Το 1759 μια επιδημία πανώλης χτύπησε την Αθήνα και όλοι πίστεψαν πως ευθύνεται ένα νεόκτιστο τζαμί. Είναι το γνωστό τζαμί της πλατείας Μοναστηρακίου απέναντι από τον σταθμό του Ηλεκτρικού και η «ευθύνη» του στην πανώλη σχετίζεται μια μια ύβρη που διαπράχθηκε για την κατασκευή του.
Κατά την ανέγερσή του ο Τζισταράκης, βοεβόδας των Αθηνών, διέταξε το γκρέμισμα ενός κίονα του παρακείμενου ναού του Ολυμπίου Διός προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως πρώτη ύλη. Με αυτόν παρασκευάστηκε ο ασβέστης με τον οποίον έντυσαν τους τοίχους του τζαμιού. Οι Οθωμανοί απαγόρευαν τη χρησιμοποίηση αρχαίων υλικών και τμημάτων για την κατασκευή νέων κτιρίων γιατί το θεωρούσαν ασέβεια και πηγή κατάρας. Οι βέβηλοι τιμωρούνταν σκληρά και γι’αυτό ο Τζισταράκης έσπευσε να δωροδοκήσει τον πασά με εκατοντάδες γρόσια, μόλις έγινε αντιληπτή η ιερόσυλη πράξη του.
Όμως ήταν πλέον αργά, λίγο μετά την αποπεράτωση του τεμένους ξέσπασε η επιδημία και όλοι έριξαν το φταίξιμο. Η καθαίρεση και η τιμωρία ήταν μονόδρομος προς εξιλασμό και αντιμετώπισης της «κατάρας». Μετά την Επανάσταση το τζαμί χρησιμοποιήθηκε ώς αποθήκη και ως στρατώνας και ήταν το μοναδικό σωζόμενο τζαμί της Αθήνας μέχρι την ανέγερση του τεμένους στον Βοτανικό. Σήμερα το τζαμί στο Μοναστηράκι φιλοξενεί το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και μια πλούσια συλλογή κεραμικών.