωση και έβαλε την Αστυνομία χωρίς λόγο να τρέχει και να ψάχνει απαγωγείς που δεν υπήρξαν ποτέ και μια λευκή BMW που ήταν πιο άσπιλη κι από απάτητο χιόνι. Η απόφαση του Δικαστηρίου, που βγήκε στα τέλη Μαρτίου, ήταν κάπως βαριά: 16 μήνες στη «μπουζού», για να βάλει μυαλό.
Ποιο είναι το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας; Σίγουρα, να μη λέμε ψέματα, διότι ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται, αλλά μετά μπορεί να φάνε 16 μήνες φυλάκα και να μην χαρούν καθόλου. Αλλά ας υποθέσουμε ότι υπάρχει κάποιος πραγματικά σοβαρός λόγος να πούμε ψέματα για να αποφύγουμε κάτι – να πάμε δουλειά, να πάμε στα πεθαρικά για φαγητό, να πάμε με τη γυναίκα για ψώνια, οτιδήποτε. Η ιστορία μας, πρέπει να είναι καλά δομημένη. Προσεγμένη σε κάθε λεπτομέρεια. «Μπετόν» απ’ όπου και να την πιάσεις. Με άλλα λόγια αν είναι να σε «απαγάγουν», φρόντισε να σε δουν 2-3 γείτονες να σε κουβαλάνε κάτι τύποι που φοράνε κουκούλες και να σε βάζουν δια της βίας σε ένα πορτ-μπαγκάζ. Αν ισχυριστείς ότι σε απήγαγαν εξωγήινοι, ντύσε με εξωγήινες στολές τους κολλητούς σου, για να γίνει πιστευτό το σενάριο. Αν παριστάνεις τον άρρωστο, «κρύψου» μέσα στο σπίτι και μην κόβεις βόλτες, διότι κάποιος μπορεί να σε δει έξω κι αν προφασίζεσαι ότι έχεις πονόδοντο, μην πηγαίνεις σε εστιατόριο και μασουλάς τη μπριζόλα σαν πούμα. Φρόντισε να «δέσεις» την ιστορία σου από κάθε πλευρά, ώστε να μην γίνεις τσακωτός (από το αφεντικό, τη γυναίκα, την πεθερά, τους φίλους).
Και πρόσεξε μια σημαντική λεπτομέρεια: όσο πιο περίτεχνο το σενάριο, όσο πιο «τραβηγμένο», τόσο πιο δύσκολο να το υποστηρίξεις. Μείνε στα βασικά, ότι είσαι άρρωστος ή ότι σου χάλασε το αυτοκίνητο ή ότι κλείστηκες έξω από το σπίτι και περιμένεις τον κλειδαρά και ίσως έτσι να δεις προκοπή.